Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, «με βάση τα νέα δεδομένα, που προκάλεσε η πρωτοφανής σε έκταση αναθεώρηση των επιδόσεων του α’ εξαμήνου του 2019 από την ΕΛΣΤΑΤ (από 1,5% στο 2,1%, ετησίως), καθώς και η αντίστοιχη μεγέθυνση κατά 2,3% το γ’ τρίμηνο του έτους, αρκεί το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο, προκειμένου να επιτευχθεί ο επίσημος στόχος για 2% το 2019.
Συνεπώς, από τυπική άποψη, η ελληνική οικονομία θα ξεκινήσει με σχετικά καλές προϋποθέσεις την επιδίωξη του υψηλότερου αναπτυξιακού στόχου (2,8%) για το 2020. Από ουσιαστική, ωστόσο, άποψη η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας παραμένει ποιοτικά εύθραυστη και εξωτερικά ευάλωτη. Εύθραυστη, γιατί στηρίζεται, κυρίως, στην εξωτερική ζήτηση (εξαγωγές, τουρισμό) και στην επανεκκίνηση των κατασκευών και όχι τόσο στις επενδύσεις ή την ιδιωτική κατανάλωση, που παραμένουν χωρίς δυναμική. Ευάλωτη γιατί η διεθνής οικονομική επιβράδυνση συνεχίζεται, παρά τις όψιμες ενδείξεις κάποιας ανακοπής αυτής της τάσης και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σταθερά εντείνονται, με υπαρκτό πάντα τον κίνδυνο μίας νέας οικονομικής ύφεσης ή και κρίσης».
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ τονίζει σταθερά πως για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από μία φάση ήπιας ανάκαμψης σε μία φάση αναζήτησης διατηρήσιμης αναπτυξιακής δυναμικής χωρίς αποκλεισμούς απαιτείται η τήρηση τριών προϋποθέσεων: η αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, η υλοποίηση σημαντικού όγκου ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και, κυρίως, ο μετασχηματισμός του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας μας
Ωστόσο, όπως σημειώνει, «καμία από αυτές δεν εξελίσσεται ικανοποιητικά ως σήμερα, ώστε οι προσδοκίες ταχείας επιστροφής της οικονομίας και της κοινωνίας σε δυναμική συνοχής και ανάπτυξης να είναι ρεαλιστικές. Βασική αιτία για την κατάσταση αυτή είναι το ότι η ελληνική οικονομία, παρά την προσωρινή ρύθμιση και βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παραμένει “αιχμάλωτη” στην παγίδα του ιδιωτικού χρέους (και της συνακόλουθης έκθεσης των τραπεζών στον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων), ενός φαινομένου που έχει παγκόσμια διάσταση».
Όπως υπογραμμίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, «σε αυτό το αντίξοο παγκόσμιο περιβάλλον καλείται η ελληνική οικονομία να ανακάμψει ταχύτερα, αντιμετωπίζοντας παρόμοια προβλήματα ιδιωτικής υπερχρέωσης και αδυναμίας πιστωτικής επέκτασης (π.χ. κόκκινα δάνεια), πέραν των λοιπών δομικών της ανισορροπιών, όπως είναι η περιορισμένη βιομηχανική βάση, το μεγάλο έλλειμμα επενδυτικής δέσμευσης της εγχώριας επιχειρηματικότητας, η υψηλή ανεργία, η χαμηλή παραγωγικότητα και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θεσμική ανεπάρκεια, το υψηλό δημόσιο χρέος και η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Παρά ταύτα, η οικονομία ανέκαμψε το γ’ τρίμηνο του 2019 (10ο συνεχόμενο) κατά 2,3% και μετά τις αναθεωρημένες επιδόσεις των δύο προηγούμενων τριμήνων, μάλλον υπερκαλύπτει τον φετινό στόχο (2%), υπερβαίνοντας για δεύτερη χρονιά τη μέση ευρωπαϊκή επίδοση. Πρόκειται για υψηλότερη επίδοση από την αντίστοιχη του γ’ τριμήνου του 2018 (2%), αλλά χαμηλότερη από το β’ τρίμηνο του 2019 (2,8%)».
«Πόσο στέρεη είναι, όμως, η ανάκαμψη αυτή του ΑΕΠ, όταν στο εννεάμηνο (2,2%) βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (6,6%) και στη δημόσια κατανάλωση (3%); Πόσο ποιοτική μπορεί να είναι η εν λόγω ανάκαμψη, όταν η κατανάλωση των νοικοκυριών και οι ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις περιορίζονται αντίστοιχα σε αυξήσεις μόλις 0,2% και 1%, αντίστοιχα, στο εννεάμηνο του 2019;» διερωτάται το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, προσθέτοντας ότι, από την εκτίμηση της συμβολής των επιμέρους συνιστωσών στην αύξηση 2,2% του ΑΕΠ το εννεάμηνο του 2019 προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη συμβολή με 1,08 ποσοστιαίες μονάδες είχαν οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (2,24 ποσοστιαίες μονάδες οι εξαγωγές μείον 1,16 ποσοστιαίες μονάδες οι εισαγωγές), εκ των οποίων καθοριστική ήταν η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών (1,63 ποσοστιαίες μονάδες) –δηλαδή πρωτίστως του τουρισμού–, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (0,62 ποσοστιαίες μονάδες). Αντίθετα, η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης (0,14 ποσοστιαίες μονάδες) και των πάγιων επενδύσεων (0,11 ποσοστιαίες μονάδες) ήταν ελάχιστη και στα όρια των στατιστικών διαφορών (0,09 ποσοστιαίες μονάδες).
«Με τα αποτελέσματα του γ’ τριμήνου και συνολικά του εννεαμήνου του 2019 επιβεβαιώνεται η ανησυχία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για απουσία δυναμικής ενδογενών μηχανισμών, όπως της ιδιωτικής κατανάλωσης και των παραγωγικών επενδύσεων, με συνέπεια να δημιουργείται ένα πλέγμα δυνητικών εμπλοκών στη μετάβαση της χώρας σε σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Τα προσκόμματα εντοπίζονται και στους τρεις πυλώνες επεκτατικής δυναμικής (εξαγωγές, επενδύσεις και κατανάλωση)» διαπιστώνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Τα χρέη βαρίδι στην ιδιωτική κατανάλωση
«Τη διετία 2017-2018, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 1%, ετησίως, για να υποχωρήσει σε 0,2%, το εννεάμηνο του 2019, παρά την επιτάχυνση της αύξησης της απασχόλησης στο οκτάμηνο (από 1,7% το 2018 στο 2% το 2019), τις φορολογικές ελαφρύνσεις, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, που καθόλου δεν εμπόδισαν τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας. Μολονότι, λοιπόν, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε 5%, το πρώτο εξάμηνο (4,5% σε σταθερές τιμές), η ιδιωτική κατανάλωση περιορίστηκε σε 0,4% (μηδενική αύξηση σε σταθερές τιμές)» σχολιάζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Όπως αναφέρει, «η αδυναμία της κατανάλωσης των νοικοκυριών να ακολουθήσει την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους οφείλεται, κυρίως, στις υψηλές υποχρεώσεις τους και στις ρυθμίσεις όσων εξ αυτών δεν εξυπηρετούνται υπό την πίεση των κατασχέσεων και πλειστηριασμών. Στα χρόνια της κρίσης, η κάμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών ήταν μονίμως μικρότερη από την κάμψη του διαθέσιμου εισοδήματός τους, γεγονός που απέτρεψε μία ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στον πραγματικό τομέα της οικονομίας. Παράλληλα, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές, εξέλιξη που αποτύπωνε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις δανειακές, φορολογικές κ.ά. υποχρεώσεις, συμβάλλοντας στο μείζον τραπεζικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το 2018 και το πρώτο εξάμηνο του 2019, το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται ταχύτερα της κατανάλωσης. Μάλιστα, είναι πιθανόν να έχουμε αντιστροφή των επιπτώσεων: η αύξηση, δηλαδή, του διαθέσιμου εισοδήματος να ωφελεί πλέον λιγότερο το ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της αποπληρωμής υποχρεώσεων και της αύξησης των καταθέσεων».
Ειδικότερα, από έρευνα των ΣΕΛΠΕ-ELTRUN προκύπτει ότι το 44% του μηνιαίου εισοδήματος των νοικοκυριών πηγαίνει σε πληρωμές λογαριασμών (ΔΕΚΟ, κ.ά.) και φόρων. Επίσης, σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), περισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια φορολογούμενοι έχουν υποστεί κατασχέσεις, ενώ περίπου 1,8 εκατομμύρια οφειλέτες είναι εκτεθειμένοι σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.
«Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει πως η ιδιωτική κατανάλωση είναι και θα παραμείνει τουλάχιστον και το 2020 δέσμια του βάρους ανειλημμένων χρεών και, συνεπώς, είναι πιθανόν να μην μπορεί να επιδράσει με την προσδοκώμενη επεκτατική συνεισφορά της στην ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας» καταλήγει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.