Εκρηκτικό κοκτέιλ στην αγορά ηλεκτρισμού προδιαγράφει η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου και η έλευση του χειμώνα, στοιχεία που πυροδοτούν νέο κύκλο ανατιμήσεων από τη νέα χρονιά, καθιστώντας μια μικρή παρένθεση τις χαμηλές τιμές του προηγούμενου διμήνου.
Η διατήρηση των υψηλών τιμών μέχρι τα τέλη του μήνα μεταφέρει ένα νέο κύμα αυξήσεων στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας που αναμένεται να επηρεάσoυν τους λογαριασμούς ρεύματος από τις αρχές του έτους. Ηδη, η δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου κλείνει με τις τιμές χονδρεμπορικής πολύ ψηλά, φτάνοντας μέχρι τα 400 ευρώ η μεγαβατώρα και με τις προβλέψεις να δείχνουν συνέχιση της ανόδου με αντίπαλο τον καιρό, αλλά και τεχνικές δυσκολίες στους πυρηνικούς αντιδραστήρες της EDF στη Γαλλία, οι οποίες μετέτρεψαν μια καθαρά εξαγωγική χώρα σε καθαρό εισαγωγέα, συμβάλλοντας στην άνοδο των τιμών της ενέργειας σε όλη την Ευρώπη.
Ο νέος κύκλος διακυμάνσεων γεννά σημαντικές επισφάλειες στους προμηθευτές ενέργειας για τον Δεκέμβριο, καθώς η πλειονότητά τους προέβλεψε τιμές χαμηλότερες. Δύο εξ αυτών τιμολόγησαν το ρεύμα κάτω από 30 λεπτά την κιλοβατώρα (300 ευρώ/MWh) ενώ οι υπόλοιποι κυμάνθηκαν μεταξύ 30 και 38,9 λεπτά/κιλοβατώρα που είναι και η τιμή που έδωσε η ΔΕΗ.
Μέχρι τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας, το κόστος του ρεύματος είχε εκτιναχθεί για τους προμηθευτές στα 423 ευρώ/MWh (42,3 ευρώ η κιλοβατώρα), πέφτοντας έξω στις προβλέψεις τους, όταν στις 20 Νοεμβρίου ανακοίνωναν τα τιμολόγια Δεκεμβρίου. Η άνοδος των τιμών θα κάνει και πιο συντηρητικές τις προβλέψεις των παρόχων για τον επόμενο μήνα, όπου οι τιμές αναμένεται -ανάλογα και με τις διεθνείς διακυμάνσεις- να κινηθούν σε πιο υψηλά επίπεδα ενσωματώνοντας το ρίσκο της πρόβλεψης.
Η νέα κούρσα τιμών μεταφέρει μεγάλα οικονομικά βάρη και στην κυβέρνηση, η οποία καλείται να αναχαιτίσει τις ανατιμήσεις με γενναίες επιδοτήσεις αλλά με μεγάλο αγκάθι τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Στη δύσκολη εξίσωση έχουν προστεθεί οι πρόσφατες κατευθύνσεις του Eurogroup που προϊδεάζουν για κόφτη στην κρατική στήριξη των εθνικών κυβερνήσεων, με έμφαση στην ενίσχυση των ευάλωτων καταναλωτών, μέτρα όμως που για την Ελλάδα αναμένεται να μετατεθούν για μετά την προεκλογική περίοδο.
Οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε., που καλούνται να πληρώσουν από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τη στήριξη προς τους καταναλωτές, προσανατολίζονται σε ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης, σύμφωνα με το οποίο νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα μπαίνουν σε ένα καθεστώς προστασίας μέχρι ένα όριο κατανάλωσης. Για τους υπόλοιπους καταναλωτές θα ισχύουν «τιμές αγοράς», σύμφωνα με όσα ανακοίνωσαν πρόσφατα οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Οι αποφάσεις του Eurogroup «ζεσταίνουν» το κλίμα για ένα φρένο στις επιδοτήσεις τους επόμενους μήνες, την ώρα που η ενέργεια στη χώρα μας μπαίνει στο κάδρο και για το ψαλίδισμα του ΑΕΠ, αφού οι μεγάλες επιδοτήσεις φρέναραν την αύξηση στο 2,8%, παρά την εκτόξευση των εσόδων που έφερε η έκρηξη του τουρισμού στο γ’ τρίμηνο του έτους.
Η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι θα συνεχίσει να επιδοτεί τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας όσο κρατά η ενεργειακή καταιγίδα, στηρίζοντας τους καταναλωτές που πλήττονται από τις συνεχείς ανατιμήσεις. Οι όποιες παρεμβάσεις θα γίνουν σε δεύτερο χρόνο, αφού το πολιτικό κόστος αλλά και οι τιμολογήσεις με βάση την ονομαστική αξία της τιμής του ρεύματος θα ήταν ένα ισχυρό σοκ για τα νοικοκυριά αλλά και για την αγορά της λιανικής.
Η οροφή που υπάρχει για στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό επιδιώκεται να καλυφθεί με την άντληση πρόσθετων εσόδων από τα υπερκέρδη που φέρνει η οικονομική συγκυρία στα διυλιστήρια, στους ηλεκτροπαραγωγούς και τους προμηθευτές. Τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι μπορεί να βάλει στα ταμεία της η κυβέρνηση από τον φόρο στις πετρελαϊκές εταιρείες αλλά και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, για την οποία ασκούνται πολιτικές πιέσεις στη ΡΑΕ να τιμολογήσει εντός του μήνα. Αύξηση εσόδων αναμένεται να φέρει και ο μηχανισμός του πλαφόν από τον Δεκέμβριο λόγω της ανόδου της χονδρεμπορικής τιμής ηλεκτρισμού.
Λόγω των υψηλών τιμών του περασμένου Αυγούστου, η κυβέρνηση «έκαψε» από τον Προϋπολογισμό 1,1 δισ., για να κρατήσει χαμηλά το ενεργειακό κόστος. Αντίθετα, η πτώση των τιμών του τελευταίου διμήνου είχε ως αποτέλεσμα να μη στηριχθεί καθόλου η χαμηλή τάση από δημόσιους πόρους.
Η έκρηξη του βιομηχανικού κόστους
Παράλληλα με τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις όπου η κυβερνητική πολιτική στέκεται αρκετά γενναιόδωρη τους τελευταίους μήνες, εκρηκτικές διαστάσεις προσλαμβάνει το ενεργειακό κόστος και στη βιομηχανία. Οι βιομήχανοι ζητούν μεγαλύτερες επιδοτήσεις στο φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν, θεωρώντας ότι η επιδοματική πολιτική εξαντλείται στον οικιακό τομέα, με αποτέλεσμα να πλήττεται η βιωσιμότητα αλλά και η ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Στο πεδίο της διεκδίκησης βρίσκονται και οι βιομηχανίες που έχουν συμβάσεις με τη ΔΕΗ, οι οποίες μέχρι τώρα απολάμβαναν τιμολόγια κάτω από 100 ευρώ/μεγαβατώρα και πλέον καλούνται να πληρώσουν πάνω από 300 ευρώ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται ο όμιλος Viohalco, η χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ, που οι συμβάσεις τους λήγουν τέλη του χρόνου, η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, της οποίας η αντίστοιχη σύμβαση με τη ΔΕΗ εκπνέει μέσα στο α’ εξάμηνο του 2023 και με την Αλουμίνιον της Ελλάδος τέλη του ίδιου χρόνου. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ έχει αρχίσει να ενημερώνει τις βιομηχανίες-πελάτες της ότι από αρχές του έτους θα εφαρμόσει νέους κανόνες τιμολόγησης, με βάση τιμές αγοράς (index) υπό την απειλή άρσης του μετρητή σε όσους δεν δεχτούν να συμφωνήσουν σε έναν εύλογο χρόνο. Η Επιχείρηση οχυρώνεται πίσω από το πλαφόν που έχει επιβάλει η κυβέρνηση από το καλοκαίρι στην ηλεκτροπαραγωγή, το οποίο της στερεί το περιθώριο εκπτωτικής πολιτικής καθώς τα χρήματα αυτά ενισχύουν τις επιδοτήσεις στον οικιακό τομέα και τις μικρές επιχειρήσεις. Η βιομηχανία υποστηρίζει ότι από το καλοκαίρι έχει κοπεί κάθε διαπραγμάτευση με τη ΔΕΗ.
Η βιομηχανία ζητά, όπως έχει γίνει και σε άλλες χώρες, να υπάρξει ένα εθνικό σχέδιο εγγυημένων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, ώστε να μην είναι εκτεθειμένη στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της αγοράς. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, αν εφαρμοζόταν μια αντίστοιχη στήριξη για το 2023, θα χρειαζόταν να επιδοτηθούν 3 τεραβατώρες, με το εκτιμώμενο κόστος να φτάνει περί τα 400 εκατ.
Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, η μέση τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με την οποία επιβαρύνθηκαν οι βιομηχανίες από τις αρχές του έτους έως και τον Νοέμβριο του 2022 ήταν, μετά την επιδότηση, 172 ευρώ/ΜWh, η οποία υπολογίζεται να εκτοξευτεί σε πάνω από 300 ευρώ/ΜWh για τον Δεκέμβριο, μετά τη μείωση του ύψους της ενίσχυσης.
Αντίστοιχα, η μέση τιμή προμήθειας του φυσικού αερίου κατά την περίοδο Αυγούστου – Νοεμβρίου για τις βιομηχανίες είναι 160 ευρώ/ΜWh, τιμή από τις πιο υψηλές μεταξύ των κρατών-μελών Ε.Ε. λόγω της σχεδόν μηδενικής επιδότησης.
Πηγή newmoney.gr