Την αντίδρασή τους στην προβλεπόμενη από το νέο οργανόγραμμα του υπουργείου Οικονομικών μετατροπή της Κτηματικής Υπηρεσίας Δωδεκανήσου σε απλό γραφείο εκφράζουν οι εργαζόμενοι της Υπηρεσίας. Σημειώνουν ότι η συγκεκριμένη κτηματική υπηρεσία είναι η πιο νευραλγική σε όλη τη χώρα έχοντας ακόμη και γεωπολιτική σημασία. Σε σχετική ανακοίνωσή τους αναφέρονται τα εξής:
“Στα πλαίσια του προς υπογραφή προεδρικού διατάγματος «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ» και των θεσμικών μεταβολών, που θα επιφέρει η ισχύς του, τόσο όσον αφορά την υποβάθμιση της Κτηματικής Υπηρεσίας Δωδεκανήσου σε γραφείο, όσο και την υποβάθμιση των Εφοριακών υπαλλήλων της σε Διοικητικούς, σας εκθέτουμε ενιστάμενοι τα ακόλουθα:
Α) ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΕΙΟ.
1) ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΤΟΠΙΚΟ ΚΑΤΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ
Η Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης έχοντας χωρική αρμοδιότητα στο νομό Δωδεκανήσου με όλο το σύμπλεγμα των νησιών του νομού, που αποτελείται από 26 διαφορετικά νησιά και περίπου 350 βραχονησίδες διάσπαρτα και δύσκολα προσβάσιμα με τη συγκοινωνία. Ο χρόνος πρόσβασης στα νησιά αυτά ανάλογα με την εποχή μπορεί να κυμαίνεται από μερικές ώρες μέχρι και μία εβδομάδα.
Η αρμοδιότητα της υπηρεσίας είναι η προστασία και η διαχείριση της ιδιωτικής και κοινόχρηστης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στο νομό Δωδεκανήσου, η οποία περιήλθε σε αυτό εκ διαδοχής από το Ιταλικό Δημόσιο βάσει των όρων της από 10-02-1947 Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947. Στο νομό Δωδεκανήσου κατισχύει ως τοπικό δίκαιο ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου (Κ.Δ. 132/1929). Η ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου στα Δωδεκάνησα υπολογίζεται σε πλέον των 800.000 στρεμμάτων χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτή αστικά ακίνητα εγγεγραμμένα και μη, η κοινόχρηστη ζώνη αιγιαλού και παραλίας, καθώς επίσης και τα λοιπά κοινόχρηστα (κοίτες χειμάρρων, δρόμοι, πλατείες κ.λ.π.).
Όπως προαναφέρθηκε, το ιδιοκτησιακό καθεστώς Δωδεκανήσου διέπεται από το Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου (Κ.Δ. 132/1929), που κατισχύει και εφαρμόζεται στα Δωδεκάνησα ως τοπικό δίκαιο, δηλαδή νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο διαφοροποιείται από την ισχύουσα νομοθεσία σε σχέση με την λοιπή επικράτεια και επιπλέον η εφαρμογή του απαιτεί εξειδίκευση, εμπειρία και άμεση επαφή της υπηρεσίας με τα Κτηματολόγια του νομού (όπου υπάρχουν), παράμετρος, που δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί από τη Κεντρική Υπηρεσία με έδρα τον Πειραιά, διότι αυτό θα απαιτούσε τη μεταφορά των Κτηματολογίων Ρόδου, Κω και Λέρου στον Πειραιά, για να καταστεί δυνατή η λειτουργία της Διεύθυνσης εκεί δεδομένου ότι η αναφορά του Π.Δ. σε κτηματολογικές έρευνες από το νεοσυσταθέν γραφείο, οι οποίες θα αποστέλλονται στην Περιφερειακή Διεύθυνση, πρακτικά δεν μπορεί να λειτουργήσει δεδομένου του όγκου και των ιδιαιτεροτήτων του ιδιοκτησιακού καθεστώτος Δωδεκανήσου. Επίσης, αναφέρεται ότι παρότι ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου ισχύει για όλα τα Δωδεκάνησα, Κτηματολόγια υπάρχουν στη Ρόδο, στη Κω, στη Λέρο και πρόσφατα εντάχθηκαν στο Εθνικό Κτηματολόγιο τα νησιά της Σύμης και της Πάτμου.
Επί των προσφάτως κτηματογραφημένων νησιών (Σύμης και Πάτμου), ενεγράφησαν χιλιάδες ακίνητα επ’ ονόματι ιδιωτών, τα οποία φέρονται ως ακίνητα ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου και για τα οποία απαιτούνται ανάλογες αγωγές από το Δημόσιο δια της Κτηματικής Υπηρεσίας (ήδη έχει κινηθεί αυτή η διαδικασία), προκειμένου για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. Για τα δε υπόλοιπα νησιά, που είναι εκτός Κτηματολογίου, τεκμαίρεται ότι όλα τα επ’ αυτών ακίνητα ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και αναγνωρίζονται ιδιοκτησίες ιδιωτών με υποχρέωση απόδειξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων από τους ιδιώτες δια του Υπουργείου Οικονομικών. Είναι προφανές το σαθρό και δαιδαλώδες ιδιοκτησιακό πλαίσιο, στο οποίο καλείται η Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι από όλη την προαναφερόμενη ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου είναι καταγεγραμμένα περίπου 26.000 ακίνητα κυρίως στα νησιά της Ρόδου, της Κω και της Λέρου και χιλιάδες μη καταγεγραμμένα σε όλη την επικράτεια του νομού Δωδεκανήσου.
Εκτός από την προαναφερόμενη ιδιωτική δημόσια περιουσία, τα Δωδεκάνησα έχουν τεράστια κοινόχρηστη περιουσία με τεράστιο εύρος ακτογραμμών, μη ενιαίων σε διαφορετικά νησιά, διαφορετικής μορφολογίας, επί των οποίων υφίσταται τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα αναπτυσσόμενη με ραγδαίους ρυθμούς.
2) ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Δεν είναι τυχαίο, ότι με το υφιστάμενο οργανόγραμμα του Υπουργείου Οικονομικών μεταξύ των πέντε Διευθύνσεων, που λειτουργούν σήμερα σε όλη την επικράτεια, μία εξ αυτών είναι και η Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου, η οποία παρότι απασχολεί προσωπικό στο 1/5 των υπαλλήλων των λοιπών Διευθύνσεων, είναι η πρώτη σε έσοδα και σε δράσεις από όλες τις Κτηματικές Υπηρεσίες της χώρας.
Πέραν αυτού, το συνολικό αθροιστικά οικονομικό μέγεθος της Δημόσιας Περιουσίας στα Δωδεκάνησα αποτελεί το 1/3 της καταγεγραμμένης και μη Δημόσιας Περιουσίας σε όλη την Επικράτεια, το οικονομικό δε μέγεθος της περιουσίας αυτής είναι ασύλληπτο δεδομένης της υπεραξίας που έχει προσδώσει η τουριστική ανάπτυξη στα περισσότερα νησιά του νομού Δωδεκανήσου, η οποία παρά την εξέλιξη της τα τελευταία πενήντα χρόνια εξακολουθεί, να έχει τεράστια δυναμική. Απόδειξη οι τεράστιες επενδύσεις, που γίνονται τα τελευταία χρόνια από ξένους επενδυτές.
3) ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Είναι σαφές, ότι πέραν των οικονομικών και διοικητικών προσεγγίσεων του θέματος, πρέπει να γίνει αναφορά και στη γεωπολιτική διάσταση του θέματος, δεδομένου ότι ο νομός Δωδεκανήσου αποτελεί τα νοτιοανατολικά σύνορα της Ελλάδος, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτεινόμενος από το Αγαθονήσι έως το Καστελόριζο. Μια ισχυροποιημένη Κτηματική Υπηρεσία στο νομό θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό μοχλό στήριξης των συμφερόντων του Κράτους μας σε γεωπολιτικό, όσο και εθνικό επίπεδο δομώντας (μέσα από ιδέες που υπάρχουν στην υπηρεσία αυτή και για τις οποίες έγιναν εισηγήσεις στο παρελθόν προς την πολιτική ηγεσία, αλλά δεν εισακούστηκαν) αθροιστικά, μεθοδικά και σε διάρκεια χρόνου με ήπιες και ανώδυνες διοικητικές πράξεις, την απόδειξη αδιάλειπτου διοίκησης και διαχείρισης βραχονησίδων και ακριτικών νησιών.
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανής, λοιπόν, η αναγκαιότητα η Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου να παραμείνει σε επίπεδο Διεύθυνσης και να στελεχωθεί αναλόγως, προκειμένου να είναι ικανή να ανταποκριθεί στο σκοπό της. Αντ΄ αυτού, δια του προς υπογραφή προεδρικού διατάγματος αφενός υποβαθμίζεται σε τοπικό γραφείο με μειωμένο προσωπικό, ενώ εμφανές θα είναι το πρόβλημα της διοίκησης ως προς την γραφειοκρατία και τη δυσχέρεια στη λήψη άμεσων αποφάσεων.
Σε κάθε περίπτωση η θεσμική αυτή μεταβολή τα μόνα αποτελέσματα, που θα μπορούσε να επιφέρει, είναι προφανής ζημιά στα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, στη τουριστική ανάπτυξη του νομού (εκλιπούσης της ουσιαστικής προστασίας) αλλά και σύγχυση και αποδόμηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Δωδεκανήσου, το οποίο παρά τις διαχρονικές του αδυναμίες, έχει λειτουργήσει και αποτελέσει μοντέλο για τη δυσχέρεια της Ελληνικής Πολιτείας ως προς την κτηματογράφηση της υπόλοιπης επικράτειας.
Β) ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΕΦΟΡΙΑΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΕ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥΣ
Με τα άρθρα 105 και 106 καταργούνται στην ουσία οι Κτηματικές Υπηρεσίες, οι οποίες γίνονται αυτοτελή γραφεία, που υπάγονται στην οικεία Περιφερειακή Διεύθυνση. Τα γραφεία αυτά δεν θα έχουν κανένα δικαίωμα υπογραφής παρά μόνο εισηγήσεις στο αρμόδιο τμήμα της Περιφερειακής Διεύθυνσης. Πρόκειται για καθαρή υποβάθμιση της προστασίας της Δημόσιας Περιουσίας, αφού δημιουργεί μεγαλύτερη γραφειοκρατία, δυσχέρεια στη λήψη αποφάσεων και το αποτέλεσμα, μέσα σε λίγο διάστημα, θα είναι η πλήρης κατάργηση και αυτών των αυτοτελών γραφείων.
Παράλληλα, στην παράγραφο 3 του άρθρου 118 «κατάταξη προσωπικού» αναφέρεται ότι: «Οι υπηρετούντες στους κλάδους ή στις ειδικότητες ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ Εφοριακών των υπηρεσιών που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας πλην της Μονάδας Αποκρατικοποιήσεων και Διαχείρισης Κινητών Αξιών κατατάσσονται στους κλάδους ή στις ειδικότητες ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικού των άρθρων 115 και 116 του παρόντος».
Διαμαρτυρόμαστε έντονα για την έκδηλη ανατροπή της εργασιακής μας σχέσης, καθώς από τον κλάδο ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ Εφοριακών κατατασσόμαστε εντελώς αυθαίρετα στους κλάδους ή στις ειδικότητες ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού ή ΔΕ Διοικητικού. Να σημειωθεί, ότι η πλειονότητα των εφοριακών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, που υπηρετούν στην Δ/νση Δημ. Περιουσίας, προσληφθήκαμε κατόπιν διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, που είχε προκηρυχθεί για την πρόσληψη εφοριακών υπαλλήλων του Υπ. Οικονομικών. Συγκεκριμένα, δώσαμε εξετάσεις αυξημένης δυσκολίας και σε διπλάσια μαθήματα (νομικά, οικονομικά και λογιστικής) από αυτά που έδωσαν όσοι διαγωνίστηκαν για την πρόσληψη στον Κλάδο Διοικητικού–Οικονομικού άλλων Υπουργείων. Σημειώνεται δε εδώ, ότι η πρόσληψη στον Κλάδο Διοικητικού –Οικονομικού γίνεται συνήθως με απλή κατάθεση δικαιολογητικών χωρίς γραπτό διαγωνισμό και, αν θέλαμε να καταταχθούμε σ’ αυτό τον Κλάδο, θα συμμετείχαμε σε ένα τέτοιο διαγωνισμό και όχι σε Γραπτό Διαγωνισμό του Υπουργείου Οικονομικών με αυξημένη δυσκολία, που απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις. Η προκειμένη διάταξη, λοιπόν, καταστρατηγεί το άρθρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, για την ισότητα και προφανώς είναι αντισυνταγματική και κατάφορα άδικη, αφού αυθαίρετα υποβαθμίζει μία κατηγορία εφοριακών υπαλλήλων, χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο, λαμβάνοντας ως μόνο κριτήριο το τυχαίο γεγονός ότι υπηρετούμε αυτή τη στιγμή στις Κτηματικές και όχι τα αυξημένα τυπικά προσόντα μας. Άλλωστε, κάλλιστα θα μπορούσαμε να υπηρετούμε σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (Δ.Ο.Υ., Τελωνεία κ.λ.π.).
Καλούμε τους συλλόγους και την Ομοσπονδία να κάνουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την απάλειψη της επίμαχης παραγράφου, που εντελώς αυθαίρετα και αντισυνταγματικά μας διαχωρίζει απ’ τους συναδέλφους μας εφοριακούς, με τους οποίους ισότιμα διαγωνιστήκαμε και καταταχθήκαμε στον Κλάδο των Εφοριακών”.
Πηγή:www.capital.gr