Μπορεί φέτος η επιβατική κίνηση στην ακτοπλοΐα να ανέκαμψε, πλην όμως το οποιοδήποτε όφελος σε σχέση με το 2020 εξανεμίζεται από την αύξηση των τιμών των καυσίμων. Σύμφωνα με στοιχεία από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, το οκτάμηνο του 2021 διαμορφώνεται τελικά σε επίπεδα που αντιστοιχούν στο 60% της δραστηριότητας του 2019, του τελευταίου δηλαδή έτους κανονικής λειτουργίας πριν από την πανδημία.
Ειδικότερα ο Ιούλιος φέτος, πρώτος ολόκληρος μήνας σχετικά ομαλής λειτουργίας –όμως με πρωτόκολλα περιορισμού της μεταφορικής δυναμικότητας των πλοίων και με την πανδημία να συνεχίζεται–, σημείωσε ανάκαμψη της επιβατικής κίνησης της τάξης του 35% έως 40% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020. Ακολούθως ο Αύγουστος συνέχισε με ρυθμό ανάκαμψης, σε σχέση πάντοτε με το 2020, της τάξης του 30%, ενώ τα μέχρι στιγμής στοιχεία του Σεπτεμβρίου δείχνουν ανάκαμψη σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020 της τάξης του 20%. Το τελευταίο αυτό ποσοστό του 20% εκτιμάται πως θα συνεχιστεί και για τους επόμενους μήνες μέχρι να κλείσει το 2021. Με βάση αυτά τα δεδομένα οι ακτοπλόοι υπολογίζουν πως το σύνολο της χρήσης θα κλείσει με υποχώρηση της τάξης του 40% από το 2019, δηλαδή θα ανακτήσουν το 60% περίπου της δραστηριότητας εκείνης της κανονικής χρονιάς. Επίδοση η οποία είναι υψηλότερη από αυτήν που κατά πάσα βεβαιότητα, τουλάχιστον με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, θα πετύχει φέτος ο ελληνικός τουρισμός εν γένει. Υπενθυμίζεται πως πέρυσι η κίνηση στην ακτοπλοΐα υποχώρησε στο 50% εκείνης του 2019.
Πρωταγωνίστριες στην ανάκαμψη ήταν οι γραμμές των Κυκλάδων, ακολουθούμενες από εκείνες των Δωδεκανήσων. Ωστόσο η Κρήτη δεν έδειξε ανάλογη δυναμική, ενώ στο Βόρειο Αιγαίο η κατάσταση ήταν οριακή, έως και χειρότερη από την περυσινή. Παροδικές συμπεριφορές των επιβατών που έχει γεννήσει η πανδημία αλλά και ο ανταγωνισμός με τις αεροπορικές μεταφορές εκτιμάται ότι έχουν διαμορφώσει αυτή την ισορροπία.
Ενα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι τη μεγαλύτερη ανάκαμψη έχει σημειώσει η μεταφορά των φορτηγών οχημάτων, που άλλωστε ήταν εκείνα που σημείωσαν και τη μικρότερη κάμψη πέρυσι και ακολουθούν τα Ι.Χ. επιβατικά οχήματα.
«Αγκάθι» τα καύσιμα
Ωστόσο, ο αυξημένος αυτός κύκλος εργασιών δεν αναμένεται να αντικατοπτριστεί στα αποτελέσματα των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων, που θα παραμείνουν ζημιογόνα. Αιτία είναι η μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας και ειδικότερα των ναυτιλιακών καυσίμων, η οποία –σύμφωνα με υπολογισμούς του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας– θα φέρει επιπλέον 75-80 εκατομμύρια περισσότερες λειτουργικές δαπάνες φέτος σε σχέση με πέρυσι.
Την ίδια ώρα οι ακτοπλόοι υπογραμμίζουν πως έχουν ακόμα ανεξόφλητες απαιτήσεις της τάξης των 50-60 εκατομμυρίων από τα «δρομολόγια COVID» του 2020, αλλά και τις άγονες γραμμές. Ποσό, που ναι μεν εμφανίζεται να έχει μειωθεί σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, πλην όμως παραμένει υψηλό, στερώντας πολύτιμη ρευστότητα, σημειώνουν κύκλοι των ελληνικών μεταφορών. Από την πλευρά του το υπουργείο Ναυτιλίας σημειώνει πως οι εξοφλήσεις συνεχίζονται με αυξημένο ρυθμό. Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο, αφενός γιατί υπήρξαν τόσο μεγάλες καθυστερήσεις –που ορισμένοι τις αποδίδουν στις αργές εκταμιεύσεις του υπουργείου Οικονομικών από τον προϋπολογισμό προς το υπουργείο Ναυτιλίας– και αφετέρου κατά πόσον όλες οι ακτοπλοϊκές αποπληρώνονται με τον ίδιο ρυθμό, αναφέρουν πηγές της αγοράς.
Η μεγάλη πρόκληση
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει αισιοδοξία πως το επόμενο έτος θα είναι σημαντικά καλύτερο, αλλά η μεγάλη πρόκληση της συμμόρφωσης με τους στόχους που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2030 δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Υπενθυμίζεται πως πρόσφατα η XRTC υπολόγισε πως θα απαιτηθούν χρηματοδοτήσεις έως και 3 δισ. ευρώ για την ανανέωση του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου έως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας, τόσο λόγω της γήρανσης των πλοίων όσο και εξαιτίας της ανάγκης συμμόρφωσης με τους νέους κανόνες για τις εκπομπές καυσαερίων και άλλων ρύπων.