Νομίζω, πως δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο, να φεύγεις από τη ζωή και να σε θυμούνται όλοι, για όλα τα παράγωγα της λέξης «Ανθρωπος» που κουβαλούσες. Να προξενεί θλίψη ο θάνατός σου και να μιλούν όλοι, στην Ευρώπη και στη χώρα σου, για τις εμβληματικές αρχές του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης που πρέσβευες, από ένα νησί των Δωδεκανήσων. Να φεύγεις, ευλογημένος στα στερνά του και τιμημένος με το Βραβείο της Κοινωνίας των Πολιτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Δ. Αρβανιτάκης, που «έφυγε» σε ηλικία 77 χρόνων, έγινε γνωστός, καθώς καθημερινά παρασκεύαζε ψωμί το οποίο μοίραζε δωρεάν σε εκατοντάδες πρόσφυγες και προσφυγόπουλα που έφταναν στο νησί της Κω, ήδη από την περίοδο που δεν υπήρχαν οργανωμένες δομές φιλοξενίας. Το πώς και το γιατί της σπουδαίας πράξης του είχε αφηγηθεί στα ΜΜΕ:
«Ο πατέρας μου ήταν αγρότης και ήμασταν οκτώ αδέλφια. Πήγα στην Αυστραλία, όταν ήμουν δεκαπέντε ετών, επειδή η οικογένειά μου δεν είχε να φάει. Ήμουν σε μια βάρκα για σαράντα μέρες. Όταν έφτασα εκεί, δεν μπορούσα να βρω δουλειά, δεν μπορούσα να μιλήσω αγγλικά, και ήμουν αναγκασμένος να κοιμάμαι στον δρόμο. Ξέρω πώς είναι να κοιμάσαι στον δρόμο. Έτσι, καθημερινά οδηγώ το φορτηγό μου στο λιμάνι και μοιράζω ψωμί στους πρόσφυγες. Αν δεν είχα υπάρξει ο ίδιος μετανάστης, πιθανότατα να μην βοηθούσα όσους φτάνουν με βάρκες στο νησί. Ίσως και να μην τους έδινα καν σημασία. Τώρα, όμως, ξέρω πώς είναι να μην έχεις απολύτως τίποτα. Ο γιος μου είναι ο επιχειρηματικός εταίρος μου. Μου λέει: “Μπαμπά, σε παρακαλώ. Είναι καλό να βοηθάμε, αλλά όχι κάθε μέρα”. Αλλά εξακολουθώ να πηγαίνω κάθε μέρα, γιατί ξέρω πώς είναι να μην έχεις τίποτα.»