Η κυρία Βούλα εμφανίζεται στο βίντεο έξω φρενών. “Έχουμε νέα παιδιά, γιους”, λέει, “οι οποίοι είναι οξύθυμοι. Είναι κυνηγοί. Όλοι έχουν όπλα. Αν κάποιο παιδί πιάσει όπλο, θα πάει φυλακή, το δικό μου το παιδί θα πάει μέσα και οι Σύριοι θα είναι έξω και θα γυρνάνε;” Έτσι έλεγε, πάρα πολύ θυμωμένη, τις προάλλες στην κάμερα.
Αυτό συνέβη στην Κω στην περιοχή Λινοπότης, όπου γονείς παιδιών οξύθυμων και άλλοι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν για ακόμα μια φορά κοντά σε ένα παλιό ιταλικό στρατόπεδο για να διαμαρτυρηθούν κατά της δημιουργίας hotspot στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
“Δεν είναι κατάλληλο το μέρος, επειδή εδώ υπάρχει εκκλησία, χτυπάνε οι καμπάνες”, είπε μια άλλη κυρία στην κάμερα. Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμαρτυρίας, χτυπούσαν καμπάνες. Ποιος ξέρει ποιος καθόταν και τις βάραγε. Μπορεί κανένας. Μπορεί να ήταν από αυτές με κουμπί.
“Θα γίνουν τζαμιά οι εκκλησίες”, είπε μια άλλη. “Αυτοί βλέπετε τι λεηλασίες κάνουν στις εκκλησίες”.
“Αυτοί”, βεβαίως, που σύμφωνα με την κυρία θα κάνουν την εκκλησία τζαμί ή θα το λεηλατήσουν (ή και τα δύο, ποιος ξέρει), είναι οι πρόσφυγες που καταφτάνουν στο νησί μετά από ένα μαραθώνιο ταξίδι από τις κατεστραμμένες τους χώρες. Το Hotspot που σχεδιάζεται να κατασκευαστεί το Λινοπότη θα είναι ένα από τα πέντε που έχει συμφωνήσει να εγκαταστήσει η ελληνική κυβέρνηση σε πέντε από τα νησιά που υποδέχονται τους περισσότερους πρόσφυγες. Στην Κω το 2015 έφτασαν πάνω από 80.000 πρόσφυγες από τη Συρία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Ιράκ, πράγμα που δημιούργησε σημαντικό πρόβλημα το καλοκαίρι, όταν οι ροές ήταν πολύ πυκνές, οι σαπιόβαρκες των Τούρκων λαθρέμπορων έφταναν κατά δεκάδες, και η ταυτοποίηση των ανθρώπων και η προώθησή τους στον Πειραιά καθυστερούσε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι σκηνές με τους ανθρώπους να έχουν γεμίσει τα πάρκα και την παραλία της πόλης και να δημιουργηθούν εντάσεις. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση.
Από τότε, κι αφού έχει γίνει σαφές ότι το πρόβλημα δεν τελειώνει, και οι άνθρωποι δεν σταματάνε να έρχονται, έχει αρχίσει η συζήτηση για τη δημιουργία μιας τοποθεσίας εκτός της πόλης, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να ταυτοποιούνται πιο αποτελεσματικά, με καλύτερες διαδικασίες (καθώς τώρα τη δουλειά πασχίζει να κάνει η αστυνομία του νησιού με ελάχιστα μέσα) ώστε στη συνέχεια να παίρνουν τα χαρτιά τους και να φεύγουν.
Οι ντόπιοι, φυσικά, όπως γίνεται συνήθως με τους απανταχού ντόπιους, δεν θέλουν. “Να μπαίνουν σε ένα πλοίο και να φεύγουν, καθόλου να μη μένουν στο νησί μας”, είπε μια άλλη κυρία στο Λινοπότη. “Να φύγουμε εμείς από τα δικά μας σπίτια και να βάλουν αυτούς δηλαδή”, είπε μια ακόμα πιο θυμωμένη, ειρωνικά.
Ένα συννεφιασμένο Σαββατοκύριακο του Νοεμβρίου, ο ντόπιος δημοσιογράφος Γιώργος Κατσάβαρος μας ξενάγησε στο επίμαχο στρατόπεδο, το οποίο βρίσκεται περίπου στη μέση του μακρόστενου νησιού. Είναι μια έκταση εν πολλοίς εγκαταλειμένη, με ερείπια κτιρίων που είχαν κατασκευάσει οι Ιταλοί (οι οποίοι στα 20 χρόνια που είχαν την Κω πρόλαβαν και έφτιαξαν τα ομορφότερα κτίρια που έχει σήμερα το νησί), εμφανώς καταπατημένη από βοσκούς και άλλους περίοικους σε διάφορα σημεία. Σπίτια φαίνονται ελάχιστα μέσα στα γύρω κτήματα, η θάλασσα είναι μακριά, ξενοδοχεία κοντά δεν υπάρχουν. Ο κεντρικός δρόμος είναι δίπλα, οπότε το σημείο έχει καλή πρόσβαση. Το μόνο σύγχρονο κτίριο που υπάρχει στα πέριξ (δηλαδή, χτισμένο μέσα στο στρατόπεδο) είναι, φυσικά, μια εκκλησία. Ή μάλλον, λάθος, όχι κτίριο, “κτιριακό συγκρότημα” ήθελα να πω, περιφραγμένο από έναν πελώριο τοίχο, το οποίο περιέχει μία εκκλησία, ένα παρεκκλήσι, φροντισμένους κήπους και ένα κομψό, πολυτελές κτίσμα που μοιάζει σαν εξοχική κατοικία. Εγώ βεβαίως δεν καταλαβαίνω γιατί το να υπάρχει μια εκκλησία/συγκρότημα αναψυχής δίπλα σε ένα χώρο ταυτοποίησης και φιλοξενίας προσφύγων είναι πιο προβληματικό από το να υπάρχει μια εκκλησία δίπλα σε ταβέρνες, σχολεία ή σπίτια, αλλά τέλος πάντων, τι ξέρω εγώ, εγώ δεν έχω οπλισμένο και οξύθυμο γιο.
Βεβαίως, οι περίοικοι δεν είναι οι μόνοι που αντιτίθενται στην κατασκευή Hotspot στο συγκεκριμένο σημείο.
Ο Γιώργος Κυρίτσης, δήμαρχος του νησιού, που μας δέχτηκε στο γραφείο του στο άδειο δημαρχιακό μέγαρο (ήταν Κυριακή), είναι αντίθετος στη δημιουργία hotspot οπουδήποτε στο νησί, όχι μόνο στο Λινοπότη. “Με τη δημιουργία Hotspot η Κώς ακυρώνεται ως τουριστικός προορισμός και επειδή hotspot στην Ελλάδα δεν λειτουργεί σοβαρά”, μας είπε.
Η οικονομία του νησιού στηρίζεται κατά 90% στον τουρισμό, πράγματι, και οι ντόπιοι βλέπουν ότι η κρίση απειλεί σοβαρά το προϊόν τους. Βεβαίως εδώ χωράει κουβέντα ως προς το αν για την πτώση του τουρισμού φταίει περισσότερο η ύπαρξη των προσφύγων ή οι ντροπιαστικές σκηνές από τα επεισόδια του περυσινού καλοκαιριού, αλλά όπως και να έχει, η στάση του δημάρχου, όπως κι αν τη χαρακτηρίσει κανείς (και μπορεί με πολλά επίθετα να τη χαρακτηρίσει), είναι πολιτικά κατανοητή. Δεδομένου ότι πρόκειται για πολιτική απόφαση της κεντρικής κυβέρνησης και μάλιστα για διεθνούς εμβέλειας θέμα, στην πράξη δεν πέφτει λόγος ούτε στο δήμο, ούτε στην περιφέρεια, οπότε οι ντόπιοι πολιτικοί δεν έχουν καμία όρεξη να αναλάβουν οποιοδήποτε πολιτικό κόστος πηγαίνοντας κόντρα σε ψηφοφόρους με οξύθυμους γιους, και έτσι είναι εναντίον οποιασδήποτε πρότασης, συνέχεια, κι ας κάθονται οι άνθρωποι να κοιμούνται στις σκηνές στο λιμάνι, δίπλα στα τείχη, εκεί που τις πιάνει πιο πολύ ο αέρας.
Η στάση των ντόπιων και της τοπικής εκκλησίας, που διαμαρτύρονται και βαράνε τις καμπάνες και ενίονται υποδέχονται και νεοναζί πολιτικούς στις κινητοποιήσεις τους, όμως, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της υπόθεσης κατά τη γνώμη μου. Μπορεί κανείς αυτούς τους ανθρώπους να τους υποτιμήσει ως μια χούφτα ρατσιστές και μουρλοκακομοίρες σε μια γωνιά ενός νησιού που, σε άλλες γωνιές, διαθέτει ανθρώπους που έστησαν δράσεις υποστήριξης των προσφύγων, και που ακόμα και σήμερα φροντίζουν ώστε να μην τους λείψει ούτε φαγητό, ούτε καθαρά ρούχα, ούτε και στέγη για τις λίγες ημέρες που μένουν στην Κω. Δεν μπορεί όμως να παραβλέψει τον αριθμό τους (στις εκλογές του Σεπτεμβρίου η Χρυσή Αυγή διπλασίασε το ποσόστό της στο νησί στο ιλλιγγιώδες 10,2%) και το ότι ο λόγος και η σκέψη τους στάζουν γυμνό μίσος. Αυτή η παθολογική ξενοφοβία δεν εμφανίζεται μόνο στην Κω, ή μόνο στην Ελλάδα. Ευδοκιμεί και στα μυαλά των θαυμαστών του Ντόναλντ Τραμπ, των ψηφοφόρων της Μαρί Λεπέν. Αλλά σε κοινωνίες διαλυμένες σαν τη δικιά μας, όπου δομές αλληλεγγύης και σεβασμός του δημόσιου χώρου δεν υπάρχουν, ενώ έχουμε ήδη πτωχεύσει, και όπου οι πρόσφυγες συνεχίζουν να φτάνουν, μπορεί να γίνει περισσότερο επικίνδυνη, πιο άμεσα.
Το έθεσε εύγλωττα η κυρία Βούλα:
“Μου λεει εμένα ο γιός μου, μαμά εγώ θα πιάσω το όπλο αμα τον δω μες στην αυλή”.
Πηγή: Καθημερινή ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ