Ούτε 1, ούτε 2, αλλά 2,5 δισ. το χρόνο χάνουν τα ασφαλιστικά Ταμεία από την επέλαση των μορφών ευέλικτης εργασίας και την συνακόλουθη απώλεια ασφαλιστικών εισφορών.
Σύμφωνα μάλιστα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, η κυριαρχία της ευέλικτης απασχόλησης αναμένεται να δημιουργήσει μέχρι το 2020 επιπλέον έλλειμμα στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας της τάξης των δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σύμφωνα με όσα αποκαλύπτει η ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα μελέτη των Σάββα Ρομπόλη (ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου) και Βασίλη Μπέτη (υποψήφιου διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου), στοιχεία της οποίας επαναφέρει στη δημοσιότητα το “Βήμα της Κυριακής”, το ποσό των απωλειών μέχρι το έτος 2055 ενδέχεται να φτάσει τα 65,6 δισ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2055 οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης θα έχουν φτάσει μέχρι το 29% του συνολικού απασχολούμενου πληθυσμού.
Την σκληρή αυτή πραγματικότητα φαίνεται να επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Τα τελευταία μάλιστα επίσημα στοιχεία του Νοεμβρίου (ΕΡΓΑΝΗ) έδειξαν ότι έξι στις δέκα προσλήψεις αφορούν μερική ή εκ περιτροπής εργασία, ενώ στο 11μηνο οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης ξεπέρασαν το 54%.
Ποιος όμως είναι ο λόγος για τον οποίο η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία ή η πρόσληψη με τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ δείχνουν να αποτελούν πλέον σχεδόν τις αποκλειστικές επιλογές των εργοδοτών όταν προσλαμβάνουν;
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά δημοσίευμα της “Καθημερινής”, για να αμειφθεί κάποιος με περισσότερα από 2000 ευρώ καθαρά, “ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει περισσότερα στο κράτος –είτε σε μορφή φόρων είτε σε μορφή ασφαλιστικών εισφορών- από ότι στον εργαζόμενό του. Για να πληρώνεται ένας εργαζόμενος με 3000 ευρώ, το τελικό κόστος θα πρέπει να φτάσει στα 7128 ευρώ και από αυτά τα 4134 ευρώ θα πρέπει να καταλήξουν στο δημόσιο το οποίο και θα υφαρπάξει το 58% των χρημάτων που θα καταβάλλει ο εργοδότης.”
Την ίδια στιγμή, με τη μερική απασχόληση , δημιουργείται μια θέση εργασίας με τελικό κόστος μόλις 127 ευρώ τον μήνα –όσες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές- η οποία εξασφαλίζει 22 ένσημα στον εργαζόμενο ανά μήνα (αντί για 25 ένσημα που προσφέρει μια θέση πλήρους απασχόλησης). “Ακόμη και με τα 586 ευρώ, το δημόσιο εισπράττει 240 ευρώ τον μήνα και τίποτα παραπάνω καθώς δεν επιβάλλεται φόρος ή εισφορά αλληλεγγύης. Στην πράξη προκύπτει ότι για να πληρωθεί μία και μόνο μέση σύνταξη πρέπει να συλλέγονtαι τα χρήματα που θα εισφέρουν τουλάχιστον 5-6 εργαζόμενοι”, σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω παραδείγματα που παραθέτει το δημοσίευμα:
-Για μια πρόσληψη με μερική απασχόληση, οι βασικές αποδοχές μπορούν να οριστούν στα 310 ευρώ. Ο εργαζόμενος θα πληρώνει στον ΕΦΚΑ 49,51 ευρώ ενώ αν προστεθούν και οι εισφορές του εργοδότη το τελικό ποσό θα διαμορφώνεται στα 127,06 ευρώ. Δηλαδή, ο εργοδότης θα πληρώνει 387 ευρώ συνολικά εκ των οποίων τα 127,06 ευρώ θα πηγαίνουν στο δημόσιο και τα 259,94 ευρώ στον εργαζόμενο ο οποίος θα εξασφαλίζει και 22 ένσημα τον μήνα. Όσο για τη σύνταξή του, θα «προστατεύεται» από τον βασική σύνταξη των 386 ευρώ. Ακόμη και για 25 χρόνια να δουλεύει κάποιος ως μερικώς απασχολούμενος με μηνιαίες αποδοχές 310 ευρώ, θα βγάλει σύνταξη 463 ευρώ αν προστεθεί η βασική σύνταξη, η αναλογική και η επικουρική.
-Για μια πρόσληψη με πλήρη απασχόληση και ονομαστικό μισθό 586 ευρώ, το δημόσιο δεν εισπράττει φόρους λόγω του αφορολογήτου που υπάρχει σήμερα. Θα χρειαστεί να γίνει η μείωση του αφορολογήτου (είτε από την 1/1/2019 είτε από την 1/1/2020) για να αρχίσει το δημόσιο να εισπράττει φόρους και από τους εργαζόμενους των 586 ευρώ. Στο δημόσιο μια θέση εργασίας με τον κατώτατο επιτρεπόμενο μισθό, αποδίδει 240 ευρώ τον μήνα εκ των οποίων τα 93 ευρώ τα πληρώνει ο εργαζόμενος ο οποίος και περιορίζεται στα 492 ευρώ καθαρά.
Πηγή : Το Βήμα