Του Θεόδωρου Μιχ. Παπαγεωργίου
Νομικού, ΄Αρχοντα
Δικαιοκοφύλακα της Μ.τ.Χ.Ε.
Στο χωριό μου, στο μικρό Βάτι της Νότιας Ρόδου, στη κτισμένη το 1856 Εκκλησία και σημερινό Καθολικό, στον θόλο του Ιερού, πάνω από την Αγία Τράπεζα, υπάρχει κάτι το ξεχωριστό. Από τα χρόνια της ανέγερσης της εκκλησίας επί τουρκοκρατίας η Πλατυτέρα παραχώρησε τη θέση της και αντί αγιογραφίας της Παναγίας είναι ζωγραφισμένες δύο μεγάλες Γαλανόλευκες Σημαίες με το Σταυρό.
Επίσης σε ένα από τα μοναστήρια του χωριού μου, στο Εξωκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Παραλιμιώτη, σώζεται στο τέμπλο μια παλιά περίοπτη εικόνα της Παναγίας, με αγιογράφο τον ιερομόναχο Παρθένιο από τη Χίο και έτος αγιογράφησης το 1702. Η εικόνα της Παναγίας, πάνω δεξιά με μεγάλα κεφαλαία γράμματα φέρει το προσωνύμιο: ΕΛΠΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
Και τα δύο αυτά σύμβολα, σημειολογικά περιγράφουν νομίζω περιεκτικά, όλη την ιστορία, τη πίστη, τη ταυτότητα, τις ιδέες, το ψυχισμό των απλών ανθρώπων και ενός λαού σπαρμένου στο Αιγαίο, που μέσα στους τόσους αιώνες σκλαβιάς και απομόνωσης μπόρεσε και κράτησε τα εθνικά χαρακτηριστικά του, τα χαρακτηριστικά του Ελληνικού Γένους και της Ελληνικής Εθνότητας, με μοναδικό πολύτιμο στήριγμα τη θρησκεία, τις αρετές και τα σύμβολα της Ορθοδοξίας.
Και η σημειολογία αυτή είναι νομίζω, όχι μόνο για το χωριό μου, τη Ρόδο, τα Δωδεκάνησα, το Αιγαίο, την Ελλάδα, αλλά και την και την απανταχού ελληνικότητα, σαφέστατη απόδειξη του άρρηκτου δεσμού και της ταυτοποίησης έθνους και ορθόδοξης θρησκείας.
Από τα πολύ παλιά χρόνια, πριν δηλαδή ακόμη τη τουρκοκρατία, η θρησκευτικότητα της Ρόδου ήταν γεγονός τόσο αξιοθαύμαστο που το 1191, στη τρίτη σταυροφορία, ο ΄Αγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πηγαίνοντας για τους ΄Αγιους Τόπους πέρασε από τη Ρόδο και σύμφωνα με το «Οδοιπορικό» που συνέγραψε, αυτό που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση από τον σταθμό του στη Ρόδο, ήταν ο αυτόχθων θρησκευτικός πολιτισμός, η έντονη θρησκευτικότητα του λαού και τα πολλά τοιχογυρισμένα μοναστήρια που σε μεγάλη ακμή υπήρχαν στην ύπαιθρο.
Πράγματι μεταξύ 9ου και 10ου αιώνα στη Μονή του Αρταμίτη ιδρύθηκε και έκτοτε λειτουργούσε μέχρι την ιπποτική περίοδο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, στο οποίο έλληνες και λατίνοι ασχολήθηκαν με τη μελέτη και αντιγραφή χειρογράφων και παράλληλα υπήρξε για όλο το νησί πνευματικός και χριστιανικός πυρήνας γνώσης και καταφυγής.
Αυτή λοιπόν η τόσο μεγάλη θρησκευτικότητα, ιστορικά προσέδωσε την αναγνώριση ότι οι κοινωνίες των νησιών μας, παρότι στους πρώτους αιώνες της σκλαβιάς που ακολούθησαν ήσαν χωρίς οργανωμένα σχολειά και χωρίς επίσημη εκπαίδευση, παρόλα αυτά είχαν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, μέσω του οποίου, καλλιεργήθηκε βαθειά στις κοινωνίες των νησιών η εθνική συνείδηση της ελληνικότητας σε ένα τόσο απομακρυσμένο από τον ηπειρωτικό κορμό νησί, μαζί βέβαια και με τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, της Κρήτης και του Αιγαίου.
Φτάνοντας έτσι ήδη από το 1929, σκλαβωμένα ακόμη τα Δωδεκάνησα, με τον πιο επίσημο τρόπο να καταγραφεί σε υπόμνημα του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας για τη Δωδεκάνησο η παραδοχή ότι: Η Ορθοδοξία αποτελεί το κυριώτερον έρεισμα της εθνικής συνειδήσεως του ελληνικού πληθυσμού των υποδούλων νήσων.
Και αυτό μόνο τυχαίο δεν υπήρξε. Από τη πρώτη κιόλας περίοδο της οθωμανικής σκλαβιάς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με όργανα και μέσα τις Μητροπόλεις, τις Ενοριακές Εκκλησίες και τα Μοναστήρια, έδωσε όλο του το βάρος στην εκπαίδευση με ελληνορθόδοξο περιεχόμενο, έστω και με κολλυβογράμματα αρχικά.
Απλοί καλόγηροι στους θόλους των μοναστηριών και απλοί παπάδες στους νάρθηκες των εκκλησιών, αφοσιώθηκαν στο διπλό ρόλο του Παπά και του Δάσκαλου.
Από τον 16ο/17ο πια αιώνα και πιο έντονα στα τέλη του 19ου αιώνα που τα πράγματα άλλαξαν για τις ξένες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες, οι Μητροπόλεις στα Δωδεκάνησα πήραν ακόμη πιο αποφασιστικά την ευθύνη της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων.
Ενδεικτικά στη Ρόδο από το 1870 επί Μητροπολίτη Ρόδου Γερμανού, με κορύφωση στη συνέχεια από το 1900 επί Μητροπολίτη Ρόδου Αγαπίου, υπό την επιστασία της Μητρόπολης Ρόδου, τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των Ενοριών ανέλαβαν δράση και πήραν τα ηνία της παιδείας και όχι μόνο. Αρχικά στη Χώρα, τη πρωτεύουσα της Ρόδου και στη συνέχεια στα χωριά ίδρυσαν και συντηρούσαν σχολεία και μισθοδοτούσαν κανονικούς πια δασκάλους σε όλο το νησί της Ρόδου.
Σύμφωνα με τους Κώδικες των Λογαριασμών των Ενοριών που σώζονται στη Μητρόπολη Ρόδου, το μεγαλύτερο μέρος των ενοριακών εσόδων εκείνη τη περίοδο, προοριζόταν για την ίδρυση σχολείων και τη πληρωμή των δασκάλων. Η δεκαετία 1870-1880 επί Μητροπολίτη Ρόδου Γερμανού, ήταν η περίοδος της συστηματικής πια ίδρυσης των σχολείων στα χωριά της Ρόδου. Ο μεγάλος ωστόσο αναμορφωτής της παιδείας καταγράφεται ο Μητροπολίτης Ρόδου Ιωακείμ (1900-1910), ο οποίος διακονούσε πιστεύοντας πως πρυτάνευε η ίδρυση και η λειτουργία των σχολείων, ακόμη και από την ίδρυση και τη συντήρηση των ναών. ΄Εχοντας αυτή τη πεποίθηση σύνταξε Κανονισμούς και εκπαιδευτικά προγράμματα με τα οποία λειτουργούσε τα σχολεία, διόριζε και επιμόρφωνε δασκάλους και επέβαλε υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων από όλους τους μαθητές μέχρι 12 ετών. Επί Μητροπολίτη Ιωακείμ το 1909 έπεσε και ο θεμέλιος λίθος του Βενετοκλείου Γυμνασίου Ρόδου, προσφορά των ευεργετών αδελφών Δημήτριου και Μίνωα Βενετοκλή.
Οι ίδιες εκπαιδευτικές εκκλησιαστικές δομές, επικράτησαν και στη συνέχεια όταν όλα αυτά βρέθηκαν υπό την γενική επιστασία της Ορθόδοξης Κοινότητας Ρόδου. Η Ορθόδοξη Κοινότητα Ρόδου ιδρύθηκε γύρω στο 1843 με περιφέρεια αρχικά μόνο τη Χώρα και έπειτα και όλα χωριά της Ρόδου και την διοικούσε η Δημογεροντία, την οποία διόριζε ο Μητροπολίτης Ρόδου.
Στα χρόνια της ιταλοκρατίας που επακολούθησαν, η στάση της Εκκλησίας όχι πλέον μόνο στην εκπαίδευση αλλά ανοικτά πια στο εθνικό ζήτημα, ήταν ίσως ακόμη πιο καθοριστική.
Ξεκινώντας από τα γεγονότα του 1913 στις θρησκευτικές τελετές των Θεοφανείων Στις οποίες πρωτοστατούντος του κλήρου, ο λαός είχε προετοιμασθεί ξεδιπλώνοντας ελληνικές σημαίες να ζητωκραυγάσει για την ένωση με τη Ελλάδα και παρεμποδίστηκε βίαια τη τελευταία στιγμή από τους κατακτητές, αφυπνίζοντας ωστόσο εθνικά όλο το νησί με διαμαρτυρίες και συλλαλητήρια.
Πράγμα που ακόμη πιο έντονα επαναλήφθηκε στα εθνικά συλλαλητήρια που έγιναν το αιματηρό Πάσχα του 1919, στις αυλές των εκκλησιών υπό την αιγίδα του Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολου και όλων ανεξαιρέτως των Εφημερίων, με την ηρωϊκή θυσία του Παπα-Λουκά και της Ανθούλας Ζερβού, στη Βιλλανόβα, στο Παραδείσι.
Ακόμη όμως πιο καταλυτικός ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας από το 1924 και μετά που ξεκίνησε η δεύτερη περίοδος της ιταλοκρατίας και που ιστορικά ήταν η πιο σκληρή περίοδος σκλαβιάς και συστηματικής πολιτικής άμεσου αφελληνισμού για τα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα.
Στα δύσκολα αυτά χρόνια καταργήθηκαν ουσιαστικά οι Ορθόδοξες Κοινότητες, πλην όμως και πάλι η Εκκλησία στάθηκε στο ύψος, της αφού με λεπτές ισορροπίες και με διακινδύνευση της ζωής τους, οι κληρικοί κατάφεραν με τα Κατηχητικά να συνεχίσουν να καλλιεργούν μαζί με τη θρησκεία και την εθνική συνείδηση των παιδιών και των οικογενειών τους.
Ακόμη και το 1937 που ο ιταλός διοικητής της Δωδεκανήσου και μέλος της φασιστικής ιταλικής τετραρχίας De Vecchi, ανέλαβε τις πιο σκληρές πολιτικές αφελληνισμού. Την ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους έλληνες υπηκόους και τους αγωνιστές. Την ίδρυση των Dopolavoro για να ποδηγετήσει την ελληνική νεολαία στα εθνικιστικά και φασιστικά πρότυπα. Το κλείσιμο των δύο ελληνικών εφημερίδων, της Νέας Ρόδου και της Ροδιακής, αλλά και του Περιοδικού ορθόδοξης διδαχής της Μητρόπολης Ρόδου. Τη κατάργηση των ελληνικών σχολείων και τη μετατροπή τους σε καθαρά και επίσημα ιταλικά κρατικά σχολεία με εκπαιδευτικούς μόνο αποφοίτους ιταλικών σχολαρχείων. Με γλώσσα την ιταλική και με διδασκαλία των ελληνικών, χωρίς βιβλία, μόνο 2 ώρες την εβδομάδα και μόνο στο γυμνάσιο και όχι στα δημοτικά. Με προγράμματα διδασκαλίας του Υπουργείου Παιδείας της Ιταλίας, με πρόσθεση ενός νέου μαθήματος της cultura fascista και με αναρτημένη σημαία την ιταλική. Μια ξένη σημαία όμως τη οποία επίμονα τα γαλουχημένα ελληνόπουλα αρνιόντουσαν τα να σηκώσουν στις παρελάσεις και στις γιορτές.
Και επί του De Vecchi λοιπόν η Εκκλησία δεν έμεινε αδρανής. ΄Ηδη από το 1934 υποτυπωδώς και από το 1938 πιο οργανωμένα, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Απόστολου Τρύφωνος και την εποπτεία του Πρωτοσύγκελου Απόστολου Παπαϊωάννου, η Μητρόπολη οργάνωσε και λειτούργησε Κατηχητικά σε όλη την Επαρχία Ρόδου. Τα Κατηχητικά γρήγορα μετατράπηκαν σε ελληνικά δημοτικά σχολεία που τα παιδιά διδάσκονταν ελληνικά, θρησκευτικά, αριθμητική, ιστορία γεωγραφία. Οιονεί σχολεία στα οποία τηρούνταν φύλλα προόδου και μοιράζονταν συνόψεις και άλλα θρησκευτικά βιβλία για να χρησιμοποιούνται σαν αναγνωστικά. Το 1943 μάλιστα και αφού οι γερμανοί κατακτητές διαδέχθηκαν τους ιταλούς, το Βενετόκλειο Γυμνάσιο άρχισε να λειτουργεί ως Ανώτερο Κατηχητικό, μέσα στον Ναό των Εισοδίων του Νιοχωρίου.
Και όλα αυτά μέσα από Συμπληγάδες Πέτρες. Καθώς ήδη από το 1925 διαπιστώνοντας οι ιταλοί κατακτητές την εθνική δραστηριότητα των Μητροπόλεων Δωδεκανήσου, επιδίωξαν να παρέμβουν στα εσωτερικά τους αποβλέποντας να τις διασπάσουν από το καθοδηγητικό κέντρο τους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Με υπόσχεση τη διατήρηση των δικαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων που είχαν οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου επί τουρκοκρατίας, οι κατακτητές προσπάθησαν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός ζήτημα ίδρυσης Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας Δωδεκανήσου. Αντίστοιχο δηλαδή ζήτημα με αυτό της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος που το 1833 επί ΄Οθωνα δημιούργησε ο γερμανός αντιβασιλιάς Μάουρερ, ο οποίος όμως τελικά, με εισπήδηση στα εσωτερικά της Εκκλησίας, κατάφερε πραξικοπηματικά να ιδρύσει, άσχετα που αναγνωρίσθηκε αργότερα με τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850. Ωστόσο στη Δωδεκάνησο οι ιταλοί κατακτητές δεν τα κατάφεραν ενώ και ο λαός όλος επαναστάτησε και στάθηκε αποφασιστικά δίπλα και υπό την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Για να συνεχίσει έκτοτε η Δωδεκάνησος, διασφαλισμένη και από το άρθρο 3 παρ. 2 του Συντάγματος, να υπάγεται άμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και αποφασιστικά να συνεχίζει να γράφει την ιστορία της απόλυτα διακριτά από τα άλλα σχήματα, της αυτόνομης Εκκλησίας της Ελλάδας, της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και του αυτοδιοικούμενου Αγίου Όρους, καθώς επίσης της ειδικής υποκατηγορίας των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Β. Αιγαίο) που διοικητικά υπάγονται στην Εκκλησία της Ελλάδας αλλά πνευματικά συνεχίζουν να υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.