Πρωταθλήτρια στις μεταρρυθμίσεις, είτε αυτές αφορούν γραφειοκρατία είτε βεβαίως την «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων, ουραγός σε θεμελιώδη μεγέθη ή μάλλον αγαθά, όπως είναι η εκπαίδευση και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Πρόκειται για τη διττή όψη της σημερινής Ελλάδας, όπως αποτυπώνεται στην ετήσια έκθεση The 2014 Euro Plus Monitor που συντάσσουν η γερμανική τράπεζα Berenberg και η δεξαμενή σκέψης The Lisbon Council.
Επί της ουσίας πρόκειται για την αιτία και το αποτέλεσμα, καθώς οι σκληρές προσπάθειες για δημοσιονομική προσαρμογή τα τέσσερα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε περικοπές των δαπανών και στην κοινωνική πολιτική. Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η ακόλουθη επισήμανση που γίνεται στην έκθεση «φωτογραφίζοντας» την Ελλάδα: «Αν και οι οικονομικοί κίνδυνοι έχουν μετριασθεί, οι μεγάλοι κίνδυνοι είναι τώρα πολιτικοί. Ο πόνος της προσαρμογής και –σε ορισμένες περιπτώσεις– παλιά ή νέα σκάνδαλα διαφθοράς έχουν προκαλέσει μια αντιδράσεις εναντίον των πολιτικών κομμάτων που εφήρμοσαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εάν οι χώρες που εφαρμόζουν μεταρρυθμίσεις παραμείνουν προσηλωμένες χωρίς να υποκύψουν στον πειρασμό της αναίρεσης των μεταρρυθμίσεων, μπορούν να προσδοκούν σε ταχύτερη ανάπτυξη και σημαντική μείωση της ανεργίας που βρίσκεται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα. Εάν όμως αποφασίσουν να αντιστρέψουν τις μεταρρυθμίσεις τώρα, είναι πιθανό να καταλήξουν σε νέα κρίση. Εχοντας υποστεί ήδη πολλά χρόνια πόνου, θα υποστούν ακόμη μεγαλύτερο, αντί να απολαύσουν την οικονομική ανάκαμψη που είναι το αποτέλεσμα των πρόσφατων προσπάθειών τους».
Αναφερόμενοι σε άλλο σημείο ειδικά στην Ελλάδα, οι συγγραφείς της έκθεσης υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα «μαξιλάρι ασφαλείας», κυρίως διότι οι πολιτικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.
Με βάση, λοιπόν, την έκθεση, η οποία μετράει δύο γενικούς δείκτες, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη μεταξύ 21 χωρών ως προς τον δείκτη προόδου προσαρμογής με βαθμολογία 8,9 (με άριστα το 10), αλλά τελευταία ως προς τον δείκτη θεμελιώδους υγείας, συγκεντρώνοντας βαθμολογία 4,3, όσο και πέρυσι. Ο πρώτος γενικός δείκτης περιλαμβάνει τέσσερις υποδείκτες, με την Ελλάδα να παίρνει άριστα ως προς την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και να κατατάσσεται πρώτη.
Στον αντίποδα των μεταρρυθμίσεων βρίσκεται ο υποδείκτης της προοπτικής ανάπτυξης (εντάσσεται στον γενικό δείκτη θεμελιώδους υγείας), εκεί όπου η Ελλάδα συγκεντρώνει τη χαμηλότερη βαθμολογία, μόλις 2,6 και κατατάσσεται στην τελευταία θέση. Ο εν λόγω υποδείκτης καταρτίζεται λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά ανεργίας, το επίπεδο εκπαίδευσης με βάση τις επιδόσεις στον διαγωνισμό PISA, καθώς και το ύψος της κατανάλωσης. Η Ελλάδα, τέλος, κατατάσσεται μόλις 19η σε ό,τι αφορά την αντοχή σε οικονομικά σοκ.
Καθημερινή