Γύρω στο 2005, η Δώρα Διακονή και ο Στέλιος Μοτάκης ξεκίνησαν τις πρώτες συζητήσεις για να ανοίξουν ένα οινοποιείο στην Κάρπαθο, τόπο καταγωγής της Δώρας. Ο Στέλιος έβλεπε στην οικογενειακή τους επιχείρηση, ένα εμφιαλωτήριο ελαιολάδου στην Αθήνα, τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης, τα οποία δεν ήταν ακόμη εμφανή στην ευρύτερη αγορά. Λάτρης ο ίδιος του κρασιού από τότε που ήταν 20 χρονών, γευσιγνώστης στην ομάδα του οινολόγου Δημήτρη Χατζηνικολάου, έχει στο «σεντούκι» του πολλές μνήμες από τότε που πήγαινε στα αμπέλια με τον παππού του στην Κρήτη. Μάλιστα, το 2002, για πρώτη φορά οινοποίησε από δικά του αμπέλια. Έχοντας λοιπόν το πάθος για το κρασί, και φυσικά τη στήριξη της γυναίκας του, το 2008 προχωράει στη φύτευση ενός ιδιόκτητου αμπελώνα 80 στρεμμάτων.
Όνειρο και των δυο ήταν να αναβιώσουν τις καρπάθικες ποικιλίες και κυρίως να ζωντανέψουν ξανά τον καρπάθικο αμπελώνα, ο οποίος με εξαίρεση το ορεινό χωριό Όθος, είχε εγκαταλειφθεί πλήρως τα τελευταία 60 χρόνια. Στην είσοδο των Μενετών, ενός χωριού στο νότιο μέρος της Καρπάθου, ανάμεσα σε πολλά εκκλησάκια, όπως η Αγία Παρασκευή και η Αγία Τριάδα, ξεκίνησαν την προσπάθεια τους. «Τελικώς, δεν καταφέραμε να βάλουμε καρπάθικες ποικιλίες γιατί δεν επιτρεπόταν από το αμπελουργικό μητρώο, οπότε στραφήκαμε όσο το δυνατόν σε αιγαιοπελαγίτικες», εξηγεί η Δώρα, και συμπληρώνει ο Στέλιος «φυτέψαμε Μαυροτράγανο, Μανδηλαριά, Ασύρτικο, Αηδάνι, Μαλαγουζιά, Αθήρι και κάποιες ξένες».
Ο παλιός αλευρόμυλος
Τους πήρε πολύ καιρό να δαμάσουν τη γη, έκαναν πολλούς πειραματισμούς. Ευτυχώς που ο αμπελώνας, χωρισμένος σε δυο μέρη, σε απόσταση περίπου ενάμιση χιλιόμετρο από τη θάλασσα, και σε υψόμετρο 200-250 μέτρων, φροντίζεται από τη θαλασσινή αύρα κι έτσι προστατεύεται από τους καύσωνες. Έπρεπε να περάσουν έντεκα ολόκληρα χρόνια για να χαρούν την πρώτη τους οινοποίηση σε ένα συνεργαζόμενο οινοποιείο στη Ρόδο. Ρωτάω τον Στέλιο αν άξιζε τον κόπο να πληρώσουν τόσα χρήματα για να μεταφέρουν την πρώτη ύλη στη Ρόδο. «Ναι», απαντάει δίχως να το σκεφτεί, με τη σιγουριά του ανθρώπου που πιστεύει στο εγχείρημα του. «Το κόστος πράγματι ήταν εξωφρενικό, αλλά από τη στιγμή που δεν είχαμε δικό μας οινοποιείο και οι συνθήκες πλέον ήταν ώριμες, θέλαμε να βγούμε στην αγορά».
Εκείνη τη χρονιά, εκτός από το να κυκλοφορήσουν τις τρεις πρώτες τους ετικέτες, τον «Αφιάρτη», τη «Ζαζόπετρα» και τον «Μύλο», νοίκιασαν κι έναν εγκαταλελειμμένο αλευρόμυλο για να τον μετατρέψουν σε ένα σύγχρονο οινοποιείο. Ο κορωνοϊός τους δυσκόλεψε πολύ, αύξησε τα κόστη κατασκευής και πήγε πίσω τις εργασίες. Δεν το έβαλαν κάτω, όμως, διεκδίκησαν το όνειρο τους μέχρι τέλους. Μέχρι το 2021 συνέχιζαν να οινοποιούν στη Ρόδο και στο ενδιάμεσο κυκλοφόρησαν μια πιο εμπορική σειρά, με τον τίτλο «Ανεμόεσσα». «Τα πρώτα μας κρασιά πήραν πολύ καλές κριτικές και αγκαλιάστηκαν από τις τοπικές επιχειρήσεις. Ωστόσο μας ζήτησαν κάτι πιο οικονομικό για να μπορούν πιο εύκολα να τα διαθέτουν στα μαγαζιά τους», εξηγεί η Δώρα.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο ΕΔΩ