- Οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν αποζημίωση ύψους 162.550 €
Με απόφαση που εξέδωσε το Εφετείο Δωδεκανήσου τελεσιδίκησε το αστικό σκέλος της μεγαλύτερης μέχρι σήμερα υπόθεσης πλαστοπροσωπίας στα Δωδεκάνησα.
Μεσίτρια της Ρόδου που έχει αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια είχε ζητήσει την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 6/2013 απόφασης, που την υποχρέωσε σε αποζημίωση του θύματος.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρίθμ. 86/2015 απόφαση του απέρριψε την έφεση και υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα αποζημίωση ύψους 162.550 ευρώ.
Η μεσίτρια μαζί με τη διαβόητη πλέον καταζητούμενη Μ. Κ. του Σ., 48 ετών, κάτοικο Ρόδου, είχαν υποχρεωθεί πρωτοδίκως να καταβάλουν αποζημίωση ύψους 172.000 ευρώ σε μια ομογενή από την Αυστραλία.
Η 48χρονη κατόρθωσε µεταξύ άλλων, να εγγράψει προσηµειώσεις δεκάδων χιλιάδων ευρώ σε ξένα ακίνητα, να τα ιδιοποιηθεί από την «κουνιάδα» της, εξαπατώντας και την υπερήλικη µητέρα της, να τα πουλήσει και να τα αγοράσει αργότερα στο πραγµατικό της όνοµα.
Η ίδια δράστιδα φέρεται να επιβάρυνε τον προϋπολογισµό της «νύφης» της µε δάνεια, που ουδέποτε συνήψε, οφειλές σε πιστωτική κάρτα, που ουδέποτε χρησιµοποίησε, οφειλές για ηλεκτρικές συσκευές, που δεν αγόρασε αλλά και οφειλές σε δόσεις αγοράς αυτοκινήτου την ύπαρξη του οποίου δεν εγνώριζε το ανυποψίαστο θύµα.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου με την απόφασή του έκρινε μεταξύ άλλων, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν, στο πλαίσιο της προσκομιζόμενης με επίκληση ποινικής δικογραφίας, η οποία σχηματίσθηκε εις βάρος των εναγομένων για πράξεις πλαστογραφίας, απάτης και υπεξαίρεσης, εις βάρος της ενάγουσας, σε βαθμό κακουργήματος αποδεικνύεται ότι δεν είναι αληθής ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ότι εξαπατήθηκε από την πρώτη εναγομένη ως προς την πραγματική της ταυτότητα.
Ειδικότερα, από κατάθεση συμβολαιογράφου προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη, υποδυόμενη την ενάγουσα, σύστησε στην παραπάνω συμβολαιογράφο τη δεύτερη εναγομένη μεσίτρια και δη εντός του χρονικού διαστήματος από 2.9.2003 μέχρι 7.4.2004, κατά το οποίο η συμβολαιογράφος συνέταξε 4 συμβόλαια, ενώ το ίδιο προέκυψε από κατάθεση δικηγόρου.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η μεσίτρια είχε πλήρη γνώση για τη διπλή ιδιότητα της πρώτης εναγομένης ότι δηλαδή αυτή εμφανιζόταν άλλοτε με τα πραγματικά της στοιχεία και άλλοτε με τα στοιχεία της ενάγουσας και μάλιστα κατά χρονικό διάστημα πολύ πριν την τέλεση της παραπάνω αδικοπραξίας εις βάρος της ενάγουσας.
Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε ότι θεμελιώνεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίες, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ενήργησαν από κοινού και κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους, ώστε με την προαναφερθείσα απατηλή συμπεριφορά τους και τη χρήση πλαστών εγγράφων να ολοκληρωθεί η τέλεση σε βάρος της ενάγουσας του εγκλήματος της απάτης, με σκοπό να αποκομίσει η δεύτερη εναγομένη παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας ισόποση προς την εμπορική αξία του ακινήτου της, του οποίου απώλεσε την κυριότητα χωρίς την καταβολή οιουδήποτε τιμήματος, η αγοραία αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 152.550 ευρώ, όπως προεκτέθηκε.
Ως προς τον ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης ότι με την από 14.10.2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δωδεκανήσου, αθωώθηκε για την πράξη της άμεσης συνέργειας κατ’ εξακολούθηση, σε απάτη κακουργηματικής μορφής, που διέπραξε η πρώτη εναγομένη, το Εφετείο έκρινε ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη και ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται και αλυσιτελώς καθόσον από την επισκόπηση της παραπάνω αποφάσεως προκύπτει ότι αθωώθηκε για πράξεις άμεσης συνέργειας σε απάτη που τέλεσε η πρώτη εναγομένη, οι οποίες πράξεις όμως αφορούν στη σύνταξη του υπ’ αριθμ. 11198/21.6.2004 πληρεξουσίου και τις παραστάσεις της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου για συναίνεση εγγραφών προσημειώσεων υποθήκης εις βάρος ακινήτου της ενάγουσας, αναφερόμενες στο χρονικό διάστημα από 21.6.2004 μέχρι 27.8.2004 και δεν αφορούν στην αδικοπρακτική συμπεριφορά της, η οποία αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 2.12.2004 μέχρι 31.1.2005 και σχετίζεται με τη ζημία της ενάγουσας από την πώληση του ιδίου ακινήτου στην πρώτη εναγομένη.
Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνει την ενάγουσα κάποιο πταίσμα ως προς την πρόκληση της ζημίας της. Ειδικότερα, ως μόνιμη κάτοικος Αυστραλίας, ήταν φυσικό να παράσχει ειδικό πληρεξούσιο στη μητέρα της, την οποία εμπιστευόταν περισσότερο από άλλα πρόσωπα και η οποία, αν και ηλικιωμένη, δεν υστερούσε νοητικά, όπως άλλωστε ούτε οι εναγόμενες επικαλούνται ούτε αποδείχθηκε.
Το Εφετείο έκρινε παραπέρα ότι ο τρόπος και τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενες, που είχαν ως αποτέλεσμα να εξαπατηθούν συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, αστυνομικοί, υπάλληλοι τραπεζών και πολλών άλλων υπηρεσιών και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατον για την ενάγουσα και για τη μητέρα της, ακόμη και με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια και το μέγιστο ασκούμενο έλεγχο -που εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι παρέλειψαν ή δεν φρόντισαν να προβούν- να διακριβώσουν την απατηλή συμπεριφορά των εναγομένων
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, λόγω της ανωτέρω υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, η ενάγουσα έχει επιδοθεί σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες με πληθώρα δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων, γεγονός που της προκάλεσε ταλαιπωρία και ψυχικό φόρτο, σε συνδυασμό δε και με το γεγονός της αποστέρησης της χρήσης και της κάρπωσης του ακινήτου της, έχει υποστεί ηθική βλάβη.
Την υπόθεση χειρίστηκε για λογαριασμό της ενάγουσας ο δικηγόρος κ. Κώστας Κυπραίος.