Η ελληνική ξενοδοχειακή αγορά βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Παρότι η χώρα έχει εδραιωθεί ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως, η παρουσία διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων παραμένει περιορισμένη, αφήνοντας ανοιχτό πεδίο για ανάπτυξη. Σύμφωνα με την GBR Consulting, μόλις το 20% των πεντάστερων ξενοδοχείων και το 5% των τετράστερων στην Ελλάδα ανήκουν σε διεθνή brands, ποσοστά αισθητά χαμηλότερα από εκείνα άλλων μεσογειακών αγορών, όπως αναφέρεται στο White Paper της Accor με τίτλο «Βιώσιμη επέκταση του ελληνικού τουρισμού».
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του 2024 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 205 ξενοδοχεία, με συνολικά 29.204 δωμάτια, τα οποία ανήκαν σε μία από τις 39 διεθνείς αλυσίδες που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Ιστορικά, το ελληνικό ξενοδοχειακό τοπίο κυριαρχείται από ανεξάρτητα ξενοδοχεία και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, συμβάλλοντας στη μοναδικότητα του προορισμού. Ωστόσο, με τη μεταβαλλόμενη ταξιδιωτική συμπεριφορά και την αυξανόμενη ζήτηση για συνεπείς, διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές, οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες βρίσκονται σε προνομιακή θέση.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα επισημαίνει στο άρθρο της που περιλαμβάνεται στην έκδοση της Accor, η Χλόη Λασκαρίδη, Πρόεδρος του Δ.Σ. της Lampsa Hellenic Hotels: «Οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες δεν έχουν φέρει μόνο τεχνογνωσία, αλλά έχουν επίσης αγκαλιάσει τη μοναδική ταυτότητα της ελληνικής φιλοξενίας. Η σύνθεση των τοπικών παραδόσεων με τη διεθνή κομψότητα δημιουργεί μια εμπειρία που προσελκύει ένα ευρύ και πολυποίκιλο κοινό, διατηρώντας παράλληλα την αυθεντικότητά της. Αυτή η συνέργεια διασφαλίζει ότι οι διεθνείς επισκέπτες βιώνουν τη βαθιά πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας μέσα από το πρίσμα υπηρεσιών παγκόσμιας κλάσης. Παράλληλα, τέτοιες συνεργασίες λειτουργούν ως πλατφόρμες ανάδειξης του δυναμικού της Ελλάδας ως ηγέτη στη βιώσιμη, καινοτόμο και πολιτιστικά εμπλουτισμένη φιλοξενία».
Σύγκριση με τις άλλες μεσογειακές αγορές
Για να κατανοήσουμε τη θέση της Ελλάδας στη μεσογειακή ξενοδοχειακή αγορά, στο White Paper της Accor γίνεται σύγκριση με τις άλλες μεγάλες χώρες της περιοχής της Μεσογείου:
Ιταλία: Η ιταλική ξενοδοχειακή αγορά έχει υψηλότερη συγκέντρωση διεθνών ξενοδοχειακών brands σε σχέση με την Ελλάδα. Το 2024, υπήρχαν 2.380 ξενοδοχεία αλυσίδων, με συνολικά 229.000 δωμάτια, αντιπροσωπεύοντας το 21,5% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού. Η ανάπτυξη της αγοράς είναι συνεχής, με αύξηση 57% στα δωμάτια ξενοδοχειακών αλυσίδων από το 2013.
Πορτογαλία: Η χώρα έχει επενδύσει σημαντικά στη φιλοξενία και την τουριστική της ταυτότητα. Το 2023, το 30% των ξενοδοχείων και το 51% των δωματίων ανήκαν σε ξενοδοχειακές αλυσίδες, γεγονός που καταδεικνύει τη στρατηγική της χώρας στην προσέλκυση ξένων brands.
Ισπανία: Πρόκειται για την πιο ανεπτυγμένη αγορά της Μεσογείου, με 2.831 ξενοδοχεία που ανήκουν σε αλυσίδες και 427.951 δωμάτια. Το 37% των ξενοδοχείων και το 60% των συνολικών δωματίων είναι συνδεδεμένα με ξενοδοχειακές αλυσίδες, γεγονός που καθιστά την Ισπανία ένα μοντέλο για την υπόλοιπη περιοχή.
Από τις συγκρίσεις αυτές γίνεται σαφές ότι η Ελλάδα, παρότι έχει ένα εξαιρετικά ισχυρό brand ως τουριστικός προορισμός, υπολείπεται στις στρατηγικές συνεργασίες με διεθνείς αλυσίδες και στη διείσδυση οργανωμένων ξενοδοχειακών επενδύσεων.
Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει, καθώς το ιδιωτικό κεφάλαιο (private equity) αρχίζει να επεκτείνεται στην Ελλάδα. Οι μεγάλοι επενδυτές έχουν ήδη αναγνωρίσει τη δυναμική της χώρας, ενώ οι τράπεζες και τα επενδυτικά κεφάλαια γίνονται πιο δραστήρια στη χρηματοδότηση νέων έργων. Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η ελληνική ξενοδοχειακή αγορά ωριμάζει και αρχίζει να προσελκύει περισσότερο διεθνές ενδιαφέρον.
Το παράδειγμα της Accor
Το White Paper της Accor αποτελεί μια κλαδική μελέτη που ερευνά πώς η βιωσιμότητα μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ανθεκτικότητα στον ελληνικό τουριστικό κλάδο.
Αυτή η έκδοση έρχεται έπειτα από μια χρονιά εντυπωσιακών επιδόσεων για την Accor στην Ελλάδα, όπου ο όμιλος κατέγραψε αύξηση 13,3% στα έσοδα από τις πωλήσεις δωματίων, άνοδο 5,3% στις διανυκτερεύσεις και αύξηση 7,5% στη μέση τιμή δωματίου σε σύγκριση με το 2023. Αξιοσημείωτη ήταν η ανοδική τάση στα έσοδα από διεθνείς ταξιδιώτες, με τους επισκέπτες από την Ευρώπη να συμβάλλουν στο 35% των συνολικών εσόδων από τις πωλήσεις δωματίων (+5% σε σύγκριση με το 2023) και τους επισκέπτες από όλο τον κόσμο να αντιστοιχούν στο 30% (+28% σε σύγκριση με το 2023). Επιπλέον, οι εγχώριοι ταξιδιώτες συνέβαλαν 4% στα συνολικά έσοδα από τις πωλήσεις δωματίων (σημειώνοντας πτώση 36% σε σχέση με το 2023). Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνουν τη διαχρονική γοητεία της Ελλάδας ως κορυφαίου παγκόσμιου ταξιδιωτικού προορισμού και υπογραμμίζουν τη δέσμευση της Accor στη βιώσιμη φιλοξενία.
Οι Έλληνες ξενοδόχοι στρέφονται στη βιωσιμότητα
Εξάλλου, τη δέσμευσή τους στη βιωσιμότητα εκφράζουν και οι μεγάλες τοπικές ξενοδοχειακές αλυσίδες. Η Αγάπη Σμπώκου, CEO Phāea, επισημαίνει: «Παρατηρούμε ολοένα και περισσότερο μια μετατόπιση στην αντίληψη της πολυτέλειας, καθώς η ίδια η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί υπερβολικά και συχνά καταχραστεί στον κλάδο μας. Πιστεύουμε βαθιά στη φιλοσοφία της ‘Ολοκληρωτικά Ευγενέστερης Φιλοξενίας’ και ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολυτέλεια από το προνόμιο να φροντίζουμε τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Στη Phāea, καθώς εξετάζουμε το επόμενο κεφάλαιο της ανάπτυξής μας, θεωρούμε ότι είναι ευθύνη μας να επαναπροσδιορίσουμε τα όρια της πολυτελούς φιλοξενίας και να εξελιχθούμε μαζί με τους επισκέπτες μας προς μια πιο ευγενική, πιο βιωματική εκδοχή του ταξιδιού».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Σταύρος Μήτσης, Managing Director Mitsis Group: «Καθώς εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή, το όραμά μας για τον ελληνικό τουρισμό είναι ξεκάθαρο: μια μετάβαση από την ποσότητα στην ποιότητα, με έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος. Η στρατηγική μας περιλαμβάνει τη συνεχή προσαρμογή των υπηρεσιών στις ανάγκες των επισκεπτών, την καλλιέργεια μιας εσωτερικής κουλτούρας που προσελκύει και διατηρεί κορυφαία ταλέντα, καθώς και την αυθεντική αλληλεπίδραση με τις τοπικές κοινότητες. Τα φιλόδοξα προγράμματα ανακαίνισης και αναβάθμισης, σε συνδυασμό με τα νέα επενδυτικά μας σχέδια, στοχεύουν στην πλήρη αναβάθμιση των ξενοδοχείων και των resorts μας έως το 2030».
Και η Κάλια Κωνσταντινίδου, Ιδιοκτήτρια του Empiria Group: «Η περίπλοκη και συνεχώς εξελισσόμενη σχέση μεταξύ της βιώσιμης ανάπτυξης και της διατήρησης υψηλών προτύπων φιλοξενίας είναι δυναμική. Η επίτευξη και των δύο στόχων απαιτεί ισορροπία μεταξύ της παροχής εξαιρετικών εμπειριών στους επισκέπτες και της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας. Μια ολιστική προσέγγιση που ενσωματώνει τη βιωσιμότητα σε όλες τις πτυχές του τουριστικού τομέα είναι απαραίτητη, ώστε να διατηρηθεί η ανάπτυξη σε υγιή και βιώσιμα επίπεδα, χωρίς να διακυβεύεται η ποιότητα και η αυθεντικότητα της φιλοξενίας».
Πηγή: powergame.gr