Εδώ και μερικές μέρες παρακολουθούμε μια γνωστή τηλεοπτική περσόνα να κατηγορείται για μη συναινετική διανομή βίντεο και φωτογραφικού υλικού σεξουαλικού περιεχομένου με μια πρώην σύντροφό του.Ένας άνθρωπος που μας είναι γνώριμος, που σχεδόν καθημερινά μπορούσες να τον συναντήσεις στην τηλεόρασή σου, ξαφνικά αποκαθηλώνεται. Η εν λόγω περσόνα φέρεται να έχει δημοσιεύσει τρία βίντεο και πάνω από 300 φωτογραφίες από το 2016 σε διάφορες σελίδες πορνογραφικού περιεχομένου.
Κι όσο οι απλοί τηλεθεατές, αλλά και οι στενοί του συνεργάτες-και φίλοι- «πέφτουν από τα σύννεφα για το συμβάν», μια νεαρή γυναίκα προσπαθεί εδώ και χρόνια να διαχειριστεί τη θυματοποίηση της, αλλά πλέον και τη μεγάλη δημοσιότητα που πήρε η ιστορία αυτή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ανοίγει ο ασκός του αιόλου για περιστατικά εκδικητικής πορνογραφίας ή αλλιώς «revenge porn». Και τούτο διότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουμε δει κι άλλες περιπτώσεις διασήμων, να εμπλέκονται σε αντίστοιχες ιστορίες αλλά ως θύματα. Γνωστή influencer μίλησε ανοιχτά για το προσωπικό βίντεο που διέρρευσε από φιλικό πρόσωπο, ενώ και μια πρώην παίκτρια μαγειρικού reality μονοπώλησε το ενδιαφέρον ακριβώς για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για την εν αγνοία της δημοσιοποίηση βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου.
Όμως, το μεγαλύτερο μέρος του παγόβουνου, βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, αντιπροσωπεύοντας όλα εκείνα τα θύματα της “εκδικητικής πορνογραφίας” που δεν είναι διάσημα, που δεν κατάφεραν να μιλήσουν και που δεν άντεξαν.
Revenge porn, τι είναι τελικά;
Μετά τις διαστάσεις που έλαβε το τελευταίο περιστατικό με τον γνωστό παρουσιαστή, έναν όρο βλέπουμε να πρωταγωνιστεί σε άρθρα και ρεπορτάζ: «revenge porn». Ο όρος αυτός, που στα ελληνικά αποδίδεται ως «εκδικητική πορνογραφία» ή «μη συναινετική πορνογραφία», αναφέρεται στη δημοσιοποίηση ακατάλληλων ή σεξουαλικών εικόνων και βίντεο, χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου που απεικονίζεται. To υλικό αυτό μπορεί να περιλαμβάνει στενή σεξουαλική σχέση ή σεξουαλική πράξη που προοριζόταν για προσωπική χρήση του δημιουργού και εκείνου με τον οποίο μοιράστηκε το περιεχόμενο και όχι για δημόσια διάδοση. Αρκετοί που ασχολούνται ερευνητικά με το φαινόμενο θεωρούν πως ο όρος «εκδικητική πορνογραφία» όχι μόνο δεν είναι εύστοχος, αλλά αδικεί τη σοβαρότητα και τη φύση της νέας αυτής μορφής εγκλήματος. Έτσι, προτιμούν όρους όπως «σεξουαλική βία που διευκολύνεται από την τεχνολογία», «διαδικτυακή-σεξουαλική βία» ή ακόμη και «κυβερνοβιασμός», καθώς δέκτης της επίθεσης είναι η σεξουαλική ταυτότητα και η σεξουαλική ακεραιότητα ενός ατόμου, η δε ένταση της επίθεσης και ο αντίκτυπος της πράξης στο θύμα είναι εφάμιλλα του φυσικού βιασμού.
Επιπλέον, το επίθετο «εκδικητική» υπονοεί πως το εκάστοτε θύμα έκανε κάτι για να προκαλέσει αυτή την πράξη ως εκδίκηση. Από την άλλη η «πορνογραφία» δημιουργεί το συνειρμό της δημιουργίας και παραγωγής σεξουαλικού υλικού με σκοπό τη μαζική κατανάλωση, κάτι που
παρουσιάζει τα θύματα ως ηθοποιούς πορνό. Το αποτέλεσμα είναι το βάρος να μετακυλίεται στο θύμα, κάτι το οποίο δεν είναι αυτόματα κακό, αλλά γίνεται με το λάθος τρόπο.
Το «όπλο» του εγκλήματος
Ζούμε και αλληλοεπιδρούμε καθημερινά σ’ ένα χώρο που κατάφερε να άρει γεωγραφικά και χρονικά όρια: το διαδίκτυο. Ο επαναστατικός αυτός τρόπος επικοινωνίας, όμως, δημιούργησε αναπόφευκτα και ευνοϊκότερες συνθήκες για εγκληματική δράση. Η ανωνυμία και η ταχύτητα είναι δύο «αρετές» που ανάλογα το σκοπό, μπορούν να πάρουν τη μορφή απειλής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το διαδίκτυο γέννησε μια νέα και συνεχώς διευρυνόμενη κατηγορία εγκλημάτων: τα διαδικτυακά εγκλήματα (cyber crimes). Οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες θέτουν σε κίνδυνο την ιδιωτική ζωή των ατόμων και τα καθιστούν ευάλωτα σε διαφόρων ειδών επιθέσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διάδοση πορνογραφικού υλικού χωρίς τη συναίνεση των ατόμων που συμμετέχουν μπορεί να γίνει εύκολα, γρήγορα και κυρίως μπορεί να αναπαραχθεί ή και να αποθηκευτεί από ένα τεράστιο αριθμό ατόμων. Αυτό δημιουργεί μια αλυσίδα, που δύσκολα σπάει, ακόμη κι αν το θύμα αντιληφθεί τη δημοσιοποίηση του υλικού και κινηθεί νομικά για να κατέβει από την αρχική ιστοσελίδα που δημοσιεύτηκε. Δυστυχώς, η κοινοποίηση και η αναπαραγωγή στον κόσμο του διαδικτύου είναι λερναία ύδρα.
Τα κίνητρα πίσω από τέτοιου είδους εγκληματικές ενέργειες μπορεί να εκδικητικά, όπως άλλωστε δηλώνει και ο διαδεδομένος όρος της εκδικητικής πορνογραφίας. Ωστόσο, δεν έχουν όλοι οι δράστες ως κίνητρο την εκδίκηση. Μπορεί να διαδίδουν σεξουαλικές εικόνες και βίντεο για λόγους όπως ο εκβιασμός, η πλάκα, η σεξουαλική ικανοποίηση, το οικονομικό όφελος ή ακόμα και λόγω της κοινωνικής τους θέσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, θεωρείται κι από πολλούς πως ο χαρακτηρισμός αυτής της μορφής παρενόχλησης και κακοποίησης στο διαδίκτυο ως «πορνογραφία» είναι αδόκιμος και αποπροσανατολιστικός.
Η διαδικτυακή βία δεν είναι λιγότερο βία
Παρ’ όλες τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει και τα κίνητρα του κάθε δράστη, η βία στο διαδίκτυο εν γένει, δεν αποτελεί ξεχωριστό φαινόμενο από τη βία στον πραγματικό κόσμο και μάλιστα ακολουθεί συχνά τα ίδια μοτίβα.
Αν και η μη συναινετική διανομή της πορνογραφίας δεν παραβιάζει σωματικά το θύμα, οι συνέπειες είναι ψυχικά αρκετά σοβαρές, ώστε να δικαιολογούν την καταστολή του ποινικού δικαίου. Από τα ερευνητικά δεδομένα, έχουν καταγραφεί πολλαπλές και σημαντικές επιπτώσεις
της εκδικητικής πορνογραφίας στην ψυχική υγεία, όπως έντονη συναισθηματική δυσφορία, θυμό, ενοχή, κατάθλιψη ή ακόμη και αυτοκτονία. Επιπλέον, τα θύματα αναφέρουν μόνιμες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, οι οποίες περιγράφονται και από τα θύματα παιδικής πορνογραφίας, όπως κοινωνική απόσυρση, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθήματα αναξιότητας.
Η εκδικητική πορνογραφία προκαλεί και κάτι ακόμη: θίγει τη σεξουαλική ταυτότητα, τη σεξουαλική ακεραιότητα και έκφραση του θύματος κι αυτό δεν είναι λιγότερο σημαντικό.
Πέρα όμως από τις συνέπειες στην ψυχική υγεία, το θύμα έχει να αντιμετωπίσει κι έναν περίγυρο, στενότερο κι ευρύτερο, που έμαθε για το συμβάν ή και είδε το υλικό. Συμβαίνει συχνά, τα θύματα της εκδικητικής πορνογραφίας να μην έχουν υποστηρικτικό περιβάλλον, να στοχοποιούνται και να θεωρούνται υπεύθυνα για τη θυματοποίησή τους. Έτσι, κατακλύζονται από ντροπή και ενοχές, καθώς εκλαμβάνονται στην συνείδηση τρίτων ως άτομα ανήθικα και ευκολόπιστα. Όλη αυτή η στοχοποίηση δημιουργεί έναν τεράστιο σκόπελο στην καταγγελία του περιστατικού, καθώς το θύμα νιώθει μόνο και αβοήθητο. Ακόμη κι αν η υπόθεση πάρει τη δικαστική οδό, η γραφειοκρατική και παρωχημένη διαδικασία που ακολουθείται (εντός κι εκτός δικαστηρίου), καθιστά μια τραυματική εμπειρία που οδηγεί στη δευτερογενή θυματοποίηση, μέσα από τις αλλεπάλληλες καταθέσεις και την αναβίωση του συμβάντος.
Μάνος Τεχνίτης,
δικηγόρος – εγκληματολόγος