Ο Εμπορειός είναι ημιορεινός οικισμός του ηφαιστειογενούς νησιού της Νισύρου στα Δωδεκάνησα. Το κάστρο του βρίσκεται στο χείλος της καλντέρας, στην κορυφή υψώματος (330 μ.).
Από εκεί ελέγχει οπτικά τόσο την παραγωγική περιοχή του κρατήρα, όσο και τον θαλάσσιο χώρο διέλευσης εμπορικών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου, μεγάλης σπουδαιότητας από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Βάσιμες ενδείξεις ανάγουν την ίδρυση οχυρώματος παλαιότερα από το 1394, όταν το κάστρο αναφέρεται από τον Ιταλό νοτάριο-περιηγητή Martoni και επιβεβαιώνεται από τον Ch. Buondelmonti το 1420 (Τσιρπανλής).
Η συνεχής κατοίκησή του και οι αμυντικές ανάγκες για την προστασία των κατοίκων ολοκλήρωσαν την εικόνα που φωτογράφισε γύρω στο 1900 ο Ιταλός ιστορικός Gius. Gerola (εικ. 1).
Σύμφωνα με τον ίδιο, το Κάστρο του Εμπορειού διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τεκμηριώνουν έναν τυπικό οχυρωμένο οικισμό, αποτελούμενο από μια σφιχτοδεμένη ακολουθία περιμετρικών κτισμάτων, και διακόπτεται μόνο για να σχηματιστούν οι πύλες εισόδου του μοναδικού δρόμου του (εικ.2).
Σε κεντρικό σημείο του οικισμού και κοντά στην ανατολική πύλη βρίσκεται ο Ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ, κατάγραφος από αγιογραφίες του 13ου-14ου αιώνα (εικ. 3).
Πραγματικά τα σπίτια του Εμπορειού, κτισμένα σε επαφή μεταξύ τους και μαζί με το τείχος, σχημάτιζαν τον οχυρωματικό περίβολο. Με ορθολογική οργάνωση οι εξωτερικές όψεις του οικισμού διαμορφώθηκαν λιτά, χωρίς προεξοχές και με μικρά ανοίγματα.
Τα περιμετρικά στενομέτωπα κτίρια είχαν επίπεδες στέγες για τη συλλογή του νερού της βροχής σε στέρνες. Τα ισοϋψή δώματά τους, χωρίς στηθαία, εξασφάλιζαν τη μεταξύ τους επικοινωνία και σε περίπτωση ανάγκης εξυπηρετούσαν την άμυνα και την προστασία.
Το κάστρο αποτελούσε ένα επίτευγμα λειτουργικότητας και μινιμαλισμού, τυπικό ως προς τη γενική διάταξη ενός περίκλειστου συνόλου και με άρρηκτη σχέση κατοικίας και τείχους.
Στη σχέση αυτή αναφέρεται αναλυτικά ο Gerola στο δίτομο έργο του για τα Δωδεκάνησα. Ιδιαίτερα υπογραμμίζει την τυπική οχυρωματική διάταξη του Κάστρου της Αστυπάλαιας με τείχος και περιμετρικά κτίσματα και την παραλληλίζει με αυτήν του Εμπορειού Νισύρου, ενώ την εποχή που ο Gerola επισκέπτεται τα Δωδεκάνησα, τα άλλα κάστρα έχουν ήδη ερειπωθεί και έτσι γίνεται αποσπασματικά λόγος γι’ αυτά.
Ο συσχετισμός αυτός προσφέρει στο Κάστρο του Εμπορειού, αν όχι το τεκμήριο της μοναδικότητας, αδιαμφισβήτητα το τεκμήριο της σπανιότητας για τα Δωδεκάνησα, σε αντίθεση με την έκταση του φαινομένου των οχυρωμένων οικιστικών κυττάρων στον χώρο των Κυκλάδων (Σαρηγιάννης, «Η Βυζαντινή πόλη»).
Η δομή αυτή είναι σημαντική ως προς την αποτελεσματικότητά της στη λειτουργία της άμυνας και την οικονομία των αμυντικών κινήσεων, σύμφωνα με την άποψη του Ιταλού αρχιτέκτονα καθηγητή C. Perogalli.
Ο οικισμός έχει εγκαταλειφθεί μετά τον σεισμό του 1933. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, παρά τη μακροχρόνια εγκατάλειψη και την ερείπωση του οικισμού, η αρχική δομή του παραμένει αναγνώσιμη, δεδομένου ότι επλήγησαν κυρίως οι όροφοι των σπιτιών. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, μόνο τρία σπίτια κατέρρευσαν ολοσχερώς.
Είναι λοιπόν απαραίτητη η διερεύνηση στο σωζόμενο τμήμα του οικισμού, γιατί καθώς είναι καλυμμένο με μπάζα και επιχωματώσεις, ασφαλώς διαφυλάσσει σημαντικά αυθεντικά τεκμήρια της ιστορίας και της μορφής του, που διασώθηκαν και χωρίς να υποστούν τις καταστροφικές ανανεωτικές επεμβάσεις των μεταγενέστερων χρόνων.
Αυτό μαρτυρούν στοιχεία του ορόφου που προέκυψαν πρόσφατα σε ερειπωμένο κτίριο (εικ. 4), με τραγικό όμως τρόπο, μετά τον καθαρισμό που δυστυχώς τον ακολούθησε παράνομη κατεδάφιση (εικ. 5).
Τέτοιες μαρτυρίες, σημαντικές, από τα ώς τώρα ευρήματα εντός του κάστρου υπάρχουν και άλλες, πέραν της αξίας του ως οχυρωματικού έργου, και δείχνουν ότι και τα ερειπωμένα αυτά κτίσματα επιφυλάσσουν εκπλήξεις ως προς την αρχιτεκτονική τυπολογία τους που ίσως μόνο εδώ διατηρούν τα αυθεντικά τεκμήριά της.
Αρχιτεκτονική τυπολογία που υπήρχε τόσο στο ανατολικό Αιγαίο όσο και σε τούτο το νησί και χάθηκε με τις αλλαγές που έγιναν μετά τον σεισμό.
Οι μαρτυρίες αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, αλλά το σύνολο της μορφής, της λειτουργίας και του τρόπου κατασκευής τους, που αποτελούν ενδείξεις ενός παλαιότερου τρόπου ζωής στο νησί.
Από τις μαρτυρίες αυτές στοιχειοθετούνται παραδείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής, όπως είναι αυτό του σπιτιού με αυλή στον όροφο, την «πάνω αυλή», που βρίσκουμε τόσο σε λαϊκά σπίτια, όσο και σε αρχοντικά.
Η «πάνω αυλή» σχηματίζει μια φιλική υποχώρηση στις ερμητικά κλειστές όψεις του ισογείου και εξασφαλίζει τη μοναδική προσπέλαση προς τα δώματα των οχυρωμένων οικισμών.
Η αρχιτεκτονική αυτή, ενώ γεννάται από τις απαιτήσεις ασφαλείας, προσφέρει ποιότητες υπαίθριας διαβίωσης, αλλά και εκτόνωσής της, καθώς εκτυλίσσεται μέσα στον πυκνό ιστό των οχυρωμένων οικιστικών πυρήνων.
Τεράστια είναι η πολιτισμική και διδακτική σημασία αυτής της αρχιτεκτονικής τυπολογίας, καθώς προσθέτει ακόμα μια ψηφίδα στην ανεξάντλητη ποικιλία εκφράσεων της αρχιτεκτονικής του Αιγαίου, προέκταση της Μεσογειακής (εικ. 7).
Παρά τις εμφανείς δυσκολίες συντήρησης του οχυρωμένου οικισμού, λόγω της μεγάλης έκτασης των φθορών, της εγκατάλειψης, του αυξημένου κοστολογίου για τις εξειδικευμένες εργασίες, της δυσκολίας εκσυγχρονισμού των υποδομών του και της απαξίωσης του χαρακτήρα της αμυντικής χρήσης του, το Κάστρο του Εμπορειού της Νισύρου διατηρεί μια νοσταλγία και μνήμες από την τοπική ιστορία και τις παραδόσεις.
Συναισθήματα συμπυκνωμένα για το άλλοτε ακμαίο γενεσιουργικό κύτταρο του οικισμού.
Η κήρυξη του «ερειπωμένου Βυζαντινού Κάστρου Εμπορειού μετά των εν αυτώ οικοδομημάτων» ως διατηρητέου ιστορικού μνημείου, ήδη από το 1951, σημαίνει πως ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι κάθε μεμονωμένο κτίσμα αποτελεί ιστορικό μνημείο και οφείλει να αντιμετωπίζεται ως μνημείο μεμονωμένα, αλλά την ίδια στιγμή και ως μέρος του οχυρωματικού έργου, ως συνόλου, του οποίου πρωτίστως προέχει η προστασία.
Τα προβλήματα συντήρησης, αποκατάστασης και προβολής του, λόγω και της πρόσφατης αυξημένης χρηστικής αξίας του, «απαιτούν συστηματικές μελέτες, την τήρηση όλης της δεοντολογίας, που αρμόζει σε ένα τόσο σπουδαίο μνημείο και προϋποθέτει γνώση, συνεχή ανάλυση των προβλημάτων, φροντίδα, κοινωνική αντίληψη» (Μπούρας).
Μετά τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι το Κάστρο του Εμπορειού αξίζει ανάλογη φροντίδα, διερεύνηση και αντιμετώπιση, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις υπόλοιπες αρχαιότητες που διαχειρίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, στην περίπτωσή μας η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, και κυρίως φειδώ στις ανακατασκευές που καταστρέφουν την ιστορική αξία υποκαθιστώντας την αυθεντικότητα του μνημείου.
* δρ, «Ιστορικά Κέντρα & Οχυρώσεις»
** δρ Οχυρωματικής Αρχιτεκτονικής