Η προφανής (και για τους μη αφελείς αναμενόμενη) επιστροφή της Τουρκίας στην επιθετικότητα, κονιορτοποιεί τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις πολλών, που σε κάθε «ευκαιρία» καλούν σε άμεσο «διάλογο», εκπέμποντας επικίνδυνα μηνύματα αγωνιώδους απελπισίας χωρίς στοιχειώδη αίσθηση της (δυστυχώς σκληρής) πραγματικότητας. Μπροστά στο «τζίνι της Μεγάλης Τουρκίας που βγήκε από το μπουκάλι» και τη «λύση-πακέτο» που κυοφορείται, δεν χωρεί η τρέχουσα διακομματική αφωνία, ασυνεννοησία και τελικά απρονοησία για τα δύσκολα που έπονται. Απαιτείται μια νέα στρατηγική με μελέτη εναλλακτικών σεναρίων και σε κάθε περίπτωση η συνειδητοποίηση ότι διάλογοι χωρίς όρους, κανόνες, θέσεις και συμμάχους με έναν διαρκώς ισχυροποιούμενο αντίπαλο οδηγούν στα δυσμενέστερα αποτελέσματα.
Χωρίς όρους. Στα 50 χρόνια της αντιπαράθεσης με τη μονίμως απειλούσα Τουρκία, η χώρα μας έθετε διαχρονικά ορισμένους όρους πριν προσέλθει σε διάλογο. Ακόμη κι όταν αυτοί δεν τηρούνταν απόλυτα, δημιουργούσαν μια ασπίδα αξιοπρέπειας. Οι όροι που σήμερα τίθενται διατυπώνονται με προβληματική ασάφεια και ποικίλουν από χειριστή σε χειριστή κι από ομιλία σε ομιλία, εκπέμποντας κάθε άλλο παρά εικόνα συνεκτικής στρατηγικής.
Χωρίς κανόνες. Η αναφορά στο διεθνές δίκαιο ή ακόμη και στο δίκαιο της θάλασσας και σε «ήρεμα νερά», δεν συνιστούν σαφές πλαίσιο διαλόγου. Ως προς την επιλογή, εξάλλου, της διαδικασίας δοκιμάσαμε διαχρονικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όλες τις πιθανές εναλλακτικές μεθόδους συνεννόησης με τη γείτονα: τη δικαστική οδό της προσφυγής στη Χάγη, τη διεθνή μεσολάβηση και τον πολιτικό διάλογο. Η Χάγη αποτελεί την προσφιλή επιλογή των πολιτικών που επιλέγουν να αγνοούν τις αυξητικά επικίνδυνες συνέπειές της και να μετακυλίσουν αβασάνιστα εθνικές ευθύνες σε ξένους δικαστές. Στα πολύ δύσκολα (κρίσεις Ιμίων 1996 και «Ορούτς Ρέις» 2020) προσφύγαμε στη μεσολάβηση τρίτων για να εισπράξουμε τις «ίσες αποστάσεις» συμμάχων και εταίρων, μεταξύ επιτιθέμενου και αμυνόμενου. Αλλά και στον πολιτικό διάλογο δοκιμάσαμε διαχρονικά (αν και συνήθως εκ του προχείρου) τα πάντα. Συνομιλίες κάθε επιπέδου (από τους εμπειρογνώμονες μέχρι τους ηγέτες), αλλά και κάθε ατζέντας: από την οικονομική συνεργασία και τα ΜΟΕ μέχρι τις διερευνητικές. Οι τελευταίες, στις οποίες πολλοί βιάζονται να επανασυρθούμε, εκχώρησαν στην Αγκυρα τη δυνατότητα να προβάλλει οποιαδήποτε διεκδικητική παραφροσύνη της και να την καταθέτει παράλληλα με επιστολές στον ΟΗΕ, εξαναγκάζοντάς μας έτσι σε διεθνή αντίλογο επί αναθεωρητικών διεκδικήσεών της. Διεθνείς δυσχέρειες για τη διπλωματία μας θα δημιουργήσει πλέον και η θεαματική στροφή της Αγκυρας, που τώρα μας καλεί να προσφύγουμε για «όλες τις διαφορές» μας στη Χάγη – άλλο ένα απότοκο της έλλειψης συνολικού σχεδίου.
Χωρίς θέσεις. Παρά τις δεκαετίες εμπειρίας μου σε διεθνείς διαπραγματεύσεις, δεν εντόπισα παραδείγματα χώρας που προσέρχεται σε διάλογο οριοθέτησης χωρίς να γνωστοποιεί δημόσια επί χάρτου πώς ορίζει τα γεωγραφικά όρια των θαλασσίων ζωνών που διεκδικεί. Ούτε κατανόησα την αποκλειστική και άτολμη επικέντρωσή μας στα περιορισμένα οφέλη των 12 ν.μ. σε σχέση με τα πολύ περισσότερα της ΑΟΖ, δηλ. σε μια θαλάσσια έκταση μέχρι τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ξηρά μας. Αναποφάσιστοι, κρυφτήκαμε (ανεπίσημα) για καιρό πίσω από τον σχετικό Χάρτη της Σεβίλλης, που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ε.Ε. Ομως, μετά την κρίση του 2020 τον αποκηρύξαμε επισήμως με επιστολή στον ΟΗΕ ως απλά ιδιωτικό, εγείροντας –παράλληλα με άλλες εξελίξεις– ανησυχητικό προβληματισμό για πιθανή εγκατάλειψη οποιασδήποτε διεκδίκησης θαλάσσιων δικαιωμάτων ανατολικά της Ρόδου.
Χωρίς συμμάχους. Η χώρα μας, δυστυχώς, ουδέποτε αξιοποίησε τη συμμετοχή στην Ε.Ε. με ένα συνεκτικό σχέδιο. Αρκεί να θυμίσουμε ότι επί 40 χρόνια ασκήσαμε πραγματικό βέτο μόνο (επί Α. Παπανδρέου) για το Τσαντ και το κορεατικό τζάμπο(!), αλλά ουδέποτε για την Τουρκία. Ακόμη και εντός του ΝΑΤΟ που μάχεται τελευταία κατά του αναθεωρητισμού, μας έλειψε μια έξυπνη διεθνής καμπάνια ανάδειξης των κοινών σημείων Πούτιν – Ερντογάν. Εξάλλου, παρά τους διαφημιζόμενους παλαιούς και νέους συμμάχους μας, η επιθετικότητα της Αγκυρας συνεχώς γιγαντώνεται. Απορία, τέλος, προκαλεί και η (από επίσημα πλέον χείλη) διατύπωση της προτίμησής μας για τον απευθείας διάλογο, «χωρίς τρίτους μεσολαβητές», «σαν δυο καλοί γείτονες» – όπως ακριβώς τον απαιτεί την τελευταία διετία ο Ερντογάν.
Ο διάλογος, στον οποίο υπό στρατιωτική απειλή και από τρίτους μεσολαβητές θα πιεστούμε να προσέλθουμε εκ νέου, προβάλλει επί θύραις. Οι ΗΠΑ επείγονται για συμφωνίες ενεργειακής και όχι μόνο συνεργασίας στην Αν. Μεσόγειο και δεν μπορούν να περιμένουν τις αργές και αδιέξοδες διαδικασίες της Χάγης. Αν και συνήθως προτιμούν την άσκηση πιέσεων σε Ελλάδα και Κύπρο (αφού, με ή χωρίς Ερντογάν, προέχει η «επιστροφή του ασώτου»), ίσως η αναπόφευκτη οικονομική στενότητα της επόμενης τουρκικής ηγεσίας και το ενδεχόμενο εσωτερικής αστάθειας (ως αποτέλεσμα της έντονης αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος), να καταστήσουν την Αγκυρα πιο ευεπίφορη σε υποχωρήσεις. Ενόψει συνεπώς των παραπάνω, αντί της παθητικής και εμμονικής προσκόλλησης σε οποιαδήποτε πρόταση διαλόγου ως πανάκειας, απαιτούνται άμεσα έξυπνες θέσεις και πρωτοβουλίες ισχυροποίησής μας, υποστηρίξιμες από εταίρους και συμμάχους και αξιοποιήσιμες από τους μεσολαβητές. Οταν, παρά τη διατυμπανιζόμενη αποτρεπτική μας ισχύ, η τουρκική διεκδικητικότητα – επιθετικότητα γιγαντώνεται αντί να κάμπτεται, προφανώς παράλληλα επείγει η άμεση ενίσχυσή της με ουσιαστικότερη (κατά το δυνατόν συναινετική) προετοιμασία, μακριά από αναβλητικές προχειρότητες επικοινωνιακής στόχευσης.
Ενόψει της συνδυαστικής πίεσης διεθνούς μεσολάβησης και διαλόγου, με στόχο μια «λύση-πακέτο» σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι η τυχόν επίτευξη οποιασδήποτε συμφωνίας ή και μερικής εξομάλυνσης με την Τουρκία, θα ενισχύει πραγματικά και δεν θα αποδυναμώνει τη θέση και ασφάλεια του Ελληνισμού σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση.
Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.
Πηγή kathimerini.gr