Πολύ σοβαρά στοιχεία, που καταδεικνύουν το μέγεθος της οικονομίας του διαμοιρασμού, των απωλειών του Δημοσίου, αλλά και των ξενοδοχείων, από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά και των μεγεθών της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς, προέκυψαν από την δημοσιοποίηση της μελέτης «Η φοροδοτική δυνατότητα των ξενοδοχείων και η δυνατότητα αξιοποίησης της οικονοµίας διαµοιρασµού για τη φορολογική εξοµάλυνση του κλάδου», που έγινε από τον πρόεδρο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Γιώργο Τσακίρη.
Από την μελέτη που εκπόνησε η Grant Thornton, έχουν προκύψει τέσσερα βασικά ευρήματα:
- Τη σημαντικότητα του ξενοδοχειακού κλάδου στην ελληνική οικονομία: τα ξενοδοχεία συμβάλουν με € 17,36 δισ. (9,87% του ΑΕΠ), αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 52% της συμβολής που δημιουργεί ο τουρισμός συνολικά στην οικονομία. Επιπρόσθετα χάρη στα ξενοδοχεία της χώρας, βρίσκουν θέσεις απασχόλησης πάνω από 236 χιλ. άτομα, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 6,48% της απασχόλησης της χώρας.
- Η χρηματοοικονομική θέση των ξενοδοχείων διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία: τα ξενοδοχεία 3* και 4* εμφανίζουν το υψηλότερο περιθώριο λειτουργικών κερδών, ενώ τα ξενοδοχεία χαμηλών προδιαγραφών (1* και 2*) κατά μέσο όρο εμφανίζουν αρνητικά αποτελέσματα. Σε όλες τις κατηγορίες υπάρχει μεγάλη απαίτηση για εξυπηρέτηση του δανεισμού, περιορίζοντας τις δυνατότητες ρευστότητας των ξενοδοχείων. Συγχρόνως προκύπτει πως το μέσο τυπικό ξενοδοχείο της χώρας έχει ουσιαστικά εξαντλήσει τη φοροδοτική του ικανότητα, ενώ φέρει και τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με εκείνα των ανταγωνιστριών χωρών της χώρας. Η εφαρμογή του φόρου διαμονής ή άλλων νέων φορολογικών βαρών θα αδυνατήσει καίρια τη δυνατότητα των ξενοδοχείων να διαδραματίζουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.
- Η οικονομία διαμοιρασμού στη διαμονή εμφανίζει έντονη δυναμική όμως προκαλεί έντονες αρνητικότητες: το μέγεθός της στην Ελλάδα το 2017 ξεπερνά τα € 1,71 δισ.. Ωστόσο εξαιτίας της, η ξενοδοχειακή αγορά υφίσταται καθαρές απώλειες ύψους €~ 525 εκ., σε ετήσια βάση, «χάνονται» 13.860 θέσεις εργασίας, ενώ τα καθαρά διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου ανέρχονται σε € ~ 88 εκ.. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχει πλέον δημιουργηθεί ένα σχετικό θεσμικό πλαίσιο για τη ρυθμιστική ενσωμάτωσή της στην ευρύτερη οικονομία, μέσω του Ν. 4446/2016, του Ν. 4465/2017 και του Ν. 4472/2017, εντούτοις εξακολουθούν να υφίστανται ζητήματα διαφορετικής φορολογικής αντιμετώπισης μεταξύ των δύο τομέων.
- Ο υψηλός βαθμός υποκατάστασης μεταξύ ξενοδοχείων και καταλυμάτων οικονομίας διαμοιρασμού σε συνδυασμό με το φαινόμενο της άνισης φορολογικής μεταχείρισης, προκαλεί στρεβλώσεις στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, κυρίως σε επίπεδο τιμών. Από τη στιγμή που η τιμή διάθεσης δύο κοινών προϊόντων φέρει διαφορετική φορολογική επιβάρυνση, η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και δημιουργούνται αντικίνητρα παραγωγικότητας και βελτίωσης των προσφερόμενων αγαθών. Σε περίπτωση μάλιστα που υπάρξει μια φορολόγηση της οικονομίας διαμοιρασμού όπως εκείνη των ξενοδοχείων, είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια πρόσθετη ετήσια εισροή για το δημόσιο της τάξεως των € ~ 341 εκ.
Είναι σαφές πως απαιτείται να βρεθεί μια ρυθμιστική λύση του εν λόγω ζητήματος. Η προώθηση της κοινής φορολογικής μεταχείρισης των δύο τομέων όχι μόνο θα περιορίσει το πρόβλημα της στρέβλωσης της αγοράς, αλλά και θα ενισχύσει τα δημόσια έσοδα, δημιουργώντας δυνατότητες αναδιανομής των φορολογικών βαρών προς όφελος των ασθενέστερων ομάδων.
Ο Γ. Τσακίρης
Σύμφωνα με τη μελέτη, o κοινός τρόπος φορολόγησης των ξενοδοχείων και των καταλυμάτων οικονομίας διαμοιρασμού δύναται να δημιουργήσει εισροή εσόδων για το δημόσιο κατ΄ ελάχιστον 341 εκατ. ευρώ ετησίως.
Κατά την μελέτη η προώθηση της φορολογικής ισότητας στον τουρισμό και γενικά η ορθή αξιοποίηση της οικονομίας διαμοιρασμού στην Ελλάδα θα δημιουργήσει δυνατότητες αναδιανομής των φορολογικών βαρών προς όφελος των ασθενέστερων, θα βελτιώσει τον υγιή ανταγωνισμό, θα δημιουργήσει ώθηση στις υποδομές που δημιουργούν προστιθέμενη αξία και εν τέλει θα ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας.
Όπως επισημαίνεται ο υψηλός βαθμός υποκατάστασης μεταξύ ξενοδοχείων και καταλυμάτων οικονομίας διαμοιρασμού σε συνδυασμό με το φαινόμενο της άνισης φορολογικής μεταχείρισης, προκαλεί στρεβλώσεις στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, κυρίως σε επίπεδο τιμών. Ταυτόχρονα, η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και δημιουργούνται αντικίνητρα παραγωγικότητας και βελτίωσης των προσφερόμενων αγαθών.
Στο πλαίσιο της φοροδοτικής ικανότητας των ελληνικών ξενοδοχείων η μελέτη της Grant Thornton σημειώνει ότι στο ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα παρατηρείται η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με εκείνο των υπολοίπων ανταγωνιστριών χωρών στον τομέα του τουρισμού. Ειδικότερα υπογραμμίζεται ότι η υπερφορολόγηση των ξενοδοχείων οδηγεί σε υψηλότερες τελικές τιμές κατά 2,20% έως 6,77% για να επιτευχθεί ένα αντίστοιχο ποσοστό κέρδους με τους ανταγωνιστές τους. Στην πράξη δηλαδή υποχρεώνει τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα σε σαφώς χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, γεγονός που αδυνατίζει πλήρως τη δυνατότητά τους να διαδραματίσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.
Η έρευνα της Grant Thornton αναφέρει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016 τα ξενοδοχεία συνεισφέρουν περίπου το 10% του ΑΕΠ και το 6,5% της απασχόλησης στη χώρα, ενώ ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία συμβάλλει με ποσοστό 18,63%.
Ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας κ. Γιώργος Τσακίρης αναφερόμενος στα συμπεράσματα της μελέτης της Grant Thornton τόνισε ότι : «η άμεση και έμμεση συμβολή του ελληνικού ξενοδοχείου στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει φέτος τα 17δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 52% των εθνικών τουριστικών εσόδων. Ο ελληνικός τουρισμός, άμεσα και έμμεσα, συνεισφέρει με 23,4% στην συνολική εθνική απασχόληση. Την ίδια στιγμή όμως η Ελλάδα δεν είναι σε καμία από τις πρώτες 5 θέσεις προτίμησης των 5 κυριότερων τουριστικών αγορών μας.
Η δε ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού κατατάσσει την χώρα μας στην 24η θέση , με την Ισπανία στην 1η και την Γαλλία στην 2η, καίτοι για αυτές τις χώρες ο τουρισμός τους, ενώ παράγει εξαπλάσια των δικών μας έσοδα , συνεισφέρει στα αντίστοιχα ΑΕΠ εως και 50% λιγότερο σε σχέση με τον ελληνικό τουρισμό».
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του Ξ.Ε.Ε. :«Οι οικονομικές επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων γίνονται εκ νέου θετικές από το 2015 και οι πλέον αποδοτικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι αυτές των 3*και 4*. Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι η οικονομία του διαμοιρασμού έχει πάψει να αποτελεί μια εναλλακτική δραστηριότητα, αλλά συνιστά μία παράλληλη με τον αδειοδοτημένο τομέα μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, με τεράστιο πλέον τζίρο. Μπροστά στη νέα αυτή πραγματικότητα οφείλουν να δράσουν επαγγελματίες και Πολιτεία η οποία οφείλει να διασφαλίσει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα μεταξύ των πολιτών, όσον αφορά στην ίση κατανομή των βαρών και κατά συνέπεια στην φορολόγηση αυτής της δραστηριότητας. Δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούν να υπάρχουν φορολογούμενοι δύο ταχυτήτων».
Ο κ. Τσακίρης καταλήγοντας προσθέτει : « Δεν μπορεί να μιλάμε για πάταξη φοροδιαφυγής χωρίς διεύρυνση φορολογικής βάσης . Δεν μπορεί να λέμε πολεμάμε τη μαύρη εργασία αλλά να κλείνουμε το μάτι στην ασυδοσία ορισμένων. Δεν μπορεί η ισότητα των ευκαιριών και του ανταγωνισμού να είναι αλά καρτ».
Οι εισπράξεις δεν «ακολουθούν» τις αφίξεις
Η Ελλάδα αποτελεί σημείο διεθνούς τουριστικού ενδιαφέροντος, τόσο για λόγους αναψυχής, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, όσο και για τον πολιτιστικό και ιστορικό πλούτο που τη χαρακτηρίζει. Η πρώτη ομάδα δεικτών, που αντικατοπτρίζει τη δυναμική του τουριστικού κλάδου, είναι η κίνηση του εισερχόμενου τουρισμού. Την τελευταία πενταετία (2012-2016) η Ελλάδα προσέλκυσε κατά μέσο όρο πάνω από 23 εκ. επισκέπτες ετησίως, ενώ το 2016 ξεπέρασε τα 28 εκ. με τάσεις περαιτέρω ενίσχυσης το 2017. Η αύξηση αυτή των αφίξεων από το εξωτερικό επέτρεψε την ενίσχυση του συνόλου των τουριστικών εισπράξεων, ενώ συνακόλουθη αύξηση κατέγραψαν και οι διανυκτερεύσεις. Ωστόσο, διαφορετική εικόνα υπάρχει στους επιμέρους δείκτες της δαπάνης ανά διανυκτέρευση και της μέσης διάρκειας παραμονής. Διαχρονικά οι δύο κατηγορίες δεικτών παρουσιάζουν πτώση, γεγονός που συνδέεται με το είδος των τουριστών που προσελκύει η χώρα αλλά και με τη γενικότερη μεταβολή των προτιμήσεων των καταναλωτών. Αυτή η εξέλιξη άλλωστε εξηγεί και το γεγονός ότι παρά τη μέση ετήσια αύξηση των αφίξεων στη χώρα κατά 13,45%, οι εισπράξεις αυξήθηκαν με ρυθμό 6,05%, δηλαδή 50% μικρότερο.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα διαθέτει συνολικά 9.730 ξενοδοχειακές μονάδες. Από αυτές ο κυρίαρχος τύπος είναι τα ξενοδοχεία κλασικού τύπου, τα ξενοδοχεία κατηγορίας 2* και 3* σε επίπεδο μονάδων, ή κατηγορίας 2* και 4* σε επίπεδο κλινών. Ένα ακόμα στοιχείο που προκύπτει, είναι η μέση δυναμική που υπάρχει στο κάθε ξενοδοχείο, που δεν ξεπερνά τα 42 δωμάτια.
Ως προς τη γεωγραφική κατανομή του ξενοδοχειακού δυναμικού, να σημειωθεί πως οι μεγαλύτερες μονάδες βρίσκονται στην Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά, με μέσο όρο δωματίων τα 57,3 και 51,5 αντίστοιχα, ενώ οι μικρότερες στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία (20,6 και 23,1 δωμάτια αντίστοιχα). Τέλος τα περισσότερα ξενοδοχεία 5* βρίσκονται στις περιφέρειες Αττικής και Κρήτης (ΙΤΕΠ, 2017). Έχοντας αποτυπώσει την τουριστική κίνηση και τη ξενοδοχειακή υποδομή, είναι δυνατό να εξεταστεί η συμβολή του τουρισμού και κυρίως των ξενοδοχείων στην οικονομία της χώρας.
Ο τζίρος των ξενοδοχείων και η συνεισφορά στην Οικονομία
Τα συνολικά έσοδα των ξενοδοχείων το 2016 ανέρχονται σε € 6,92 δισ. Επίσης, προκύπτει ότι τα καταλύματα κατηγορίας 5* και 4* αστέρων συνεισφέρουν το μεγαλύτερο ποσοστό των παραγόμενων εσόδων. Δηλαδή, παρότι αποτελούν το 42,23% του αριθμού ξενοδοχείων, αποδίδουν το 66,33% των συνολικών εσόδων, γεγονός που οφείλεται στην αυξημένη πληρότητα και στην υψηλότερη τιμή δωματίου.
Έχοντας ως βάση το συνολικό αυτό κύκλο εργασιών των ξενοδοχείων, είναι δυνατό να εκτιμηθεί η συμβολή τους στην οικονομία και στην απασχόληση. Ειδικότερα, η λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων δημιουργεί, αντίστοιχα όπως και ο τουρισμός, άμεσα, έμμεσα και επαγόμενα οφέλη. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, ο πολλαπλασιαστής των άμεσων επιδράσεων του κλάδου ανέρχεται σε 1,34, των έμμεσων σε 0,22 και των επαγόμενων σε 0,95 (ΚΕΠΕ, 2015). Με χρήση επομένως των ανωτέρω πολλαπλασιαστών επί του κύκλου εργασιών θα προκύψει το ύψος της άμεσης, έμμεσης και επαγόμενης συμβολής καθώς και της συνολικής συμβολής στην ελληνική οικονομία. Οι σχετικές εκτιμήσεις δείχνουν πως η συνολική συμβολή των ξενοδοχείων στην ελληνική οικονομία ανέρχεται σε € 17,36 δισ.. Ουσιαστικά τα ξενοδοχεία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 52% της συμβολής που δημιουργεί ο τουρισμός συνολικά στην οικονομία, αποτελώντας το 9,87% του ΑΕΠ για το 2016 (ίσο με € 175,89 δισ.).
Η απασχόληση
Όσον αφορά τώρα τη συμβολή των ξενοδοχείων στην απασχόληση, σημειώνεται καταρχάς ότι στα ξενοδοχεία της χώρας απασχολούνται 121 χιλ. εργαζόμενοι (ΙΤΕΠ, 2017). Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, κάθε € 1 εκ. δαπάνη στα ξενοδοχεία δημιουργεί (εκτός ξενοδοχείων) 19 άμεσες θέσεις εργασίας, 3 έμμεσες και 10 επαγόμενες (ΚΕΠΕ, 2016). Λαμβάνοντας τα δεδομένα αυτά υπόψη καθώς και τα σχετικά έσοδα που δημιουργούνται στα ξενοδοχεία, είναι δυνατό να υπολογιστεί η συμβολή στην απασχόληση σε άμεσο, έμμεσο και επαγόμενο επίπεδο. Οι σχετικοί υπολογισμοί δείχνουν πως χάρη στα ξενοδοχεία της χώρας, βρίσκουν απασχόληση πάνω από 236 χιλ. άτομα, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 27,4% του συνόλου της απασχόλησης στον τουρισμό. Δεδομένου του συνολικού μεγέθους απασχολούμενων στη χώρα (ίσο με 3,64 εκ. άτομα), προκύπτει πως τα ξενοδοχεία συνεισφέρουν στο 6,48% της απασχόλησης, μέγεθος ιδιαίτερα υψηλό για έναν και μόνο (υπό) κλάδο μιας οικονομίας.
Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για ταξίδια αναψυχής, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ως εκ τούτου, η συγκριτική ανάλυση των κύριων μεγεθών του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος θα προκύψει μέσα από τον προσδιορισμό των ανταγωνιστριών χωρών, που ως εναλλακτικοί προορισμοί προσφέρουν παρόμοιες υπηρεσίες και βρίσκονται σε κοντινή γεωγραφική ζώνη. Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από δύο στάδια: αρχικά μέσω της εύρεσης των κυριότερων χωρών προέλευσης των αλλοδαπών τουριστών σε επίπεδο διανυκτερεύσεων στην Ελλάδα και στη συνέχεια μέσα από την εύρεση των εναλλακτικών προορισμών των κατοίκων των χωρών αυτών. Οι πρώτες πέντε χώρες προέλευσης των επισκεπτών στην Ελλάδα, βάσει των διανυκτερεύσεων για το 2016, είναι η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το σύνολο των διανυκτερεύσεων των επισκεπτών από αυτές τις χώρες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του συνόλου των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών στην Ελλάδα (Πίνακας 9).
Πίνακας 9: Διανυκτερεύσεις εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά χώρα προέλευσης (σε χιλιάδες)
Χώρα προέλευσης Αριθμός διανυκτερεύσεων Ποσοστιαία κατανομή (%)
2014 2015 2016 2014 2015 2016
Γερμανία | 30.302 | 31.366 | 32.989 | 16,40 | 16,95 | 17,33 |
Ηνωμένο Βασίλειο | 20.448 | 23.773 | 26.583 | 11,07 | 12,85 | 13,96 |
Ιταλία | 10.248 | 11.966 | 11.598 | 5,55 | 6,47 | 6,09 |
Γαλλία | 14.501 | 14.411 | 11.573 | 7,85 | 7,79 | 6,08 |
ΗΠΑ | 6.816 | 8.560 | 8.178 | 3,69 | 4,63 | 4,30 |
Ολλανδία | 6.853 | 6.727 | 7.430 | 3,71 | 3,64 | 3,90 |
Ρουμανία | 3.890 | 4.133 | 6.835 | 2,11 | 2,23 | 3,59 |
Κύπρος | 4.973 | 4.998 | 6.379 | 2,69 | 2,70 | 3,35 |
Ρωσία | 13.119 | 5.466 | 6.049 | 7,10 | 2,95 | 3,18 |
Λοιπές Χώρες | 73.638 | 73.628 | 72.789 | 39,83 | 39,79 | 38,22 |
Σύνολα | 184.788 | 185.028 | 190.403 | 100,00 | 100,00 | 100,00 |
Πηγή: (Τράπεζα της Ελλάδος, 2017).
Σε δεύτερο στάδιο και λαμβάνοντας υπόψη τα τουριστικά δεδομένα των χωρών αυτών ως προς τις διανυκτερεύσεις, γίνεται εντοπισμός των κυρίων εναλλακτικών τουριστικών προορισμών (πέραν της Ελλάδας) που επιλέγουν οι εν λόγω κάτοικοι. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίστηκαν οι πέντε πρώτοι τουριστικοί προορισμοί που επιλέγουν οι κάτοικοί της κάθε χώρας βάσει στοιχείων του εξερχόμενου τουρισμού τους (Πίνακας 10).
Πίνακας 10: Εξερχόμενος τουρισμός Γερμανίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ιταλίας, Γαλλίας και ΗΠΑ
Χώρες Κατάταξη Προορισμού
1η 2η 3η 4η 5η
Γερμανία Ισπανία Ιταλία Τουρκία Αυστρία Κροατία
Ην. Βασίλειο Ισπανία Ιταλία Βέλγιο Ην Βασίλειο Γερμανία
Ιταλία Γαλλία Ισπανία Γερμανία Ελβετία Ην. Βασίλειο
Γαλλία Ισπανία Ιταλία Βέλγιο Ην Βασίλειο Γερμανία
ΗΠΑ Μεξικό Καναδάς Ην Βασίλειο Δομινικανή Δημ Γαλλία
Πηγή: (OECD, 2016) και (FUR Forschungsgemeinschaft Urlaub und Reisen, 2016).
Στη συνέχεια από το σύνολο αυτό των προορισμών αναζητούνται εκείνοι που διαθέτουν παρόμοια χαρακτηριστικά με το ελληνικό τουριστικό προϊόν και δύναται να θεωρηθούν ως ανταγωνιστές της Ελλάδας. Με τον τρόπο αυτό αποκλείονται από την ανάλυση ως εναλλακτικοί προορισμοί το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία στην Ευρώπη, λόγω διαφοροποιημένου τουριστικού προϊόντος, καθώς και το Μεξικό, ο Καναδάς και η Δομινικανή Δημοκρατία, κυρίως λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Ως εκ τούτου, προκύπτει πως οι επικρατέστεροι εναλλακτικοί τουριστικοί προορισμοί έναντι της Ελλάδας είναι: η Ισπανία η Κροατία,, η Ιταλία, η Τουρκία και η Γαλλία. Κύριο χαρακτηριστικό του τουριστικού προϊόντος των χωρών αυτών είναι η σημαντική οικονομική συνεισφορά του στο ΑΕΠ και στη συνολική απασχόληση (ως %) της κάθε χώρας.
Η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, έχουν μεγάλη δυναμική στην παραγωγή τουριστικών εσόδων, προσελκύοντας επισκέπτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Στην Κροατία, αν και σε απόλυτα μεγέθη τα τουριστικά έσοδα είναι περιορισμένα, υπάρχει η μεγαλύτερη συνεισφορά του τουρισμού ως ποσοστό στο ΑΕΠ της χώρας, προφανώς λόγω μεγέθους της οικονομίας. Στην Τουρκία από την άλλη πλευρά, αν και τα απόλυτα μεγέθη λόγω δυναμικής της οικονομίας είναι υψηλά, η ποσοστιαία συμβολή του τουρισμού είναι συγκριτικά μικρότερη. Εξετάζοντας τώρα και τα σχετικά μεγέθη της Ελλάδας, να σημειωθεί καταρχάς ότι η υψηλή συνολική συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας οφείλεται τόσο στην αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό όσο και στη μείωση πολλών άλλων κλάδων, που οδήγησαν άλλωστε και στη σωρευτική συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 24,8% την τελευταία εξαετία. Εκείνο ωστόσο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η πολύ μεγάλη συμβολή του κλάδου σε επίπεδο απασχόλησης, όπου η ποσοστιαία συμβολή του είναι και η υψηλότερη μεταξύ όλων των χωρών που εξετάζονται.
Πέραν των βασικών αυτών μεγεθών του τουρισμού, χρειάζεται να αναλυθούν και τα στοιχεία που αφορούν τις υποδομές διαμονής της κάθε χώρας. Χρειάζεται ουσιαστικά να πραγματοποιηθεί μια καταγραφή των υφιστάμενων ξενοδοχειακών μονάδων των παραπάνω χωρών, σε αριθμό, δυναμικότητα και κατηγορία αστέρων. Όπως δείχνουν τα σχετικά μεγέθη (Πίνακας 12), το μείγμα του προσφερόμενου ξενοδοχειακού προϊόντος διαφοροποιείται σε κάθε χώρα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός (ως ποσοστό) κλινών σε ξενοδοχεία κατηγορίας 5*, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός κλινών κατηγορίας 4* υπάρχει στην Ισπανία και την Κροατία. Συγχρόνως στην Ελλάδα εμφανίζεται και ο μεγαλύτερος αριθμός κλινών σε ξενοδοχεία 1* και 2*, ενώ παρουσιάζεται αρνητική απόκλιση από το μέσο όρο των υπό εξέταση χωρών σε αριθμό κλινών σε ξενοδοχεία 3* και 4*, γεγονός που φανερώνει και την έντονη αντίθεση που υπάρχει στο ξενοδοχειακό προϊόν στο εσωτερικό της χώρας. Να σημειωθεί τέλος πως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα, διαθέτουν κατά μέσο όρο μικρές ξενοδοχειακές μονάδες, με 67, 71 και 80 κλίνες αντίστοιχα ανά μονάδα. Στον αντίποδα, η Ισπανία, η Κροατία και η Τουρκία διαθέτουν κατά μέσο όρο σαφώς μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες, με 162, 199 και 258 κλίνες αντίστοιχα ανά ξενοδοχείο. Να σημειωθεί πως τα στοιχεία για την Τουρκία αφορούν αποκλειστικά τα επισήμως καταγεγραμμένα ξενοδοχεία. Στην εν λόγω αγορά εκτιμάται πως υπάρχει και ένας αριθμός ξενοδοχείων που δεν καταγράφεται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία και πιθανώς η πραγματική εικόνα της δυναμικής των ξενοδοχείων να είναι εν τέλει διαφορετική.
Θέση του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος στη διεθνή ανταγωνιστικότητα
Μια πρώτη αξιολόγηση της τουριστικής δυναμικής κάθε χώρας αποτυπώνεται στην έκθεση «Travel and Tourism Competitiveness Report 2017» του World Economic Forum. Στην έκθεση αυτή, χρησιμοποιώντας μια σειρά από κριτήρια, υπολογίζεται ένας δείκτης ανταγωνιστικότητας για τον τουριστικό κλάδο της κάθε χώρας. Σκοπός είναι να ληφθεί υπόψη το σύνολο των παραμέτρων που επηρεάζουν την ανάπτυξη του τουρισμού. Ειδικότερα, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του τουρισμού στηρίζεται σε συνολικά ενενήντα κριτήρια που αφορούν δεκατέσσερις επιμέρους τομείς. Οι τομείς περιλαμβάνουν τέσσερα βασικά πεδία: το ευρύτερο περιβάλλον, τις ακολουθούμενες πολιτικές και τις συνθήκες ταξιδιού, τις υποδομές, το φυσικό και πολιτιστικό πλούτο. Η συνολική βαθμολογία της κάθε χώρας είναι αποτέλεσμα των επί μέρους αξιολογήσεων που γίνονται σε κάθε πεδίο. Βάσει της τελευταίας δημοσιευμένης έκθεσης, προκύπτει πως η Ελλάδα, καταλαμβάνει για το 2016 την 24η θέση ανάμεσα σε 136 χώρες, σημειώνοντας βελτίωση από την προηγούμενη χρονιά όπου κατείχε την 31η θέση ανάμεσα σε 141 χώρες (World Economic Forum, 2017). Εξετάζοντας τώρα τη θέση των άμεσα ανταγωνιστικών χωρών, γίνεται φανερό ότι η Ελλάδα τουριστικά βρίσκεται σε μια ενδιάμεση θέση, δεδομένου ότι τρεις χώρες (Ισπανία, Γαλλία, και Ιταλία) είναι σαφώς πιο ανταγωνιστικές ενώ δύο (Κροατία, Τουρκία) υπολείπονται.
Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι να εξεταστεί αν υπάρχουν συγκεκριμένοι τομείς όπου η χώρα υπολείπεται εντόνως ή υπερέχει σε σχέση με τους κύριους ανταγωνιστές. Ειδικότερα, όλοι οι ανταγωνιστές της (πλην Τουρκίας) βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις στους τομείς της ετοιμότητας σε επίπεδο ΤΠΕ, τις τουριστικές υποδομές, τις υποδομές εδάφους και λιμένων, των φυσικών πόρων και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Επίσης, η χώρα υπολείπεται ως προς τους ανταγωνιστές της (πλην Κροατίας) στους τομείς των πολιτιστικών πόρων και επιχειρηματικών ταξιδιών. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα λαμβάνει την υψηλότερη βαθμολογία στον τομέα της υγείας και υγιεινής και τη δεύτερη υψηλότερη στον τομέα της ανταγωνιστικότητας τιμής και προτεραιοποίησης του τουριστικού κλάδου, με τις αντίστοιχες πρώτες θέσεις να καταλαμβάνονται από την Τουρκία και την Ισπανία.
Επόμενα στοιχεία που χρειάζεται να διερευνηθούν είναι το μερίδιο αγοράς που αποσπά η κάθε χώρα και η σχετική θέση της στην τουριστική αγορά. Το μέγεθος της αγοράς οριοθετείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 με την προσθήκη της Τουρκίας (αφού αποτελεί ανταγωνιστικό προορισμό ως προς την Ελλάδα), σε ένα σύνολο δηλαδή 29 χωρών. Τα μερίδια θα υπολογιστούν σε επίπεδο κλινών τουριστικών καταλυμάτων και ξενοδοχείων, διανυκτερεύσεων και εισπράξεων. Οι σχετικοί υπολογισμοί δείχνουν πως η Ελλάδα, αν και αποτελεί την 16η οικονομία της Ε.Ε. (με βάση το ΑΕΠ), εντούτοις πετυχαίνει μια σαφώς καλύτερη επίδοση στην τουριστική αγορά. Ωστόσο η θέση της είναι σαφώς καλύτερη σε επίπεδο δυναμικότητας (κλίνες) αλλά όχι σε επίπεδο απόδοσης (διανυκτερεύσεις και εισπράξεις). Το φαινόμενο αυτό, κυρίως στις εισπράξεις, συνδέεται με τη δαπάνη ανά διανυκτέρευση που αποτυπώθηκε προηγουμένως και στην τιμολογιακή πολιτική που αναγκάζονται να ακολουθήσουν τα ξενοδοχεία της χώρας.
Πάρα ταύτα, αν εξεταστεί η διαχρονική εξέλιξη των μεριδίων από το 2012 έως το 2015, οι ρυθμοί μεταβολής τους δείχνουν πως η χώρα πετυχαίνει να βελτιώσει σημαντικά το μερίδιό της τόσο σε επίπεδο διανυκτερεύσεων όσο και εισπράξεων. Αν και η απόλυτη θέση της δεν βελτιώθηκε, εντούτοις η αύξηση του μεριδίου σε διανυκτερεύσεις και εισπράξεις υποδηλώνει την ενίσχυση της θέσης του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά.
Εν κατακλείδι, το ελληνικό ξενοδοχειακό προϊόν στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, παρά τις αδυναμίες του, είναι σε θέση να ανταγωνιστεί μεγάλες τουριστικές δυνάμεις, όπως την Ισπανία και την Ιταλία, και να διευρύνει το μερίδιο αγοράς που αυτή τη στιγμή κατέχει. Η χώρα έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών και κυρίως να αυξήσει την τουριστική είσπραξη, μέσα από τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και κυρίως μέσα από την περαιτέρω διαφοροποίηση του ξενοδοχειακού προϊόντος.
Φορολογική επιβάρυνση ξενοδοχείων
Έχοντας διερευνήσει τις διαφορές που υπάρχουν στο ξενοδοχειακό προϊόν μεταξύ της Ελλάδας και των κύριων ανταγωνιστών σε επίπεδο υποδομών, δαπανών και επιδόσεων, αποκτά ιδιαίτερα ενδιαφέρον να αντιπαρατεθούν και τα σχετικά φορολογικά καθεστώτα της κάθε χώρας. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις που θα μελετηθούν αφορούν στους άμεσους φόρους, οι οποίοι επιδρούν στην οικονομική δυναμική των ξενοδοχείων, και στους έμμεσους φόρους, που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα του προσφερόμενου προϊόντος. Στους άμεσους φόρους ανήκει ο φόρος εισοδήματος, ενώ στους έμμεσους ο φόρος προστιθέμενης αξίας που επιβαρύνει την τιμή του προϊόντος διαμονής και των λοιπών υπηρεσιών των ξενοδοχείων. Πέραν αυτών, υπάρχουν επιπρόσθετοι άμεσοι, έμμεσοι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως ο φόρος περιουσίας, τα τέλη παρεπιδημούντων, ο φόρος διαμονής, τα δημοτικά και λοιπά τέλη. Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης κρίνεται σκόπιμο να γίνει αντιπαραβολή των χωρών μόνο επί του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, γιατί οι φόροι αυτοί αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος, και δεύτερον, γιατί οι υπόλοιποι φόροι επηρεάζονται από τις αξίες των αγαθών (όπως π.χ. ο φόρος περιουσίας) ή από ειδικές διατάξεις (όπως π.χ. ο φόρος διαμονής), με αποτέλεσμα να υπάρχει ανομοιογένεια των αρχών εφαρμογής τους σε κάθε χώρα, καθιστώντας δυσχερή τη διαστρωματική σύγκριση και ανάλυσή τους.
Ξεκινώντας από την ελληνική αγορά, ο φόρος εισοδήματος των νομικών προσώπων ανέρχεται σε 29% επί των φορολογητέων κερδών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4334/2015. Το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται με ΦΠΑ που ανέρχεται σε 13% για τις υπηρεσίες διαμονής και σε 24% για τις λοιπές υπηρεσίες, βάσει του αρ. 52 του Ν.4389/2016, για τις περισσότερες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Η έκπτωση κατά 30% που υπάρχει στο ΦΠΑ για τα νησιά των Νομών Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου (πλην Ρόδου και Καρπάθου) θα ισχύει μέχρι την 31/12/2017 σύμφωνα με το αρ. 118 του Ν. 4446/2016. Στην αγορά της Ισπανίας, ο φόρος εισοδήματος ανέρχεται σε 25% επί των φορολογητέων εισοδημάτων των νομικών προσώπων. Ο ΦΠΑ για τις υπηρεσίες διαμονής και για τις λοιπές υπηρεσίες ανέρχεται σε 10%. Στην Κροατία, ο συντελεστής φόρου εισοδήματος επιχειρήσεων για κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα είναι της τάξης του 18%. Σε ότι αφορά τώρα στο ΦΠΑ, το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται με συντελεστή 13%..Στη χώρα της Ιταλίας, οι νομικές οντότητες υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος (IRES) που ανέρχεται σε 27,9% επί των καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων της εταιρείας. Αναφορικά στον ΦΠΑ (Imposta sul Valore Aggiunto – IVA), ο συντελεστής που εφαρμόζεται σε όλες τις υπηρεσίες των ξενοδοχείων ανέρχεται σε 10%. Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι εταιρείες υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος (CIT) με συντελεστή 20% επί των φορολογητέων εισοδημάτων τους. Ο συντελεστής ΦΠΑ, ο οποίος εφαρμόζεται στις υπηρεσίες διαμονής σε ξενοδοχειακά καταλύματα ανέρχεται σε 8% ενώ στις λοιπές υπηρεσίες σε 18% ((European Commission, 2017) και (OECD, 2017)). Τέλος, στη Γαλλία ο φορολογικός συντελεστής που επιβάλλεται στα φορολογητέα εισοδήματα των επιχειρήσεων ανέρχεται σε 33,33%. Ο συντελεστής του φόρου προστιθέμενης αξίας για την παροχή ξενοδοχειακών υπηρεσιών ανέρχεται σε 10%.
Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία των φορολογικών συντελεστών ανά χώρα, προκύπτει πως τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα υπόκεινται στο δεύτερο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης εισοδημάτων. Με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας, οι υπόλοιπες χώρες έχουν υιοθετήσει σαφώς χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος σε σχέση με την Ελλάδα. Ως προς την έμμεση φορολογία, το ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα επιβαρύνεται με τον υψηλότερο συντελεστή διαμονής και τον υψηλότερο λοιπών υπηρεσιών. Λαμβανομένου υπόψη το σύνολο των δεικτών, γίνεται φανερό πως το ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα φέρει τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με εκείνο των υπολοίπων ανταγωνιστριών χωρών στον τομέα του τουρισμού. Η διαπίστωση αυτή θα γίνει ακόμα σαφέστερη μέσα από την παράθεση μιας εφαρμογής της φορολογικής επιβάρυνσης του ξενοδοχειακού προϊόντος ανά χώρα.
Πίνακας 25: Βασικές φορολογικές επιβαρύνσεις ξενοδοχειακού κλάδου ανά χώρα
Παράμετροι Ελλάδα* Ισπανία Κροατία Ιταλία Τουρκία Γαλλία
Άμεση φορολόγηση
Συντελεστής
φορολόγησης
εισοδήματος
ξενοδοχείων 29,00% 25,00% 18,00% 27,90% 20,00% 33,33%
Έμμεση φορολόγηση
ΦΠΑ στη
διαμονή 13,00% 10,00% 13,00% 10,00% 8,00% 10,00%
ΦΠΑ στις
λοιπές
ξενοδοχειακές
υπηρεσίες 24,00% 10,00% 13,00% 10,00% 18,00% 10,00%
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων από ((European Commission, 2017) και (OECD, 2017)). *: έχει ληφθεί υπόψη η κατάργηση της έκπτωσης του ΦΠΑ που θα γίνει από 1/1/2018 δυνάμει του Ν. 4446/2016
Αρχικά χρειάζεται να προσδιοριστεί το επιδιωκόμενο κέρδος (μετά φόρων) στο ξενοδοχειακό κλάδο, κοινό για όλες τις χώρες προκειμένου να είναι δυνατή η σύγκριση των αποτελεσμάτων. Το κέρδος αυτό είναι δυνατό να θεωρηθεί πως απαιτείται να είναι ίσο τουλάχιστον με το κόστος κεφαλαίου (cost of capital) του Κλάδου. Στην αγορά των ξενοδοχείων στην Ευρώπη το μέσο κόστος κεφαλαίου είναι 10,56% (Damodaran Online,
2017). Με βάση αυτό το επιδιωκόμενο κέρδος μετά φόρων και λαμβάνοντας υπόψη τους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος, εκτιμάται το επιδιωκόμενο κέρδος προ φόρων. Στη συνέχεια, θεωρώντας ένα κοινό κόστος διαμονής (π.χ. € 100) για όλες τις χώρες (για λόγους σύγκρισης), εκτιμάται η τιμή που απαιτείται να έχει το προϊόν διαμονής προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο κέρδος προ φόρων. Έχοντας υπόψη το ΦΠΑ διαμονής που επικρατεί στην κάθε χώρα, υπολογίζεται η τελική τιμή του ξενοδοχειακού προϊόντος διαμονής. Καθώς όμως τα ξενοδοχεία, πέραν των υπηρεσιών διαμονής, προσφέρουν και λοιπές υπηρεσίες (όπως π.χ. εστίαση, εκδηλώσεις κλπ) και δεδομένου της διαφορετικής φορολογικής τους αντιμετώπισης, είναι σκόπιμο να γίνει ο σχετικός διαχωρισμός. Ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο κόστος για λοιπές ξενοδοχειακές υπηρεσίες (π.χ. € 20) και ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική με τη διαμονή, είναι δυνατό να προσδιοριστεί η τελική της τιμή προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο κέρδος.
Οι σχετικοί υπολογισμοί δείχνουν, πως στην Ελλάδα τα ξενοδοχεία, λόγω υπερφορολόγησης, είναι υποχρεωμένα να θέσουν στο τελικό προϊόν τους τιμές υψηλότερες κατά 3,21% έως 6,77% σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους προκειμένου να επιτύχουν αντίστοιχα ποσοστά κέρδους με εκείνα των άλλων χωρών. Το γεγονός βέβαια αυτό θα καθιστούσε το ξενοδοχειακό προϊόν της χώρας λιγότερο ανταγωνιστικό από αυτό των υπολοίπων χωρών. Ως εκ τούτου τα ξενοδοχεία τελικά υποχρεώνονται να συμβιβαστούν με σαφώς χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Λαμβανομένου υπόψη τα ευρήματα της εφαρμογής αυτής, το γεγονός ότι η μέση τουριστική δαπάνη στην Ελλάδα είναι χαμηλή, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη των ανταγωνιστών, τότε γίνονται απόλυτα κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους το μέσο περιθώριο κέρδους των ξενοδοχείων της χώρας μετά από φόρους εκτιμάται μόλις στο 1,52% (βλ. ενότητα 2.1). Η υψηλή φορολόγηση των ξενοδοχείων στην Ελλάδα συρρικνώνει τα επίπεδα κερδοφορίας, περιορίζοντας τις δυνατότητές τους να προχωρήσουν σε επενδύσεις και να ενισχύσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο. Συγχρόνως εγκλωβίζονται σε συνθήκες αδυναμίας για την αντιμετώπιση κάποιας έκτακτης δαπάνης, με αποτέλεσμα να τίθενται εν τέλει κίνδυνοι βιωσιμότητας.
Δεν «βγαίνουν» τα ξενοδοχεία, ούτε λόγος για ανακαινίσεις
Οι σχετικοί υπολογισμοί δείχνουν πως υπάρχουν κατηγορίες ξενοδοχείων, όπως π.χ. τα 1* και 5* που ουσιαστικά οι λειτουργικές τους ροές μετά φόρων εξαντλούνται πλήρως από την ανάγκη εξυπηρέτησης του δανεισμού και από την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου οι λειτουργικές ροές είναι μεγαλύτερες, όπως στις κατηγορίες 2*, 3* και 4* το υπολειπόμενο μέγεθος είναι ιδιαίτερα μικρό, καθιστώντας οποιεσδήποτε δυνατότητες των ξενοδοχείων για περαιτέρω εκροές (π.χ. υλοποίηση νέων επενδύσεων ή αντιμετώπιση έκτακτων δαπανών) απολύτως περιορισμένες. Ουσιαστικά τα στοιχεία υποδηλώνουν, ότι το μέσο τυπικό ξενοδοχείο της χώρας έχει εξαντλήσει τη φοροδοτική του ικανότητα με το ισχύον φορολογικό καθεστώς, χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνονται οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που έχουν θεσπιστεί και θα εφαρμοστούν από το επόμενο έτος (όπως π.χ. ο φόρος διαμονής και η κατάργηση της έκπτωσης στο ΦΠΑ). Αν προσμετρηθούν και οι εν λόγω επιβαρύνσεις τότε τίθενται ζήτημα κατά πόσο τα ξενοδοχεία θα εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο, καθώς στην περίπτωση αυτή θα υποχρεωθούν να περιορίσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στα νέα φορολογικά βάρη.
Δεδομένης όμως της ανάγκης διατήρησης και ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, χρειάζεται να εντοπιστούν άλλες, αναξιοποίητες φορολογικά, δυνατότητες που έχει ο τουρισμός. Μια από αυτές είναι και η οικονομία διαμοιρασμού, η οποία, όπως αποτυπώνεται και στην ενότητα που ακολουθεί, έχει τη δυναμική να αποτελέσει έναν «διπολικό μηχανισμό» ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων αλλά και φορολογικής εξομάλυνσης των ξενοδοχείων.
Πλατφόρμες διαμοιρασμού
Οι πλατφόρμες διαμοιρασμού έχουν εισχωρήσει σε διάφορους τομείς της οικονομίας, πέντε όμως αποτελούν τους κυριότερους: η διαμονή (διαμοιρασμός σπιτιού / δωματίων), η μεταφορά (διαμοιρασμός μεταφορικού μέσου) οι επαγγελματικές υπηρεσίες (διαμοιρασμός μικροεργασιών, ανταλλαγή τεχνογνωσίας), οι προσωπικές και οικιακές υπηρεσίες (μαγειρική, καθαριότητα) και οι υπηρεσίες χρηματοδότησης (δανεισμός μεταξύ φυσικών προσώπων). Η συνολική αξία των πέντε αυτών τομέων στην Ε.Ε. ξεπέρασε τα € 28 δισ. το 2015 (Πίνακας 21), από € 10 δισ. που ήταν το 2013, δημιουργώντας € 3,6 δισ. καθαρά έσοδα στους παρόχους των προϊόντων και υπηρεσιών, από € 1 δισ. το 2013 (European Commission, 2016). Ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών (άνω του 50%) δημιουργείται στις υπηρεσίες διαμονής ενώ τα περισσότερα καθαρά έσοδα παράγονται στις υπηρεσίες μεταφορών.
Πίνακας 28: Αξία και έσοδα οικονομίας διαμοιρασμού στην Ευρώπη για το 2015
Κλάδος
Οικονομίας
Διαμοιρασμού Αξία (σε € εκ.) % Αξίας Καθαρά Έσοδα(σε € εκ.) % Κ. Εσόδων
Διαμονή | 15.100 | 53,74 | 1.150 | 31,94 |
Μεταφορά | 5.100 | 18,15 | 1.650 | 45,83 |
Επαγγελματικές υπηρεσίες | 750 | 2,67 | 100 | 2,78 |
Προσωπικές και οικιακές υπηρεσίες | 1.950 | 6,94 | 450 | 12,50 |
Χρηματοδότηση | 5.200 | 18,51 | 250 | 6,94 |
Σύνολο | 28.100 | 100,00 | 3.600 | 100,00 |
Πηγή: (European Commission, 2016).
Ενδεικτικό του βαθμού διείσδυσης της οικονομίας διαμοιρασμού ειδικά στις υπηρεσίες διαμονής, είναι το γεγονός ότι η ενοικίαση καταλύματος μέσω σχετικής πλατφόρμας δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως «εναλλακτική» ή «μη ξενοδοχειακή», αλλά αποτελεί μία διαδεδομένη επιλογή διαμονής (Quinby, 2016). Η Ευρωπαϊκή Ένωση Επιχειρήσεων Ξενοδοχείων και Εστίασης (European Association of Hotels Restaurants and Cafes) εκτιμά πως η οικονομία διαμοιρασμού διαθέτει διπλάσιο μέγεθος διαμονής από εκείνο που προσφέρουν τα παραδοσιακά ξενοδοχειακά καταλύματα στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου από το σύνολο των διαθέσιμων καταλυμάτων, το 40% διατίθεται μέσω της οικονομίας διαμοιρασμού (European Tourism Forum, 2016).
Ως προς το βαθμό διάχυσης του φαινομένου στο ευρύ κοινό, είναι χαρακτηριστική η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε για τη γνώση και χρήση πλατφορμών διαμοιρασμού (European Commission, 2016). Άνω του 50% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως αναγνωρίζουν τον όρο της πλατφόρμας διαμοιρασμού, ενώ δύο στους δέκα δήλωσαν ότι τις έχουν χρησιμοποιήσει. Σαφώς υψηλότερα είναι τα ποσοστά αυτά στις νεότερες και καλύτερα εκπαιδευμένες ηλικιακές ομάδες που διαμένουν σε αστικές περιοχές, ενώ πάνω από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων που έχουν επισκεφθεί τις πλατφόρμες διαμοιρασμού έχουν παράσχει και υπηρεσίες ή προϊόντα. Σε επίπεδο χώρας, στη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Εσθονία και την Κροατία γίνεται η μεγαλύτερη χρήση ενώ στην Κύπρο, τη Μάλτα και την Τσεχία η μικρότερη.
Η οικονομία διαμοιρασμού διαμονής στην Ελλάδα
Προχωρώντας στην περίπτωση της Ελλάδας, η ενίσχυση του τουριστικού κλάδου τα τελευταία έτη και η αύξηση των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση στους περισσότερους λοιπούς κλάδους, λειτούργησε όπως ήταν αναμενόμενο ενισχυτικά για την οικονομία διαμοιρασμού. Στην εν λόγω έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία διαμοιρασμού, προέκυψε πως στην περίπτωση της Ελλάδας το 34% των ερωτηθέντων είτε έχουν ακουστά (25%) είτε έχουν χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες (11%) μιας πλατφόρμας διαμοιρασμού (European Commission, 2016). Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη ανάπτυξης του σχετικού θεσμικού πλαισίου με στόχο τη ρυθμιστική «ενσωμάτωση» της οικονομίας διαμοιρασμού.
Μια αρχική ρύθμιση είναι αυτή που πραγματοποιήθηκε μέσω του Ν. 4179/2013 (αρ. 46 παρ. 5), όπου προβλέφθηκε η δυνατότητα περιοδικής τουριστικής χρήσης μονοκατοικιών άνω των 100 τ.μ. (τουριστικές επιπλωμένες επαύλεις), με τον ιδιοκτήτη να απαλλάσσεται από την υποχρέωση έναρξης επιτηδεύματος για την εν λόγω μίσθωση με την προϋπόθεση απόκτησης Ειδικού Σήματος Λειτουργίας. Στη συνέχεια, με το Ν.4336/2015, καταργήθηκε (από 11/2015) η πρόβλεψη ότι ακίνητα που εκμισθώνονται για προσωρινή διαμονή του μισθωτή για χρονικό διάστημα μικρότερο των 30 ημερών θεωρούνται τουριστικά καταλύματα (απαλλαγή από το ειδικό σήμα λειτουργίας). Κατόπιν ο Ν. 4446/2016 (άρθρο 111) και οι σχετικές τροποποιήσεις αυτού μέσω του Ν.4465/2017 (άρθρο 36) και του Ν. 4472/2017 (άρθρο 84) προβλέφθηκαν συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τη βραχυπρόθεσμη μίσθωση ακινήτων μέσω της οικονομίας διαμοιρασμού.
Ειδικότερα, οι εν λόγω βραχυχρόνιες μισθώσεις δεν δύναται να ξεπερνούν σε διάρκεια το ένα έτος και υπάγονται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Καταρχάς, ο διαχειριστής του ακινήτου οφείλει να εγγραφεί στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής και στη συνέχεια να καταχωρήσει σε αυτό ξεχωριστά το κάθε ακίνητο προς διάθεση. O αριθμός καταχώρησης του ακινήτου θα συνοδεύει υποχρεωτικά την ανάρτησή του σε εμφανές σημείο στις ψηφιακές πλατφόρμες και σε κάθε άλλο μέσο προβολής. Επιπροσθέτως, υπάρχει πρόβλεψη για δυνατότητα καθορισμού περαιτέρω περιορισμών και προϋποθέσεων ανά γεωγραφική περιοχή, όπως αυτή της εκμίσθωσης μέχρι δύο ακίνητων ανά ΑΦΜ και τον ορισμό της μέγιστης διάρκειας μίσθωσης κάθε ακινήτου (σε 90 μέρες ετησίως ή σε 60 μέρες ετησίως για τα νησιά με λιγότερους από 10.000 κατοίκους), με δικαίωμα υπέρβασής της μόνο εφόσον τα συνολικά εισοδήματα από μισθώματα ανά ΑΦΜ δεν ξεπερνούν ετησίως τις € 12.000.
Ως προς τη φορολόγηση των εισοδημάτων που αποκτώνται από τη βραχυχρόνια μίσθωση, ακολουθούνται οι ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 39 και 40 του Ν.4172/2013 περί φορολόγησης εισοδημάτων από ακίνητη περιουσία. Στην περίπτωση τώρα, που πέραν των υπηρεσιών διαμονής (διανυκτέρευση, κλινοσκεπάσματα), παρέχονται πρόσθετες υπηρεσίες (όπως π.χ. διατροφή), τότε αυτά θα φορολογούνται ως επιχειρηματική δραστηριότητα (αρ. 21). Στην περίπτωση που το εισόδημα αποκτάται από νομικά πρόσωπα τότε θεωρείται και φορολογείται ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία. Επιπρόσθετα, ο διαχειριστής του ακινήτου που δεν διαθέτει Ειδικό Σήμα Λειτουργίας (Ε.Σ.Λ.) υποχρεούται στην υποβολή Δήλωσης Βραχυχρόνιας Διαμονής. Σε περίπτωση που διαχειριστής και ιδιοκτήτης είναι διαφορετικά πρόσωπα, τότε ο ιδιοκτήτης οφείλει να υποβάλει Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας , όπου, εκτός των άλλων, καταχωρεί τα στοιχεία του διαχειριστή των ακινήτων του. Βάσει του ίδιου Νόμου, οι Δημόσιες Αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από τις ψηφιακές πλατφόρμες κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την ταυτοποίηση των διαχειριστών των ακινήτων, καθώς και των ακινήτων που αναρτώνται σε αυτές. Αυτό επιτρέπει τη διενέργεια ελέγχων και ταυτοποίησης των καταχωρημένων ακινήτων και την επιβολή προστίμων στην περίπτωση παραβάσεων (π.χ. μη δήλωση εισοδήματος από βραχυχρόνια μίσθωση).
Να σημειωθεί πως η θεσμική ρύθμιση της οικονομίας διαμοιρασμού, πέραν της Ελλάδας, έχει απασχολήσει πολλές άλλες χώρες. Στην Ιταλία π.χ., έχει εγκριθεί από τον Μάιο του 2017 νομοσχέδιο για μισθώσεις μεταξύ ιδιωτών που δεν ξεπερνούν σε διάρκεια τις 30 ημέρες. Οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ως διαμεσολαβητές, υποχρεούνται να συμμετέχουν στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τις μισθώσεις, υποβάλλοντας τα αντίστοιχα δεδομένα στην αρμόδια για τα έσοδα ιταλική αρχή (Lovecchio, 2017). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η Γαλλία, όπου δεκαεπτά πόλεις συμπεριλαμβανομένου και του Παρισιού, έχουν συμφωνήσει με τις πλατφόρμες διαμοιρασμού διαμονής τη χρέωση φόρου ανά διανυκτέρευση, ισόποσο με αυτόν που καταβάλλεται στα ξενοδοχεία. επίσης, έχουν συμφωνήσει την αυτόματη αποστολή στοιχείων φορολογίας στις αρμόδιες αρχές (Agnew, 2017).
Τα μεγέθη…
Οι σχετικοί υπολογισμοί που πραγματοποιήθηκαν κατέληξαν ότι το μέγεθος της οικονομίας διαμοιρασμού στον τουριστικό κλάδο στη χώρα εκτιμάται σε € 1,71 δισ. με 1,75 δισ. για το 2017, καταγράφοντας μια έντονα αυξητική τάση σε σχέση με το 2015 (ύψους ~9% κατά μέσο όρο ετησίως). Από το μέγεθος αυτό, το 50% περίπου αφορά τη δαπάνη για διαμονή και το 50% για λοιπές τουριστικές υπηρεσίες. Ένα μέρος του ποσού αυτού λειτουργεί συμπληρωματικά στο ξενοδοχειακό κλάδο, ενώ ένα άλλο είναι υποκατάστατο, μειώνοντας ουσιαστικά τα έσοδα των ξενοδοχείων. Η εκτίμηση του υποκατάστατου μέρους για διαμονή θα χρησιμοποιηθεί ως βάση προκειμένου να υπολογιστεί η απώλεια στα έσοδα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων.
Το υποκατάστατο μέγεθος της δαπάνης για διαμονή αποτυπώνει πρακτικά τη μείωση των ακαθάριστων εσόδων των ξενοδοχείων λόγω της οικονομίας διαμοιρασμού. Από το ποσό αυτό χρειάζεται να εξαιρεθεί ο αναλογούν ΦΠΑ και τα δημοτικά τέλη που συμπεριλαμβάνονται στις τιμολογήσεις των ξενοδοχείων, έτσι ώστε να βρεθεί η τελική επίδραση στον κύκλο εργασιών τους. Η διαφυγή εσόδων στα ξενοδοχεία προκαλεί απώλειες και σε επίπεδο θέσεων εργασίας, άρα και ασφαλιστικών εισφορών, που θα υπήρχαν σε περίπτωση όπου η οικονομία διαμοιρασμού δεν απορροφούσε μερίδιο από τη ξενοδοχειακή αγορά. Ο υπολογισμός των θέσεων εργασίας λαμβάνει υπόψη τη συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ τουριστικής δαπάνης για διαμονή και θέσεων εργασίας που δημιουργούνται αντίστοιχα στα ξενοδοχεία (World Travel and Tourism Council, 2015). Επίσης, για την απώλεια του δημοσίου σε ασφαλιστικές εισφορές λαμβάνεται υπόψη ο μέσος μηνιαίος ονομαστικός μισθός στα ξενοδοχεία (€ 1.000 για το 2015, € 993 το 2016 και € 973 το 2017, βλ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2017)) και η μέση διάρκεια απασχόλησης κάθε πρόσθετου ατόμου (ίση με 3 μήνες/έτος). Μέσω των στοιχείων αυτών, υπολογίζεται και ο πρόσθετος φόρος εισοδήματος που θα κατέβαλαν τα ξενοδοχεία σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εκτιμώμενη διαφυγή στα έσοδά τους λόγω της οικονομίας διαμοιρασμού. Για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος λαμβάνεται υπόψη η επίδραση που θα είχε ο πρόσθετος κύκλος εργασιών σε επίπεδο κέρδους.
Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται το ύψος των δημοσίων εσόδων που θα προέκυπταν σε περίπτωση που δεν υφίσταντο οι απώλειες των ξενοδοχείων από την οικονομία διαμοιρασμού. Από τους σχετικούς υπολογισμούς προκύπτει ότι λόγω της οικονομίας διαμοιρασμού τα ξενοδοχειακά καταλύματα έχουν απώλεια στα έσοδά τους, μεγέθους ~ € 525 εκ. ετησίως, ενώ από την αγορά «χάνονται» 13.680 θέσεις εργασίας (μέσοι όροι άμεσης και έμμεσης μεθόδου για την εξεταζόμενη περίοδο) που θα είχαν δημιουργηθεί αν δεν υπήρχαν διαφυγόντα έσοδα στα καταλύματα. Αν τα έσοδα αυτά υπήρχαν στα ξενοδοχεία, τα δημόσια έσοδα θα ήταν αυξημένα κατά περίπου € 128 εκ. σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο.