Ρεπορτάζ

Δεν θα γίνει κατηγορία εις βάρος γνωστού πολιτικού μηχανικού που καταμηνύθηκε για “κόλπα” με επιταγές

Να μην γίνει κατηγορία σε βάρος γνωστού πολιτικού μηχανικού, κατοίκου Ρόδου για τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση που φέρονται να διεπράχθησαν στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο του 2008 δια της νοθεύσεως 18 επιταγών εκδόσεως ενός ανδρόγυνου, κατοίκων Αφάντου, αποφάσισε με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Με το ίδιο βούλευμα αποφασίστηκε να μην γίνει κατηγορία εις βάρος του ίδιου για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000€ που φέρεται ότι τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο του 2008.

Επιπλέον αποφασίστηκε να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ασκηθείσα ποινική δίωξη για τη μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που φέρεται να τέλεσε ο κατηγορούμενος την 27.10.2008 δια της καταρτίσεως του εξ υπαρχής πλαστού από 9.9.2008 εργολαβικού συμβολαίου και της εν συνεχεία χρήσεως αυτού ενώπιον των υπαλλήλων τράπεζας στους οποίους αυτό εστάλη μέσω τηλεομοιοτύπου και να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’εξακολούθηση, κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού αυτής από την κακουργηματική μορφή στην πλημμεληματική μορφή.
Τέλος αποφάσισε να αρθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα ο οποίος είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο.
Ο κατηγορούμενος, πολιτικός μηχανικός και εργολάβος ιδιωτικών και δημοσίων έργων στο επάγγελμα, διατηρούσε κατά το έτος 2008 φιλική σχέση με την πολιτικώς ενάγουσα και το σύζυγό της, ομοίως πολιτικώς ενάγοντα.
Στο πλαίσιο της σχέσης αυτής, η πρώτη, διευθυντικό στέλεχος, έχουσα ανάγκη επείγουσας χρηματοδότησης προκειμένου να εξοφλήσει οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι τρίτων εργολάβων εξαιτίας ανεγέρσεως διώροφης οικοδομής, τον Απρίλιο του 2008 προσέτρεξε στον κατηγορούμενο, ο οποίος συμφώνησε να της παράσχει έντοκο δάνειο ποσού 92.000€ πλέον τόκων ποσού 8000€, χάριν εξοφλήσεως του οποίου θα ελάμβανε ως “εγγύηση” 6 ισόποσες επιταγές ποσού 20.000€ εκάστη και συνολικού ποσού 120.000€.
Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις αρχές Αυγούστου 2008, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να διευκολύνει την πολιτικώς ενάγουσα, η οποία δυσκολευόταν στην αποπληρωμή του ανωτέρω δανείου δέχθηκε να αντικαταστήσει τις επιταγές, οι οποίες είχαν ήδη οπισθογραφηθεί λόγω ενεχύρου σε διάφορες τράπεζες, με νέες και δη με δεκαοκτώ τον αριθμό λευκές επιταγές, με την συμφωνία να καταβάλει ο ίδιος τα ποσά των ήδη εκδοθέντων σε προγενέστερο χρόνο 6 επιταγών, ούτως ώστε να παραταθεί η προθεσμία εξόφλησης του δανείου μέχρι το τέλος του 2009 και να συμπληρώσει εκάστη εξ δεκαοκτώ νέων επιταγών που θα εξέδιδαν οι εγκαλούντες (άλλες ο μεν κι άλλες η δε) και θα του παρέδιδαν σταδιακά μέχρι τον Οκτώβριο του 2008, μόνο όμως μέχρι του ποσού των 6.000€ και πάντως όχι άνω των 100.000€ συνολικά.
Τούτη η κατάτμηση του ποσού σε πλήθος επιταγών μικρού σχετικώς ποσού αποδίδεται από τους εγκαλούντες σε πλάνη που τους δημιούργησε ο κατηγορούμενος, ισχυριζόμενος ότι οι συνεργαζόμενες με αυτόν τράπεζες δεν δέχονταν πλέον μεγάλα ποσά στους τραπεζικούς του λογαριασμούς (ως “πλαφόν”).
Εντούτοις, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς των εγκαλούντων, ο τελευταίος, κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας συμπλήρωσης, προέβη στη συμπλήρωση των δεκαοκτώ επιταγών εκδόσεως των εγκαλούντων με ποσά πολύ μεγαλύτερα από τα αντιστοιχούντο στο ποσό του χορηγηθέντος δανείου και ειδικότερα ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των τετρακοσίων δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ 414.400€.
Ούτως, κατέστησε τους πολιτικώς ενάγοντες αξιογραφικούς οφειλέτες μέχρι του ποσού των 414.000€, δηλαδή για ποσό πολύ μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου εκ του ανωτέρω δανείου ποσού των 100.000€.
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού εξόφλησε τέσσερις από τις αρχικώς εκδοθείσες έξι επιταγές που είχαν οπισθογραφηθεί σε τράπεζες, μετέβη κατά το χρονικό διάστημα από 29-9-2008 έως 21-1-2009 σε διάφορα υποκαταστήματα τραπεζών και οπισθογράφησε τις δεκατέσσερις από τις δεκαοκτώ επιταγές λόγω ενεχύρου, προκειμένου να εξασφαλίσει τη χρηματοδότησή του.
Ειδικά ως προς τις επιταγές που οπισθογραφήθηκαν λόγω ενεχύρου στην Τράπεζα Αττικής, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται οι εγκαλούντες, ο κατηγορούμενος μετήλθε ένα επιπλέον τέχνασμα προκειμένου να εξασφαλίσει την είσπραξη των δύο αυτών επιταγών συνολικού ποσού 44.900€.
Συγκεκριμένα, προέβη στην αποστολή τηλεομοιοτύπου (fax) προς την ανωτέρω τράπεζα, όπου αποτυπώνε μια εργολαβική σύμβαση με αντισυμβαλλομένους αφενός μεν τον ίδιο ως εργολάβο, αφετέρου δε τον πολιτικώς ενάγοντα, με βάση την οποία τα μέρη συμφωνούσαν την ανέγερση από τον κατηγορούμενο, σε ακίνητο ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος οικοδομικού έργου αντί εργολαβικού ανταλλάγματος συνολικού ύψους 265.000€. Το ανωτέρω τηλεομοιοτύπο εντούτοις, δεν αποτύπωνε την πραγματικότητα, αφού η εν λόγω σύμβαση ουδέποτε συνήφθη, η δε υπογραφή του πολιτικώς ενάγοντος στη θέση του εργοδότη του έργου ετέθη χωρίς δικαίωμα από τον κατηγορούμενο, κατ’ απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του. Τούτο, σύμφωνα με τον πολιτικώς ενάγοντα έπραξε προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας και να δοθεί σε αυτούς η εντύπωση ότι οι ενεχυρασθείσες επιταγές είχαν εκδοθεί ουχί αχρεωστήτως αλλά επί τη βάσει μίας έγκυρης υποκείμενης αιτίας και δη μιας απαίτησης από σύμβαση έργου.

Αντίθετα ο κατηγορούμενος στο πλαίσιο της απολογίας του παρουσιάζει εντελώς διαφορετική εκδοχή των πραγμάτων, αποδεχόμενος αρχικά ότι υπήρξε συμφωνία δανεισμού της εγκαλούσας για ποσό όμως της τάξεως των 120.00€ και όχι για 100.000€ όπως αναφέρουν οι εγκαλούντες, στο βαθμό που η 6η από τις αρχικές επιταγές δεν ήταν επιταγή “ευκολίας” αλλά ενσωμάτωνε πραγματική οφειλή, ισχυριζόμενος εν συνεχεία ότι η συμπλήρωση των 18 νέων επιταγών με ποσά πολύ μεγαλύτερα σε σύγκριση με το σύνολο των 6 αρχικών έγινε με κοινή συμφωνία των μερών και όχι αυθαίρετα, αφού οι τράπεζες προεξοφλούσαν μικρό μόνο μέρος του ποσού των επιταγών που οπισθογραφούνταν προς αυτές, γεγονός που γνώριζαν οι εγκαλούντες και ιδίως η πρώτη. Ισχυρίζεται ακόμη ότι, κατά παραδοχή και των εγκαλούντων, ο ίδιος εξόφλησε 4 από τις αρχικώς εκδοθείσες 6 επιταγές, καταβάλλοντας έτσι επιπλέον 80.000€ από την περιουσία του, χωρίς να έχει εισπράξει από οτιδήποτε έναντι του αρχικού δανειακού κεφαλαίου. Περαιτέρω, ως προς το συνταχθέν από τον ίδιο εργολαβικό ιδιωτικό συμφωνητικό που προσκομίστηκε ο κατηγορούμενος, καίτοι δεν αρνείται ότι την εν λόγω σύμβαση ουδέποτε υπέγραψε ο δεύτερος, υποστηρίζει ωστόσο ότι είχε τη συγκατάθεση του εγκαλούντος, με αποκλειστικό σκοπό αμφοτέρων να πεισθεί η τράπεζα να προβεί σε προεξόφληση της επιταγής, αφού η αληθής αιτία έκδοσής της (δάνειο) ήταν δυσαπόδεικτη λόγω της έλλειψης εγγράφου αποδείξεως.
Εν άλλοις λόγοις, υποστηρίζει ότι το επίμαχο εργολαβικό συμφωνητικό ήταν (διμερώς) εικονικό, χωρίς ουσιαστική πρόθεση παραγωγής έννομων συνεπειών άλλων από την “παραπλάνηση” της τράπεζας, επικαλείται δε προς ενίσχυση των λεγομένων του το επιχείρημα ότι το ποσό της προεξόφλησης χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή της αρχικής επιταγής με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.10.2008, δηλαδή προς όφελος της εκδότριας του αξιογράφου-εγκαλούσας.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου