Αν είχαμε τη δυνατότητα να δούμε, μέσα από μια ταινία, την εικόνα και τη ζωή τού, πάλαι ποτέ, «σμαραγδένιου νησιού» μας, του χθες και του σήμερα, η σύγκριση θα είναι απελπιστικά μελαγχολική.
Η Ρόδος του «χθες», παρά τα όποια προβλήματα και αδιέξοδά της, εξέπεμπε ακόμη την ακτινοβολία της, εντός και πέραν της ελληνικής επικράτειας.
Νησί φιλόξενο με ζεστούς ανθρώπους, με απαράμιλλες φυσικές ομορφιές, με λαμπρά μνημεία να μαρτυρούν, σε ντόπιους και αλλοδαπούς επισκέπτες, το μεγαλείο ενός ανώτατου πολιτισμού και μιας πολυκύμαντης Ιστορίας τριών χιλιάδων χρόνων.
Σήμερα η Ρόδος, η πόλη και τα χωριά της, δεν είναι παρά ένα νησί που έχει χάσει τη γοητεία του. αφιλόξενο και μίζερο, με πάμπολλα αδιέξοδα και δυσκολίες. Παντού εξόφθαλμα τα σημάδια παρακμής και φθοράς.
Η ζωή στην πόλη, κυριευμένη από κάθε λογής τροχοφόρα, μια μικρή καθημερινή κόλαση, για ντόπιους και φιλοξενούμενους που ασφυκτιούν αδιαμαρτύρητα.
Και τα χωριά, ιμπρεσιονιστικοί πίνακες ζωγραφικής στο παρελθόν, με σφύζουσα ζωή, σήμερα μαραζώνουν, εγκαταλείπονται, συρρικνώνονται, υπό το εγκληματικά αδιάφορο βλέμμα της τοπικής εξουσίας.
Αυτή, δυστυχώς, είναι η σκληρή πραγματικότητα. Γιατί, όμως;
Διότι, οι εκάστοτε εξουσιάζοντες τον τόπο και τους ανθρώπους του, με την ψήφο ενός λαού, που ολοένα παθαίνει αλλά δεν μαθαίνει, τυφλωμένοι, θιασώτες του εντυπωσιασμού και μόνο, πολιτικοί επιστήμονες της εξαπάτησης του λαού, ρέμπελοι εξουσιολάγνοι, δεν είδαν και δεν έκαναν τίποτε στις χαμένες τετραετίες τους, αφήνοντας τον τόπο να κυλά στον κατήφορό του. κυρίως στα κρίσιμα και μαύρα χρόνια της βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής αποσύνθεσης.
Πολλές οι χαμένες τετραετίες με χειρότερη όλων -αδιαμφισβήτως- αυτήν του πρώην δημάρχου Φώτη Χατζηδιάκου, ενός αλλοπρόσαλλου, αντιδημοκρατικού, επηρμένου, αλαζονικού και μικρόψυχου ανθρώπου, ο οποίος, ζώντας στον δικό του κόσμο των φαντασιώσεων, πίστεψε, ως μικρός Πάπας, ότι άφησε πίσω του «μέγα έργο» και ότι η Ρόδος έζησε «μέρες του Περικλέους».
Για την ασημαντότητα του ιδίου και του «έργου» του τιμωρήθηκε, βέβαια, από τη λαϊκή ετυμηγορία του περασμένου Μαΐου, αλλά η Ρόδος
χρειάζεται, χωρίς χρονοτριβή, άλματα επανεκκίνησης, μεγαλύτερα από τη φθορά και παρακμή των περασμένων ετών.
Το βάρος της ευθύνης, εκ των πραγμάτων πέφτει, κατά κύριο λόγο, στους ώμους του νέου δημάρχου Αντώνη Καμπουράκη και του επανεκλεγέντος περιφερειάρχη Γιώργου Χατζημάρκου. Και δευτερευόντως στους βουλευτές του νομού, ως συνδετικών κρίκων με την κεντρική εξουσία.
Ταπεινή άποψή μου είναι ότι η γενικότερη συγκυρία – πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά – ευνοεί το πεδίο δράσης και των δύο, και συνεπώς τα άλματα ανάκαμψης του νησιού μπορεί να επιτευχθούν, υπό προϋποθέσεις.
Βασική προϋπόθεση αποτελεί ο σχεδιασμός για το «πώς θέλουμε το νησί», με βάση το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον και, φυσικά, ο άριστος συντονισμός των υπηρεσιών που καλούνται να υλοποιήσουν σχέδια και στόχους.
Κατ’ αρχάς είναι θετικό ότι Δήμαρχος και Περιφερειάρχης δεσμευτήκαν, με κοινή δήλωσή τους, ότι «μαζί θα ξανασχεδιάσουμε» τη Ρόδο του μέλλοντος.
Θετικά κρίνονται, επίσης, από τους πολίτες τα πρώτα δείγματα διακυβέρνησης της νέας Δημοτικής Αρχής. Το γεγονός ότι στην πρώτη τακτική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου ελήφθησαν αποφάσεις με στίγμα την επαναφορά της αξιοπρέπειας στην πολιτική του Δήμου προοιωνίζεται σημαντικές αλλαγές ως προς την αντίληψη άσκησης της εξουσίας.
Αναφέρομαι ειδικότερα στην απόφαση για το ξεκαθάρισμα των αμαρτωλών δημοτικών εταιρειών ΡΟΔΩΝ ΑΕ και ΑΔΕΚΑΜ, δύο όζουσες, όσο και θλιβερές, ιστορίες που απασχολούν, περισσότερο από δέκα χρόνια, τη Δικαιοσύνη, πολιτικά πρόσωπα και υπηρεσιακούς παράγοντες, ως αποτυπώματα αντιδημοκρατικών συμπεριφορών, αδιάφανων και ανήθικων πρακτικών ως προς τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος.
Αλλά και στην απόφαση ρύθμισης των τεράστιων ασφαλιστικών εισφορών προς τον ΕΦΚΑ, ένα θέμα που κηλίδωσε την αξιοπιστία και το κύρος ενός Δήμου που, λογικά, έπρεπε να αποτελεί «φάρο» της τοπικής αυτοδιοίκησης, ανά την Επικράτεια.
Σ’ αυτές τις πρώτες πενήντα μέρες της νέας Δημοτικής Αρχής ο δήμαρχος Αντώνης Καμπουράκης με τις αποφάσεις του και τις διοικητικές αλλαγές που τόλμησε στον μηχανισμό του Δήμου κατέστησε σαφές ότι δεν επιθυμεί να γίνει «επαγγελματίας πολιτικός», όπως είχε τονίσει και προεκλογικά, ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι πελατειακές σχέσεις και το
αποκαλούμενο «πολιτικό κόστος» και, τέλος, ότι θα πορευθεί με πυξίδα την ηθική πολιτική, την υπευθυνότητα, την αξιοπρέπεια.
Και μακάρι να συνεχίσει έτσι κλείνοντας τ’ αυτιά, σε σειρήνες, σε αυλοκόλακες και κομματικούς καιροσκόπους.
Να νοιάζεται μόνο για τον λαό!