«Δεν συζητάμε για βελτιώσεις επί του φορολογικού νομοσχέδιου, αλλά για απόσυρση τουλάχιστον των διατάξεων που αφορούν στην τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών», δηλώνει κατηγορηματικά σήμερα στην ‘δημοκρατική’ ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς, αναφορικά με το νέο νομοσχέδιο που έχει δημιουργήσει αναστάτωση στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας.
Επίσης, μιλάει για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, για τις ασφυκτικές καταστάσεις που πιέζουν τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ, σχετικά με την ακρίβεια, δηλώνει ότι η αισχροκέρδεια και οι συνθήκες «πληθωρισμού απληστίας» που επικρατούν στην αγορά δημιουργούν ένα περιβάλλον ‘οικονομικού στραγγαλισμού’.
• Η έλλειψη ρευστότητας, το κόστος λειτουργίας, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις και η Δαμόκλειος σπάθη με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας και επαγγελματικής στέγης είναι τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας. Πώς μπορούν να αντεπεξέλθουν υπό αυτές τις ασφυκτικές καταστάσεις;
Είναι γεγονός ότι στα τελευταία 15 χρόνια των αλλεπάλληλων κρίσεων δεν έχoυν πάψει να μας απασχολούν τα προβλήματα της ρευστότητας και υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Για την υπερχρέωση έχουμε τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη υιοθέτησης μιας νέας ρύθμισης 120 δόσεων στην οποία να μπορούν να ενταχθούν όλες οι οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ), ιδίως εκείνες που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης.
Επιπλέον, η επιτάχυνση των διαδικασιών του εξωδικαστικού μηχανισμού για τις ρυθμίσεις των 240 δόσεων. Υπάρχουν ακόμα σοβαρά διαχειριστικά προβλήματα τα οποία εμποδίζουν την ομαλή διευθέτηση των σχετικών ρυθμίσεων και δημιουργούν σύγχυση στους οφειλέτες που κινδυνεύουν ακόμα και να χάσουν τη ρύθμιση χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Τα προβλήματα, μάλιστα, εντείνονται όταν στο πλάνο των ρυθμίσεων εμπλέκονται και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων οι οποίες δεν παρέχουν στον οφειλέτη καμία ενημέρωση για τον τρόπο πληρωμής των δόσεων, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις παροχής από τις εν λόγω εταιρείες ελλιπούς ενημέρωσης που οδηγεί τους οφειλέτες σε ενέργειες που τελικά είναι εις βάρος τους. Σε σχέση με τους πλειστηριασμούς αυτό που έχουμε καταθέσει είναι ότι πρέπει τουλάχιστον να «παγώσουν» μέχρι να κλείσει ο κύκλος της κρίσης ακρίβειας και να διευθετηθεί αποτελεσματικά το τεράστιο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.
Όσον αφορά, στο πρόβλημα ρευστότητας των μικρών επιχειρήσεων, το οποίο έχει διαχρονική διάσταση και συνδέεται με τον «αποκλεισμό» τους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό ζητούμενο. Έχουμε προτείνει την θεσμοθέτηση χρηματοδοτικού σχήματος ανάλογου με τις επιστρεπτέες προκαταβολές ως εργαλείο χρηματοδότησης αποκλειστικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, αλλά και την ενεργοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας όχι ως Ταμείου, αλλά ως Τράπεζας που να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Περαιτέρω, την καθιέρωση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού και την αύξηση των κονδυλίων που προβλέπονται για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις από τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
• Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, έχει ήδη δημιουργήσει αναστάτωση με τις αλλαγές που περιλαμβάνει. Πολλοί επαγγελματικοί φορείς έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους. Μπορούν να επέλθουν βελτιώσεις και ποιες είναι οι παγίδες που κρύβονται;
Κατ’ αρχάς, στην παρούσα φάση δεν συζητάμε για βελτιώσεις επί του φορολογικού νομοσχέδιου, αλλά για απόσυρση τουλάχιστον των διατάξεων που αφορούν στην τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών. Από τη μεριά των επιχειρήσεων η τεκμαρτή φορολόγηση εκλαμβάνεται ως ένα καθαρά εισπρακτικό μέτρο. Εκεί που συζητάγαμε για την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και την επαναφορά του αφορολόγητου ορίου, εντελώς αιφνιδιαστικά προέκυψε η πρόθεση της κυβέρνησης να επιβάλει έναν ακόμα οριζόντιο κεφαλικό φόρο με την γνωστή δικαιολογία της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Ουσιαστικά αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, αλλά μια διαρκής αναζήτηση να βρεθεί ένας τρόπος αντικατάστασής του. Και όπως προκύπτει, αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την παλιά και αποτυχημένη συνταγή της τεκμαρτής φορολόγησης.
Σε μια περίοδο, μάλιστα, που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται, ενώ η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται λόγω της συνεχώς αυξανόμενης ακρίβειας και του πληθωρισμού «απληστίας». Και βέβαια όταν ακόμα έχουμε σε ισχύ το επίσης αναχρονιστικό μέτρο των τεκμηρίων διαβίωσης. Προφανώς, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει φοροδιαφυγή.
Ωστόσο, είναι παραπλανητικό αυτή να αποδίδεται αποκλειστικά στους ελεύθερους επαγγελματίες. Μείζονα ζητήματα, όπως το παρεμπόριο, το λαθρεμπόριο και η αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα, παραμένουν, καταδεικνύοντας εκκωφαντικά την αποτυχία του Κράτους να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Και βέβαια ούτε λόγος για την αντιμετώπιση της νόμιμης φοροαποφυγής και της αισχροκέρδειας. Εάν το νέο οριζόντιο τεκμαρτό εισόδημα, τελικά εφαρμοστεί θα αποτελέσει την ταφόπλακα για χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το στρώμα αυτό δεν είναι ομοιογενές και η επιβολή ενός ακόμη άδικου οριζόντιου κεφαλικού φόρου θα επιφέρει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα.
Η ελληνική πολιτεία πρέπει να αντιληφθεί ότι υπάρχουν αρκετοί μικροεπαγγελματίες που ασκούν την δραστηριότητα, όχι για να αποκτήσουν αλλά για να συμπληρώνουν εισόδημα.Οι επαγγελματίες στα χωριά ή στις συνοικίες που λειτουργούν ένα καφενείο ή ένα ψιλικατζίδικο αποτελούν χαρακτηριστικά, αλλά όχι τα μόνα παραδείγματα. Οπότε η άποψη ότι δεν μπορεί να διαβιεί κάποιος αυτοαπασχολούμενος με λιγότερο από 10.920 € καταδεικνύει τουλάχιστον άγνοια αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Επιπλέον, η μνημονιακή δεκαετία της υπερφορολόγησης είναι ακόμα νωπή στις μνήμες των ελευθέρων επαγγελματιών, καθώς οι αρνητικές συνέπειές της συνεχίζουν να ταλαιπωρούν ένα σημαντικό κομμάτι αυτών. Ως ΓΣΕΒΕΕ θα αντιδράσουμε δυναμικά ενάντια στην νέα φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών που επιχειρεί να καθιερώσει η κυβέρνηση.
Καλώ κάθε επαγγελματία να ενισχύσει την προσπάθεια αυτή που δεν είναι μόνο της ΓΣΕΒΕΕ αλλά όλων των συλλογικοτήτων ελευθέρων επαγγελματιών, επιστημόνων, επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων.
• Με δύο ανοιχτά μέτωπα πολέμου, το ένα στην Ουκρανία και το άλλο στη Μέση Ανατολή, πόσο επηρεάζεται η διεθνής οικονομία και κυρίως η χώρα μας, που βρίσκεται σε ευαίσθητη (γεωγραφικά) περιοχή; Τι θα πρέπει να περιμένουμε στο επόμενο διάστημα;
Είναι προφανές ότι οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις εκτός από τις οδυνηρές συνέπειες που έχουν για τους πολίτες των περιοχών αυτών δημιουργούν και έντονη ρευστότητα σε όλα τα πεδία. Σύμφωνα με τους ειδικούς των διεθνών σχέσεων βρισκόμαστε στην αυγή ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, και μέχρι αυτό να σχηματοποιηθεί και να ισορροπήσει οι διεθνείς κρίσεις μάλλον θα είναι η νόρμα. Στην παρούσα συγκυρία δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις για τις επιπτώσεις στην οικονομία καθώς συναρτάται από την πορεία των πραγμάτων. Εύχομαι οι συρράξεις που είναι σε εξέλιξη να μην επεκταθούν και να λήξουν το συντομότερο δυνατό.
• H ακρίβεια γονατίζει τους καταναλωτές. Υπάρχουν μέτρα που θα μπορούσαν να φρενάρουν το ράλι αύξησης των τιμών στην αγορά;
Στο ζήτημα της ακρίβειας θα πρέπει να προστεθούν ορισμένες κρίσιμες διαστάσεις που επιδεινώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και δυσχεραίνουν τις οικονομικές συνθήκες εντός των οποίων οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν. Η αισχροκέρδεια και οι συνθήκες «πληθωρισμού απληστίας» που επικρατούν στην αγορά ιδίως στα βασικά αγαθά, ενδιάμεσα ή τελικά, δημιουργούν ένα περιβάλλον οικονομικού στραγγαλισμού για τις μικρές επιχειρήσεις καθώς από τη μια πλευρά εκτοξεύουν το κόστος εισροών (π.χ. ενέργεια, πρώτες ύλες), και από την άλλη πλευρά περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών συμπιέζοντας περαιτέρω τη σωρευτική καταναλωτική ζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Πολιτεία πρέπει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα και να ενεργοποιήσει όλους τους κατάλληλους μηχανισμούς, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ολιγοπωλιακής διάρθρωσης, εναρμονισμένων πρακτικών, καταστρατήγησης των βασικών κανόνων υγιούς ανταγωνισμού και στρέβλωσης της λειτουργίας της αγοράς. Περαιτέρω, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε επισημάνει, θα πρέπει να εξεταστούν μέτρα που μπορούν να συγκρατήσουν τις τιμές αλλά και το αυξημένο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων και τελών στα καύσιμα. Τέλος, ένα ζήτημα που είναι πιθανό να μας απασχολήσει έντονα από το νέο έτος είναι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκεί η επαναφορά της ρήτρας αναπροσαρμογής σε συνδυασμό με τον στρεβλό τρόπο που διαμορφώνονται οι τιμές μπορεί να οδηγήσει σε νέους υπέρογκους λογαριασμούς, καθώς οι ρυθμίσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης που προβλέπουν την εισαγωγή ενός, κατά την άποψη μου, σύνθετου συστήματος ειδικών τιμολογίων που πρέπει οι πάροχοι να ανακοινώνουν ανά μήνα και οι καταναλωτές να επιλέγουν αυτό που θεωρούν ως οικονομικά καλύτερο, δεν θεωρώ ότι θα γίνει αντιληπτό αλλά ούτε και ότι θα είναι αποτελεσματικό για την συγκράτηση των τιμών ενέργειας. Επιπλέον, η ανά μήνα ανακοίνωση των τιμών από τους παρόχους δεν βοηθά στον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Πιστεύω ότι στην παρούσα φάση θα ήταν προτιμότερο να παραταθεί η αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής και να εξορθολογιστεί το στρεβλό σύστημα καθορισμού των τιμών ενέργειας που ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον ακριβότερη ενεργειακή πηγή.
• Είναι σε εξέλιξη μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
To Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί δυνητικά ένα εξαιρετικά σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο και μια σημαντική ευκαιρία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Παρ΄όλα αυτά, πρέπει να σημειώσουμε ότι το επίκεντρο του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρότι αυτές αποτελούν τον κορμό της παραγωγικής δομής της χώρας. Για παράδειγμα, στο σκέλος των επιχορηγήσεων προβλέπονται περιορισμένοι πόροι για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων. Παρομοίως, το σκέλος των δανείων λειτουργεί υπό την αποτρεπτική συνθήκη των περιορισμών που υφίστανται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως προς την πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Το πλαίσιο και η δομή των κριτηρίων χρηματοδότησης δεν διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και περιορίζουν τις δυνατότητες αξιοποίησης των πόρων από μέρους τους. Βάσει της κατανομής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης μέχρι στιγμής, διαπιστώνουμε ότι το βασικό μοντέλο αξιοποίησης χρηματοδοτήσεων εδράζεται στην προώθηση επενδύσεων μεγαλύτερης κλίμακας και στη συγκεντρωποίηση των επενδύσεων σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις δεν θεωρούμε ότι βρίσκονται στις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης και αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από τη μελέτη των κατανομών των πόρων μέχρι σήμερα. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ως προς το σκέλος των δανείων για παράδειγμα, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοδοτήσεων παρέχονται σε επενδύσεις ύψους άνω των 10 εκατ. ευρώ και αφορούν σε λιγότερες από 50 επιχειρήσεις και σε λιγότερες από 80 περιπτώσεις δανείων. Ο επανασχεδιασμός επιμέρους δράσεων και η ανακατανομή πόρων με σκοπό τον παραγωγικό μετασχηματισμό των μικρών επιχειρήσεων, την ενίσχυση της καινοτομικής τους ικανότητας και την προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης πρέπει να αποτελέσει καίρια προτεραιότητα στην επόμενη περίοδο ως προς την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων.