Πολλά χρόνια πρίν,σε μια χώρα που το παρελθόν της χανόταν στο πραγματικά αχαρτογράφητο παρελθόν και όχι σε αυτό που μας παρουσιάζουν οι κατά καιρούς κοσμοκράτες, που πάντα είναι γραμμένο και ραμμένο στα δικά τους μέτρα, όλα τα έμβια όντα απολάμβαναν τα δώρα των θεών.
Ζούσαν ειρηνικά και ευτυχισμένα, τα λίγα και τα πολλά τα μοιραζόντουσαν, αφεντάδες και λαός, βρήκαν τον τρόπο να αποφεύγουν τις υπερβολές, δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει την δική μας τάση και το δικό μας πιστεύω, αρνιόντουσαν, αυτό που εμείς αξιωματικά πιστεύουμε, το, τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου δικά μου.
Στην βραδυνή στρωμνή τους, τα παιδάκια ευτυχισμένα και από το παιχνίδι στο λιβάδι και αποκαμωμένα, γαλήνευαν στην αγκαλιά της γιαγιάς και με αγωνία περίμεναν να ακούσουν τί καινούργιο θα τους έλεγε.
Γλυκιά και νανουριστική η φωνή της γιαγιούλας τους, έτσι την φώναζαν, αυτή ήταν πάντα το δικό τους αποκούμπι, σαν ήξεραν πως μάνα και πατέρας, όχι θα έλεγαν σε αυτά που ήθελαν, στην γιαγιά έτρεχαν.
-Ελα γιαγιά μην αργείς, τόση ώρα περιμένουμε, έχουμε αγωνία και θέλουμε να μάθουμε το τέλος της ιστορίας του λιβαδιού, του Αφεντικού και πως μας το είπες το άλλο…
-Τον σανό μάλλον εννοείς, το ξερό χορτάρι είναι, με αυτό ταίζουν τα ζώα όταν το λιβάδι το κατακαλόκαιρο, δεν έχει τίποτα να προσφέρει.
Μεγάλος ο άρχοντας, ανθρώπους πολλούς είχε στην δούλεψη του, τους πρόσεχε, φρόντιζε να τους έχει ικανοποιημένους, ήξερε καλά την τέχνη να τους κουμαντέρνει, το ψωμί και το φαγητό φρόντιζε να μην τους λείπει, στο μυαλό τους μέσα βρισκόταν, πρίν διαμαρτυρηθούν, ήξερε τι ήθελαν, στις κουβέντες και τις γαλιφιές πρώτος.
Πάντα κοντά τους και πάντα σε απόσταση, ζητούμενο δικό του και αδιαπραγμάτευτο ο σεβασμός, δεν ανεχόταν να μην γίνεται το δικό του, τα λιβάδια της κτήσης του, δεν τα χώραγε η ματιά σου, αμέτρητες εκτάσεις διαφέντευε.
Χώματα καρποφόρα, τι να ζητούσε η ψυχούλα σου και να μην το έβρισκες, φορτωμένα τα δένδρα με καρπούς, σε κομμάτια του λιβαδιού διαλλεγμένα, οι άνθρωποι του άρχοντα, ότι φαγώσιμο βάλει ο νούς σας καλλιεργούσαν.
Γάργαρα καθάρια νερά κυλούσαν στα ρυάκια που διέσχιζαν και πότιζαν το λιβάδι, μια μικρή φυσική λιμνούλα χώρος χαράς και παιχνιδιού για τα μικρά.
Έχανες το μέτρημα αν προσπαθούσες να μάθεις, πόσες μικρές και μεγάλες αγέλες ζώων, βοσκούσαν και ξένοιαστα ζούσαν στο λιβάδι.
Ενας κόμπος στον λαιμό, σταμάτησε την αφήγηση της γιαγιάς, πως να εξηγήσει και πως να δικαιολογήσει στα παιδιά αυτό που ζούσαν σήμερα.
Στα χέρια διαφόρων πέρασε η διαχείρηση όλων των πραγμάτων, των ανθρώπων, των ζωών του λιβαδιού.
Έλειψε ο σεβασμός των αρχόντων προς τους ανθρώπους, κάθε μέρα και πιο πολύ ένιωθαν ότι οι άρχοντες δεν νοιαζόντουσαν για αυτούς, οι ώρες της δουλειάς πλήθαιναν και το φαγητό λιγόστευε, τα παιδιά τους από την πιο τρυφερή τους ηλικία τα έβαζαν στη δουλειά.
Το λιβάδι αφέθηκε στην τύχη του, καμιά φροντίδα, καμιά προστασία, φωτιές και πλημύρες το κατάστρεψαν και αυτό με τη σειρά του, έπαψε να προσφέρει τα χρειαζούμενα σε ζώα και ανθρώπους.
Οι καυγάδες και η γκρίνια σε πρώτη ζήτηση, τους πρωτοαίτιους των διαμαρτυριών οι άρχοντες τους τιμωρούσαν, η απογοήτευση μέρα με την μέρα μεγάλωνε.
Ομάδες-ομάδες εγκατέλειπαν το λιβάδι, ο κόσμος λιγόστευε και οι όποιες παραγωγές δεν αρκούσαν για την διατροφή του κόσμου.
Τα ζώα ελεύθερης βοσκής ξεκίνησαν το δικό τους ταξίδι σε άλλα μέρη, στην αναζήτηση άλλων βοσκοτόπων και όσα έμειναν αντιπάλευε το ένα το άλλο.
Τα ζώα τα οικόσιτα λιμοκτονούσαν, η τροφή τους μέρα με την ημέρα λιγόστευε, όσα μπορούσαν τις ώρες που ελεύθερα έμεναν, τους δρόμους για άλλους τόπους έπαιρναν και για άλλα αφεντικά.
Τα υποζύγια, άλογα και γαϊδούρια με κάθε ευκαιρία έδειχναν την δυσαρέσκεια τους, το ένα με κλωτσιές και σπρωξιές το άλλο έδιωχνε για λίγο σανό.
Οι μερίδες του σανού λιγόστευαν, η δουλειά γινόταν σκληρότερη και πρώτο τους πιά μέλημα, άλλο δεν ήταν, παρά η ανακάλυψη άλλων αφεντικών και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.
Άλλού έψαχναν και άλλού πίστευαν ότι θα βρούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εκτίμησης της προσφοράς τους.
Οι Άρχοντες βίωναν την συρρίκνωση του λιβαδιού τους, την μείωση ανθρώπων και ζώων και για την αντιμετώπιση της φθίνουσας πορείας τους, αντί να ομονοήσουν, να δούν τι πήγε στραβά και να αλλάξουν πορεία, έβγαζε ο ένας τα μάτια του άλλου.
Τα δικά τους τα λάθη ο γείτονας τους τα είδε και τα αξιολόγησε και σιγά-σιγά με μέθοδο και υποσχέσεις έγινε κύριος και κυρίαρχος του δικού τους λιβαδιού.
Λιβάδι χωρίς φροντίδα δεν αποδίδει και γαϊδούρι χωρίς σανό στον σταύλο δεν μένει.
Παρασκευάς Γιάννης
Ρόδος, 19/7/2023