Ειδικά κρούει το καμπανάκι του κινδύνου για την εστίαση όπου τα μεγέθη των επιχειρήσεων τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες καθώς ούτε αποθέματα ρευστότητας διαθέτουν ούτε προσβάσεις σε χρηματοροές έχουν.
Συνολικά, δε, η ΕΤΕ στη μελέτη της, προσδιορίζει τις ανάγκες ρευστότητας που χρειάζονται συγκεκριμένοι κομβικοί για τη χώρα κλάδοι για να επιβιώσουν και να μη ρίξουν στον «Καιάδα» της ανεργίας χιλιάδες εργαζομένων ή της υπερχρέωσης χιλιάδες επιχειρηματιών.
Σύμφωνα, έτσι, με την ΕΤΕ οι ανάγκες ρευστότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις που έχει δημιουργήσει η κρίση της πανδημίας φτάνουν τα 33 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε 15% του τζίρου. Κι αυτό με την προϋπόθεση ότι η πανδημία στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι το τέλος του έτους και η μείωση του ΑΕΠ θα φτάσει το 7,5% στο σύνολο του 2020.
Η μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ στηρίζεται στα ευρήματα από μια λεπτομερή επιχειρηματική ανάλυση δείγματος 30.000 επιχειρήσεων, οι οποίες αντιστοιχούν στα ⅔ τον πωλήσεων στο σύνολο της οικονομίας και στο μισό περίπου ΑΕΠ, ομαδοποιημένων σε 11 βασικούς κλάδους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής αυτά τα δεδομένα οδηγούν σε μείωση τζίρου κατά 19% το 2020, δηλαδή περίπου κατά 50 δισ. ευρώ. Αυτή η πτώση θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας ένα κενό ρευστότητας της τάξης των 33 δισ. ευρώ.
Παράλληλα η έκθεση αναφέρει ότι η γρήγορη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση με την κίνηση των τραπεζών να παγώσουν την πληρωμή χρεολυσίων έφερε μια «ανάσα» με περιορισμού του κενού χρηματοδότησης κατά 12 δισ. ευρώ.
Όπως φαίνεται όμως η ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη και δεν φτάνει η μέχρι τώρα διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά. Κατά μέσο όρο, πάντως, οι ανάγκες ρευστότητας αντιστοιχούν στο 15% των πωλήσεων και είναι ελεγχόμενες, καθώς πολλές επιχειρήσεις αξιοποιούν το δικό τους «μαξιλάρι» ρευστότητας πέρα από την κρατική στήριξη και τον τραπεζικό δανεισμό.
Αναλυτικά, οι υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης παρουσιάζονται στον κλάδο του εμπορίου (12 δισ. ευρώ), ενώ οι πιο επείγουσες στην εστίαση που έχει καταγράψει πτώση στο 55% των περυσινών πωλήσεων.
Πιο συγκεκριμένα η κατάσταση σε κλάδους όπως η εστίαση και τα ξενοδοχεία είναι στο «κόκκινο» καθώς οι ανάγκες ρευστότητας φθάνουν το 55% και το 42% των πωλήσεων. Ειδικά η εστίαση έχει άλλον ένα παράγοντα κινδύνου, καθώς δε διαθέτει σε επάρκεια «μαξιλάρια», ενώ η κρατική στήριξη και τα τραπεζικά δάνεια δεν αρκούν, καθώς η «γεωγραφία» του κλάδου παραπέμπει σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, με ασθενή οικονομική θέση και κακή πρόσβαση στις τράπεζες.
Είναι προφανές ότι πολλές εξ αυτών δε θα αντέξουν στις μεγάλες πιέσεις από τη μείωση τζίρου.Η εικόνα είναι καλύτερη στα ξενοδοχεία, όπου τα μεγέθη διασφαλίζουν είτε καλύτερη εσωτερική ρευστότητα είτε καλύτερη πρόσβαση σε κρατική στήριξη και τραπεζικά δάνεια). Στις μεταφορές και στο λιανεμπόριο, οι ανάγκες ρευστότητας είναι επίσης μεγάλες (26% και 20% του τζίρου, αντίστοιχα.
Πάντως η μελέτη καταδεικνύει ότι ναι μεν η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση (όπως επιδοτήσεων εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολής επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνεις), σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να «παγώσουν» την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου €12 δισ. ωστόσο τονίζει ότι θα χρειασθούν και πρόσθετες παρεμβάσεις.
Όπως τονίζεται:«Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το ½ του διαθέσιμου «ταμειακού μαξιλαριού» που έχουν (περίπου €6 δις), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα €15,5 δις, το οποίο εκτιμούμε ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (€9 δις), την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών».
Ουσιαστικά οι μελετητές θέτουν ένα ερώτημα που καλούνται το κράτος και οι τράπεζες να καλύψουν δηλαδή εάν θα έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν αυτά τα χρηματοδοτικά κενά. Κι όλα αυτά εάν δεν οδηγηθούμε σε δεύτερο κύμα και νέο lockdown.
Γιώργος Αλεξάκης
Πηγή: Reporter.gr