Ομιλία του κ. Σταύρου Κουταλιανού, μέλους του Συλλόγου Κυπρίων Ρόδου, Συμβολαιογράφου Ρόδου, επιστημονικού συνεργάτη ΔΠΘ Νομικής Σχολής, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, για την “μαύρη” επέτειο μνήμης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Ι. Μέσα Ιουλίου 1974. Ήταν ένα ζεστό συνηθισμένο κυπριακό καλοκαίρι. Τίποτε και πολλά δεν προμήνυαν την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Παρά τα τόσα προβλήματα από την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1960, κανείς δεν πίστευε ή δεν ήθελε να πιστέψει ότι μια μακρόχρονη συνύπαρξη δύο εθνοτήτων,έστω κι αν αριθμητικά η μία υπερείχε της άλλης κατά πολύ, που κατάφερε με αγώνες να εξελιχθεί και μετουσιωθεί σε κυρίαρχη και ανεξάρτητη δημοκρατία,θα διαλυόταν δεκατέσσερα μόλις χρόνια μετά και μάλιστα με το χειρότερο και πιο επονείδιστο για τον άνθρωπο τρόπο: Με πόλεμο. Έναν πόλεμο βάρβαρο, ανηλεή και ξένο σε κάθε ηθική. Δεν ήταν μόνο οι νεκροί, ο ξεριζωμός των γηγενών Κυπρίων από τις πατρογονικέςτους εστίες, η προσφυγιά, οι εικόνες ατίμωσης και εγκατάλειψης στο έλεος μιας ανείπωτης τραγωδίας. Στο πέρασμά του αυτός ο πόλεμος αφήνει ακόμα και σήμερα ανεπούλωτες τις πληγές του με το δράμα των αγνοουμένων. Όσο κι αν φαντάζει παράξενο το βάρος της ψυχής μιας μάνας ενός αγνοούμενου από αυτό τηςχαροκαμένης μάνας είναι μεγαλύτερο και το κουβαλά πάντα χωρίς ησυχία. Θυμάμαι με συγκίνηση πάντα ένα διάλογο ανάμεσα σε μένα και μια συγγενή μου κύπρια μάνα, να μου διηγείται την εξής ιστορία για να κατανοήσω το δράμα των αγνοουμένων: Κάποτε στα γεγονότα προ της εισβολής το 1963 όταν πάλι υπήρχαν συγκρούσεις ανάμεσα στις κοινότητες ελληνοκύπριων και τουρκοκυπρίων, η ελληνοκύπρια αυτή μάνα μπαίνει μπροστά για να προστατεύσει το μικρό της κοριτσάκι από μια αδέσποτη τουρκοκυπριακή σφαίρα. Στην προσπάθεια της η ίδια τραυματίζεται σοβαρά, το μικρό όμως κοριτσάκι της δεν αντέχει και καταλήγει λίγο αργότερα. Η ίδια νοσηλεύεται για μακρύ χρονικό διάστημα και το κορίτσι της θάπτεται με τιμές και γίνεται άγγελος. Εκείνη με φρικτούς πόνους να τη συνοδεύουν και χωρίς να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της ακόμα, δε θα μπορέσει να παρευρεθεί στην κηδεία του μικρού της αγγέλου, να κλάψει, να θρηνήσει και νατου δώσει το τελευταίο σπαρακτικό ασπασμό. Αυτό έμεινε μόνιμο αγκάθι στην ψυχής της. Παρόλο που όλοι της έλεγαν πως το κορίτσι της ανυψώθηκε εις τον ουρανό και τάχθηκε εν σκηναίς δικαίων, είχε πάντα την αμφιβολία κι ας μην την εξέφραζε. Ο τάφος που απέθετε δάκρυα, άνθη και μακαρισμούς μπορεί και να ήταν άδειος. Μια διαρκής μελαγχολία, μια διαρκής κρυμμένη αγωνία, ένα καμουφλαρισμένο βλέμμα προσμονής τη βασάνιζαν για είκοσι χρόνια μέχρι τη στιγμή που την καλούν στο κοιμητήριο για να ανοίξουν τον τάφο και να της παραδώσουν τα οστά του αδικοχαμένου της παιδιού. Αντικρίζοντας το φουστανάκι της μικρής σαν από θαύμα όλες οι αισθήσεις της επιστρέφουν ακαριαία σε εκείνη τη θανάσιμη ημέρα. Καταφέρνει μόνο παιδί μου να πει καιαγγίζοντας ανεπαίσθητα το ύφασμα από το μεταξένιο φορεματάκι ξεσπά σε λυγμούς και λιποθυμά. Και μου λέει: «Τότε κατάλαβα ότι το παιδί μου πέθανε, τότε λυτρώθηκα».
ΙΙ. Αυτά και άλλα πολλά άφησε πίσω του αυτός ο πόλεμος: νεκρές ρημαγμένες ψυχές, μάνες να κλαίνε πάνω σε μνήματα, γονείς να ψάχνουν μάταια ως σήμερα τους ηρωικά μαχόμενους γιους τους, περιουσίες και εκκλησιές ρημαγμένες και καταπατημένες από κάθε θεϊκό και ανθρώπινο νόμο. Τόση ιστορία και τόσες παραδόσεις χάθηκαν άξαφνα και παραδόθηκαν στον ανθρώπινο πόνο του ξεριζωμού και του θανάτου. Περίπου 200.000 Κύπριοι, κυρίως Έλληνες Χριστιανοί, εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς μέσα στην ίδια τους την πατρίδα Σε 4.000 ανέρχονται οι νεκροί και σε 1.619 οι αγνοούμενοι Έλληνες αιχμάλωτοι. Για την τύχη των τελευταίων ἡ Τουρκία ποτέ μέχρι σήμερα δεν έδωσε κανένα στοιχειό.Η Κύπρος μετά τους δύο Αττίλες, όπως ονομάστηκαν τα δύο κύματα εισβολής του τουρκικού στρατού της 20ηςΙουλίου και 14ης Αυγούστου του 1974, διχοτομήθηκε βάναυσα στη γραμμή του 35ου παραλλήλου με αποτέλεσμα η νόμιμη κυπριακή κυβέρνηση να ελέγχει μέχρι σήμερα μόνο το 63,80 % της κυπριακής γης.
ΙΙΙ. Σήμερα είναι μια μέρα μνήμης γεγονότων και καταστάσεων που δεν πρέπει να ξαναζήσει ο ελληνισμός. Όσο κι αν γίνεται προσπάθεια από διάφορους εθνομηδενιστικούς κύκλους για να υποστηριχθεί το αντίθετο, ο ελληνισμός είναι ταυτισμένος με την Κύπρο και η Κύπρος μοιραία αναδίδει Ελλάδα. Το δράμα του κυπριακού ελληνισμού είναι κατεξοχήν διδακτικό: Η εμμονή στην αναζήτηση ευθυνών στον ξένο παράγοντα και τις γεωπολιτικές του επιλογές ή στον τουρκικό επεκτατισμό είναι η μία όψη του νομίσματος. Στον αντίποδα λάθη δικά μας εκείνης της περιόδου, όπως οι προσωπικές στρατηγικές, οι άφρονες αντιδράσεις, η έλλειψη συντονισμού και ομοψυχίας αποτέλεσαν σημεία καθοριστικά για την τότε κατάληξη και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για επερχόμενα δεινά. Την κυπριακή τραγωδία πρέπει να δούμε σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, λόγω και των κρίσιμων γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή μας, όχι απλά ως μέρα μνήμης και απόδοσης τιμών αλλά ως μέρα διαρκούς εγρήγορσης καισίγουρα όχι εφησυχασμού. Είναι ο λόγος υπόμνησης των οικείων παθών μας. Ο λόγος να μην ξαναθρηνήσουμε χαμένες πατρίδες, ερημωμένες εκκλησιές, νεκρούς, τραυματίες και αγνοουμένους. Η ολιγωρία, οι εμπιστοσύνη σε ξένους παραστάτες, η υποτίμηση του αντιπάλου και ο υπερβολικός ενδοτισμός στα όρια του αυτομαστιγώματος επαναφέρουν ασύγγνωστα τις μνήμες εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που στέρησε και στερεί τον ελληνισμό από ένα κομμάτι του εαυτού του. Το σύνθημα «Δεν ξεχνώ» δεν έχει την έννοια να διατηρούμε απλά στην μνήμη μας την ημέρα της εισβολής για να αποδώσουμε τις δέουσες τιμές στους πεσόντες. Νοηματοδοτεί την διαρκή επαγρύπνηση των Ελλήνων όπου γης να υπερασπίζονται κάθε στιγμή την ίδια τους την ύπαρξη, να γνωρίζουν ότι τα αγαθά που απολαμβάνουμε όλοι σήμερα ελεύθεροι χωρίς δεσπότη και δυνάστη επί της κεφαλή μας είναι αποτέλεσμα αιματηρών αγώνων. πως τίποτε δεν αλλάζει και ότι για να τα διατηρήσεις δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός όσο αντίπαλος παραμένει απαράλλακτα επεκτατικός, επιθετικός και ιμπεριαλιστής, χωρίς αισθήματα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού. Η δύναμη υπάρχει και στο χέρι του αδικούμενου. Δύναμη ευθύνης και αποτροπής για μας και τις μελλοντικές γενιές ώστε να επαληθευτεί το από τον Εκκλησιαστή ρηθέν: «καλύτερος και από τους δύο είναι εκείνος που δεν υπήρξε ακόμα, αυτός που δεν είδε τα πονηρά έργα, που γίνονται κάτω από τον ήλιο». Η μνήμη για καθετί εθνικό, είναι μνήμη υπαρξιακή. Και μόνο αν κατανοήσουμε την ίδια μας την ύπαρξη, αντιληφθούμε το μέρος όπου ανήκουμε, ως μέρος αυτοσυνειδησίας και αυτοπροσδιορισμού, μπορούμε να δικαιώσουμε τους αγώνες που δόθηκανανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους, νικηφόρο ή μη.Αρκεί να δηλώνουμε παρόντες, να βρισκόμαστε στις επάλξεις και θα βρισκόμαστε και για όλους εκείνους τους νεκρούς που μας πήρε ο Άδης με τέλος κακό εκείνη την αποφράδα ημέρα του Ιουλίου. Η ετοιμότητά μας είναι το αντίδωρο για τη θυσία τους. Τη θυσία για την ελευθερία. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της γενέθλιας γηςπου τους σκεπάζει. Μια γη, μια πατρίδα που όλοι ποθούμε να τη δούμε ξανά ενωμένη, ξανά να τη σκεπάζειακέραιη ο ελληνισμός και η λευτεριά.
IV. Αντί επιλόγου θα δανειστώ τους λόγους του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη: «Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ’ξηλείψει, κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει»