Συνέντευξη στη
Μαίρη Φώτη
Η Ρόδος της έντονης νυχτερινής ζωής, των μπουζουκιών, των μπουάτ, των night clubs και των disco, η Ρόδος που ήταν συνώνυμο της διασκέδασης και σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους ντόπιους αλλά και για λάτρεις της καλοπέρασης από την υπόλοιπη χώρα και το εξωτερικό, αποτελεί μακρινό παρελθόν.
Η πάροδος του χρόνου, οι αλλαγές στον τρόπο διασκέδασης και η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, έχουν αλλάξει τον τρόπο διασκέδασης, έχουν «ισοπεδώσει» τους καλλιτέχνες, έχουν συρρικνώσει τα εισοδήματά τους και έχουν περιορίσει σημαντικά τις επιλογές τους αλλά και τις επιλογές των θαμώνων.
Ο Μηνάς Καστέλλος, ένας νέος ντόπιος τραγουδιστής, που ξεκίνησε την πορεία του μεσούσης της οικονομικής κρίσης, περιγράφει με συνέντευξή του στη «δ» την προσπάθειά του να επιβιώσει σε έναν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο, όπως είναι ο καλλιτεχικός, και σε μια Ρόδο που η νυχτερινή της ζωή «αργοπεθαίνει» με μοναδικό σημείο αναφοράς την Παλιά Πόλη, με κάποια μαγαζιά που άντεξαν κι αποτελούν εξαιρέσεις και με τα περισσότερα να ανοίγουν και να κλείνουν, γιατί δεν μπορούν να συντηρηθούν στο κατά τα άλλα «κοσμοπολίτικο» νησί.
Αποφασισμένος να συνεχίσει το επάγγελμα που αγαπά, το πρωί δουλεύει ως τεχνικός ηλεκτρικών συσκευών για να καλύπτει τις ανάγκες της οικογένειάς του και εν γνώσει του, επέλεξε να παραμείνει μακριά από τα κυκλώματα της Αθήνας, προσπαθώντας με τη στήριξη της οικογένειάς του, να κάνει τα δικά του μικρά αλλά σταθερά βήματα στον αχανή κόσμο της showbiz.
• Μηνά, πότε ξεκίνησες το τραγούδι;
Η δική μου γενιά, ήταν αυτή που μπήκε για τα καλά στην κρίση. Δεν μπορούσαμε να σπουδάσουμε όλοι… Επέλεξα, τότε, να πάω στον ΟΑΕΔ για να μάθω μια τέχνη, με την προτροπή και του πατέρα μου. Για να πάρω το πτυχίο μου, έπρεπε τότε να δουλέψω και δύο χρόνια παράλληλα με τη σχολή. Δούλεψα λοιπόν σε μια εταιρεία ως τεχνικός ηλεκτρικών συσκευών και όταν τελείωσα, ο ιδιοκτήτης με ρώτησε αν θα μείνω κι επέλεξα να μείνω μέχρι που πήγα φαντάρος. Ο πατέρας μου ερασιτεχνικά ασχολήθηκε με το τραγούδι, τραγουδούσε σε χοροεσπερίδες και γάμους αλλά επέλεξε να μην το συνεχίσει, παρ’ ότι είχε πολλές προτάσεις από μαγαζιά της Ρόδου. Ηταν πολύ καλός αλλά δεν του άρεσε η νύχτα. Εγώ λοιπόν, παρ΄ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω τραγουδιστής, είχα εικόνες από τον πατέρα μου στο σπίτι να μελετάει, να τραγουδάει και όλο αυτό προφανώς ζυμωνόταν μέσα μου. Όταν πήγα φαντάρος, στη σκοπιά, στις δύσκολες ώρες, άρχισα να τραγουδάω από το ρεπερτόριο του πατέρα μου, που ήταν λαϊκός τραγουδιστής. Τότε κάποιοι Κρητικοί που υπηρετούσαμε μαζί, μου είπαν ότι ήμουν καλός. Ένα βράδυ που είχαμε βγει έξω με παρέα, πήγαμε στο μαγαζί του κ. Πανάγου, το τότε «Ποσειδώνιο». Μετά από παρότρυνση ενός φίλου, τότε, ο Μιχάλης ο Τζόγιας και ο Σπύρος ο Μουδάτσος, μου έδωσαν το μικρόφωνο και είπα το τραγούδι του Βέρτη «Πολύ απότομα βραδιάζει»… Όταν τελείωσα, μου έκανε πρόταση ο επιχειρηματίας να περάσω από οντισιόν, έψαχνε τραγουδιστές και έτσι ξεκίνησα…
• Σε ηλικία;
Ημουν 19 χρονών. Εκανα την οντισιόν, πέρασα και ξεκίνησα να τραγουδάω. Μου φαινόταν σαν όνειρο. Παράλληλα βέβαια, ξεκίνησα να δουλεύω και πάλι ως τεχνικός γιατί δεν θεώρησα ποτέ ότι θα ασχολιόμουν επαγγελματικά με το τραγούδι, πίστεψα ότι θα ήταν μια περίοδος της ζωής μου, που θα κλείσει σύντομα.
• Εχεις κάνει σπουδές στο αντικείμενο;
Τίποτα δεν έχω κάνει, είμαι αυτοδίδακτος.
• Πόσο καιρό έμεινες εκεί;
Περίπου δύο με τρεις μήνες, μετά το μαγαζί έκλεισε. Θεώρησα ότι εκεί τελείωσε και το τραγούδι για μένα, έκανα αυτό που ήθελα, πέρασα καλά και μέχρι εκεί. Μου έγινε όμως πρόταση πολύ σύντομα από το MELODY PALACE που ήταν το Νο1 μαγαζί στη Ρόδο και που τότε λειτουργούσε πέντε μέχρι και επτά ημέρες την εβδομάδα και έτσι ξεκίνησε η επαγγελματική μου πορεία στο τραγούδι. Ηταν τότε Μάρτιος του 2004. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να αποφασίσω αν θα κρατούσα την πρωινή δουλειά ή το τραγούδι κι επέλεξα το τραγούδι. Από το MELODY PALACE πέρασαν πολλοί, κι αρκετοί με παρότρυναν να το ψάξω περισσότερο. Εκεί γνώρισα τον Σπύρο Κουδούνη, τον ντραμίστα, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι ο καλύτερος στην Ελλάδα. Μου πρότεινε να πω ένα δικό του τραγούδι, το ηχογραφήσαμε μόλις την επόμενη ημέρα σε ένα στούντιο στα Αφάντου. Το πήρε ο Τσαμπίκος ο Δασκαλάκης – και τον ευχαριστώ δημοσίως – που τότε δουλεύαμε μαζί, έβγαλε αντίτυπα του cd, έβαλε και μια φωτογραφία μου πάνω και μαζί το διανείμαμε σε τοπικούς σταθμούς, δεν ήταν τόσο διαδεδομένο το youtube και το ίντερνετ. Το τραγούδι έπαιξε πολύ κι ας μην ήξεραν ποιος ήμουν. Το 2006 προς 2007 ανέβηκα στην Αθήνα, με παρότρυνση του Σπύρου του Κουδούνη όπου δούλεψα σε αρκετά μαγαζιά έμεινα δύο χρόνια και ήρθα πίσω, μετά από μια επαγγελματική πρόταση που είχα για να δουλέψω σε ένα μαγαζί στην Παλιά Πόλη. Πήγαινε πολύ καλά, δουλεύαμε πέντε μέρες την εβδομάδα αλλά για διάφορους λόγους έκλεισε ξαφνικά. Τότε δυσκολεύτηκα πολύ οικονομικά.
• Ηταν η εποχή που η οικονομική κρίση άρχισε να επηρεάζει και τη Ρόδο.
Ακριβώς. Ο,τι χρήματα είχα βγάλει στην Αθήνα μου έφυγαν τότε. Ημουν μαζί με την σύντροφό μου τότε, σημερινή σύζυγό μου, που είχε έρθει μαζί μου στη Ρόδο από την Αθήνα και είχε ήδη ξεκινήσει την πρακτική της ως μαία στο Νοσοκομείο. Καταλαβαίνετε ότι δεν ήταν δυνατόν εγώ να φύγω στην Αθήνα και η σύντροφός μου να μείνει πίσω στη Ρόδο. Η κρίση είχε αρχίσει να διαλύει τα μαγαζιά στην Αθήνα, εδώ δεν μπορούσα να ενταχθώ εκείνη την περίοδο σε μουσικά σχήματα, διότι όλα είχαν κλείσει και ήδη εγώ είχα «εξαφανιστεί» δύο χρόνια όσο έλειπα στην Αθήνα, ήταν δύσκολο να βρω δουλειά και τότε είπα ότι τελείωσε το κεφάλαιο αυτό, οπότε ξεκινάω ξανά τη δουλειά μου ως τεχνικός ηλεκτρικών συσκευών. Στο μεσοδιάστημα έκανα κάποιες εμφανίσεις σε διάφορα μαγαζιά αλλά βασική μου δουλειά ήταν η πρωινή. Μιλάμε για μια περίοδο πια που η οικονομική κρίση είχε διαβρώσει τα πάντα και φυσικά και τα νυχτερινά μαγαζιά στη Ρόδο που «υπέφεραν» και δούλευαν μόνο Παρασκευή και Σάββατο και πολλές φορές χωρίς να βγάζουν τα έξοδά τους.
• Και μετά;
Από μέσα μου δεν έφυγε ποτέ. Στη Ρόδο έκανα μια καλή φιλία, με τον γνωστό συνθέτη Γιάννη Φρασέρη που έχει γράψει πολλές επιτυχίες, και τότε δούλευε εδώ στο Minuit ως τραγουδιστής, και μετά ήρθε στο MELODY PALACE όπου δουλέψαμε μαζί και στη συνέχεια έφυγε στην Αθήνα. Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε το 2016, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ ξανά με το τραγούδι και αφού το συζήτησα με την σύζυγό μου. Με βρήκε ο Γιάννης μέσω του facebook, σε μία περίοδο που είχα ήδη κλείσει συνεργασία με τον ιδιοκτήτη του «Αστρα Live», τον κ. Ρούλλιο. Ο Γ. Φρασέρης με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε το τραγούδι «Επαιξες κι Εχασες» κι έτσι ξαναμπήκα στον κόσμο του τραγουδιού. Επαιξε σε πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τοπικά και σε άλλα ραδιόφωνα, εκτός Αθηνών. Με βοήθησαν πολλοί άγνωστοι, κι όχι οι γνωστοί μου… Εβγαλα και δεύτερο τραγούδι το «Ο,τι γίνει ας γίνει», μετά μπήκα σε εταιρεία έβγαλα . ακόμα ένα τραγούδι «Το ξερό μου το κεφάλι». Εκανα κι ένα βίντεο κλιπ στη Λίνδο που παίζει σε μουσικά κανάλια, όλα καλά.
• Στην Αθήνα θα ξαναπήγαινες;
Εχω προτάσεις να τραγουδήσω σε μαγαζιά στην Αθήνα, αλλά δεν το σκέφτομαι. Δεν αξίζει τον κόπο. Τα μεροκάματα της οικονομικής κρίσης, είναι μόνο για χαρτζιλίκι. Κι εκεί, απαιτούνται πολλά λεφτά για να γίνεις μέρος του κυκλώματος που θα σε προωθήσει στις μεγάλες πίστες.
• Μηνά, ένας τραγουδιστής σήμερα στη Ρόδο, τι μπορεί να κάνει, πώς ζει;
Δεν υπάρχουν πλέον τραγουδιστές που έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν μόνο σε μαγαζιά. Δεν γίνεται. Ολοι έχουν πρωινή δουλειά, είτε μιλάμε για τραγουδιστές είτε μιλάμε για μουσικούς. Μόνο όσοι έχουν πολλά χρήματα ή έχουν την ευχέρεια οι οικογένειές τους να τους στηρίζουν οικονομικά, δουλεύουν αποκλειστικά ως τραγουδιστές, και είναι ελάχιστοι.
• Η νυχτερινή διασκέδαση στη Ρόδο, σε τι φάση βρίσκεται;
Σήμερα που μιλάμε υπάρχει μόνο ένα νυχτερινό μαγαζί στη Ρόδο, που είναι αμιγώς μπουζουξίδικο, και λειτουργεί μόνο το Σάββατο. Τώρα τον Αύγουστο δούλεψε και Παρασκευή. Δεν υπάρχουν πλέον μπουζούκια στη Ρόδο, η νυχτερινή ζωή της Ρόδου έχει αλλάξει. Παλαιότερα οι Ροδίτες πήγαιναν για ποτό στην Παλιά Πόλη και κατά τις 2 με 3 τα ξημερώματα ξεκινούσαν για τα μπουζούκια. Η σημερινή νεολαία πηγαίνει για ένα ποτό, κυρίως στην Παλιά Πόλη, και άντε να πιει κι ένα δεύτερο. Μετά θα πάει σπίτι.
• Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο βασικότερος λόγος είναι η έλλειψη χρημάτων. Επιπλέον, η νεολαία σήμερα, στην πλειονότητά της, δεν έχει δικά της χρήματα. Περιμένει από τους γονείς χαρτζιλίκι, λίγα είναι τα νέα παιδιά που δουλεύουν κι έχουν δικά τους χρήματα για να βγουν έξω. Πόσα να δώσει ένας γονιός στο παιδί του για την έξοδό του, όταν πασχίζει να καλύψει άλλες υποχρεώσεις. Ισα ισα για ένα ποτό, άντε δύο σπανιότερα, και μόνο σε όσους περισσεύουν χρήματα.
• Φαντάζομαι έχουν πέσει και τα μεροκάματα.
Εννοείται. Πριν από δέκα χρόνια για παράδειγμα, ζούσαμε από αυτή τη δουλειά. Σήμερα είναι αδύνατον. Με ένα νυχτοκάματο την εβδομάδα, που κι αυτό έχει πέσει σημαντικά, τι να πρωτοπληρώσει ένας τραγουδιστής; Τα ρούχα του, τις δημόσιες σχέσεις, τους λογαριασμούς, τα έξοδα της οικογένειας; Προσωπικά, τα χρήματα από την πρωινή μου εργασία ως τεχνικός διατίθενται αποκλειστικά για τις ανάγκες της οικογένειάς μου, και από τα μεροκάματα που κάνω το βράδυ, ό,τι μείνει, τα διαθέτω με φειδώ για τα έξοδα που συνεπάγεται το επάγγελμα του τραγουδιστή.
• Αρα στη Ρόδο έμειναν μόνο τα μπαράκια και τα clubs;
Σήμερα κόσμο έχει η Παλιά Πόλη, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι γεμίζουν και τα ταμεία… Ο κόσμος δεν ξοδεύει. Μπορεί να μείνει σε ένα μαγαζί δυο-τρεις ώρες και να πιει μόνο ένα ποτό.
• Και μιλάμε για τη Ρόδο, απ΄όπου ξεκίνησαν μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού και όχι μόνο.
Σχεδόν όλοι ξεκίνησαν από ΄δω. Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γίνει τεράστιες αλλαγές στη νυχτερινή ζωή της Ρόδου.
• Σε talent show σκέφτηκες να πας;
Δεν πιστεύω σε αυτά. Θεωρώ ότι κάποια πράγματα είναι δρομολογημένα. Πολλοί Ροδίτες πήγαν, με καλή φωνή, αλλά έφτασαν μέχρι ένα σημείο επειδή έπρεπε να περάσουν κάποιοι άλλοι…
• Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η κατάσταση στη Ρόδο;
Στα τελευταία χρόνια η διασκέδαση έχει συνδυαστεί με το φαγητό. Δουλεύουν τα εστιατόρια και οι ταβέρνες που έχουν live μουσική. Παλαιότερα πολλοί τραγουδιστές δεν τα προτιμούσαν, σήμερα έχει αλλάξει αυτό. Ολο και περισσότεροι τραγουδιστές επιλέγουν μικρά σχήματα είτε σε εστιατόρια είτε σε ξενοδοχεία. Εγώ έχω επιλέξει να παραμείνω στη Ρόδο, θα βγάζω τα τραγούδια που θέλω εγώ, χωρίς να είμαι μέρος του κυκλώματος, κάνω μόνος μου προωθητικές ενέργειες, όποιος άλλος θέλει τα προωθεί, κι αν είναι γραφτό να πάω παραπάνω, θα πάω