Με την υπ’ αριθμ. Ν217/2014 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής που ασκήθηκε από το τελευταίο διοικητικό συμβούλιο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου κατά της υπ΄αριθμ. ΕΠΑΘ 97/3/8-12-2013 διάταξης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της, αποφασίστηκε η εκκαθάρισή της και διορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής.
Η πρώτη μάχη ενώπιον του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου χάθηκε για το πρώην διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Δωδ/σου αν και ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη η απόφαση αφού η εκκαθάριση είχε ήδη ξεκινήσει, η τράπεζα είχε αναστείλει τη λειτουργία της και η αίτηση αναστολής δύσκολα θα γινόταν δεκτή.
Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται να θεωρηθεί μέσα στις προσεχείς ημέρες.
Για την 21η Οκτωβρίου 2014 έχει προσδιοριστεί εξάλλου η συζήτηση ενώπιον του ίδιου τμήματος του ΣτΕ της αιτήσεως ακυρώσεως της τράπεζας (αρίθμ. κατάθεσης Ε5385/2013) κατά της ίδιας αποφάσεως. Εισηγητής της υπόθεσης θα είναι ο δικαστής κ. Ηλίας Μάζος.
Το κύριο βάρος της αιτήσεως έπεσε στον ισχυρισμό ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου είχε εξασφαλίσει και θα μπορούσε να αυξήσει την κεφαλαιακή της επάρκεια με 5 εκατ. ευρώ, ποσό που υπολείπετο σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος για να αυξήσει τον δείκτη της σε 9%.
Από εκεί και πέρα η τράπεζα επεδίωξε να πείσει ότι είχε ληφθεί μέριμνα για την εξασφάλιση του συνόλου των δανείων της, συμπεριλαμβανομένων και δανείων για τα οποία φέρεται να κρίθηκε ότι η ρύθμισή τους ήταν επισφαλής.
Η Συνεταιριστική εγγράφως είχε ζητήσει από την Τράπεζα της Ελλάδος παράταση πέντε ημερών για να αντλήσει τα πρόσθετα 5.000.000 ευρώ, από ομάδα Ροδίων κυρίως επιχειρηματιών, ποσό το οποίο η τελευταία αιφνιδίως απαίτησε.
Στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου δόθηκε 3ήμερη προθεσμία για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια από 2 έως 6 Δεκεμβρίου, όταν πλέον είχε ενημερωθεί ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειάς της, από το 9,85%, είχε προσδιοριστεί στο 7,4%.
Οι εκπρόσωποι της Συνεταιριστικής Τράπεζας είχαν δηλώσει ότι σε σύνολο 265 εκατ. ευρώ, που ήταν τα δάνεια, που έχουν χορηγηθεί, εκείνα που κρίθηκαν επισφαλή από την Τράπεζα της Ελλάδος αντιπροσωπεύουν το 24,5%, όταν τα αντίστοιχα για τις συστημικές τράπεζες είναι της τάξεως του 30%.
Η τράπεζα είχε σχηματίσει λογιστικές προβλέψεις απομείωσης, οι οποίες αναγνωρίζονται φορολογικά ως ζημιές, που έχουν πραγματοποιηθεί για κάλυψη της αναμενόμενης ζημίας του δανειακού χαρτοφυλακίου της. Οι σχηματισθείσες προβλέψεις την 30/6/2013 ανήλθαν σε 20.143.302,08 Ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε σε 7,56% του δανειακού της χαρτοφυλακίου.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (καθυστερημένες χορηγήσεις άνω των 90 ημερών), αντιπροσώπευαν το 26,0% των δανείων κατά την 31/12/2012, έναντι 19,6% την 31/12/2011.
Η επίδραση της οικονομικής κρίσης, η εφαρμογή του Μνημονίου και οι αρνητικές μακροοικονομικές συνθήκες, οδήγησαν σε περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για το 2012.
Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας από το επίπεδο των 38,6 εκατ. ευρώ τα 2010 μειώθηκε διαδοχικά στα 22,1 εκατ. ευρώ το 2011 και 9,8 εκατ. ευρώ το 2012. Ο κύριος λόγος της συγκεκριμένης συρρίκνωσης ήταν η δημιουργία πρόσθετων προβλέψεων για επισφαλή δάνεια ποσού 12,5 εκατ. ευρώ για κάθε ένα από τα έτη 2011 και 2012.
Η Τράπεζα της Ελλάδος από την άλλη διαπίστωσε αδυναμίες στην πιστοδοτική πολιτική και στη διαχείριση και παρακολούθηση των δανείων σε καθυστέρηση, που σε συνδυασμό με την αρνητική οικονομική συγκυρία, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των καθυστερήσεων στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου, με αποτέλεσμα την αδυναμία δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου και τη μείωση της κεφαλαιακής βάσης της κατά την τελευταία τριετία.
Υποστηρίζεται ότι η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013 προέβη σε εκτεταμένες ρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν πληρούσαν τα κριτήρια του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, όπως αποδείχτηκε από σχετικό έλεγχο, με σκοπό την πλασματική μείωση των εποπτικών προβλέψεων και κατ’ επέκταση τη βελτίωση του δείκτη Core Tier I.
Ο έλεγχος επί των ρυθμισμένων δανείων, στο τρίτο τρίμηνο του 2013 πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 62% των πιστούχων και στο αποτέλεσμα δεν έγινε αναγωγή επί του συνόλου του πληθυσμού. Η αναγωγή στο 100% των πιστούχων θα αύξανε την ανεπάρκεια των προβλέψεων περαιτέρω και κατά συνέπεια και το απαιτούμενο ποσό για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης της.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», από τον έλεγχο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Ιδρύματος της ΤτΕ προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
• καμία από τις ρυθμίσεις δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια της προαναφερθείσας εγκυκλίου.
• το σύνολο των περιπτώσεων αφορούν δάνεια πιστούχων/επιχειρήσεων σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, με αρνητική καθαρή θέση ή σε αδράνεια, ή ακόμη και σε πτώχευση, τα οποία ήταν σε οριστική καθυστέρηση ή σε καθυστέρηση πέραν της 3ετίας, με αποτέλεσμα να έχουν καταγγελθεί οι δανειακές συμβάσεις και να έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής.
• οι πελάτες είναι στο σύνολό τους υπερδανεισμένοι, με σημαντικά δυσμενή στοιχεία (διαταγές πληρωμής, ακάλυπτες επιταγές, πλειστηριασμούς, κατασχέσεις) για τους οποίους δεν προκύπτει δυνατότητα λειτουργικής αποπληρωμής της ρυθμισμένης οφειλής.
• ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος των συγκεκριμένων πιστούχων δεν καλύπτεται επαρκώς από συντελεστή πρόβλεψης 10% που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ρυθμισθέντων δανείων που ικανοποιούν τα κριτήρια της σχετικής εγκυκλίου.
• Οι πιστούχοι επαναταξινομήθηκαν στην κατηγορία καθυστερήσεων (οριστική ή πέραν της τριετίας) της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, στην οποία άλλωστε τους είχε ήδη εντάξει η ίδια η Τράπεζα την 30.6.2013. Εξαίρεση αποτελούν τρεις πιστούχοι που ταξινομήθηκαν στις απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με αρνητική καθαρή θέση βάσει των οικονομικών τους καταστάσεων.
• Από την επαναταξινόμηση και την εφαρμογή των υψηλότερων συντελεστών εποπτικών προβλέψεων προέκυψε πρόσθετη εποπτική πρόβλεψη ύψους €7,4εκατ., γεγονός που διαμορφώνει την ανεπάρκεια των προβλέψεων στις 30.8.2013 σε €22,5 εκατ. (€15,1 εκατ. με βάση τα υποβαλλόμενα στοιχεία + €7,4 εκατ).
Θα πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι, εάν γινόταν αναγωγή της ανωτέρω αξιολόγησης στο σύνολο των ρυθμίσεων που διενήργησε η Τράπεζα, η ανεπάρκεια των προβλέψεων και κατά συνέπεια και το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής της βάσης θα ήταν κατά πολύ υψηλότερα.
Υποστηρίζεται επιπλέον ότι είχαν ζητηθεί από την Συνεταιριστική συγκεκριμένα στοιχεία από επενδυτές, που ήθελαν να ενισχύσουν την προσπάθειά της «στο πάρα πέντε» (υπογεγραμμένες δηλώσεις προθέσεων και υπόλοιπο σε καταθετικούς λογαριασμούς των υποψήφιων επενδυτών καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών) και ότι τα στοιχεία αυτά δεν απεστάλησαν.