Στα 2 δισ.ευρώ υπολογίζει το συνολικό ταξιδιωτικό έσοδο από το all inclusive στην Ελλάδα μελέτη που διενήργησε το SETE Intelligence.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, το καλοκαίρι του 2014 λειτούργησαν με το σύστημα all inclusive 210 μονάδες 4 & 5 αστέρων, με 54.705 δωμάτια.
Tα ξενοδοχεία αυτά αντιπροσωπεύουν το 2,2% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας και το 13,6% της συνολικής δυναμικότητας σε δωμάτια.Οι πελάτες all inclusive πραγματοποιούν μεταξύ του 10% και 12% του συνόλου των διανυκτερεύσεων.
Από τa 2 δισ.ευρώ των εσόδων από αυτό το είδος τουρισμού, εκτιμάται ότι η δαπάνη για φαγητό/ποτό που πραγματοποιείται εντός ξενοδοχείων αντί για εστιατόρια/μπαρ εκτός ξενοδοχείων στον αντίστοιχο προορισμό, είναι περίπου 250 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, η κατανάλωση εκτός ξενοδοχείων για αγορές (shopping) σε καταστήματα του προορισμού ανά επισκέπτη all inclusive δεν είναι μικρότερη από το μέσο όρο της αντίστοιχης δαπάνης του συνόλου των επισκεπτών της χώρας και κυμαίνεται στα 144 ευρώ ανά επισκέπτη.
Με εκτιμώμενη μέση πληρότητα 130 έως 150 ημέρες και 2,3 πελάτες ανά δωμάτιο, τo σύνολο των διαθέσιμων κλινών all inclusive μπορούν να εξυπηρετήσουν 16,4 έως 18,9 εκ. διανυκτερεύσεις. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το σύνολο των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών τουριστών το 2013 ανήλθε σε 160,25 εκ. Με την παραδοχή ότι όλες οι διανυκτερεύσεις All Inclusive γίνονται από πελάτες μόνιμους κατοίκους εξωτερικού χωρίς να υπάρχουν πελάτες μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, οι διανυκτερεύσεις αυτές αντιπροσωπεύουν μόλις στο 10,2% έως 11,8% των διανυκτερεύσεων που γίνανε από αλλοδαπούς στην χώρα.
Συνεπώς, υπογραμμίζει η μελέτη, το προϊόν all inclusive είναι άλλο ένα προϊόν – και όχι το κυρίαρχο προϊόν – που πρέπει να προσφέρει ο ελληνικός τουρισμός στη διεθνή πελατεία του – όπως, άλλωστε, εδώ και δεκαετίες προσφέρει και διαμονή με ημιδιατροφή ή πλήρη διατροφή. Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχει διεθνώς σαφής τάση για ενδυνάμωση των διακοπών all inclusive και η μη προσφορά του ως μέρος του χαρτοφυλακίου του ελληνικού τουρισμού θα αποδυναμώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα προσανατολίσει τους εν δυνάμει πελάτες μας σε επιλογή προορισμών σε άλλες χώρες.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Κρήτη, όπου και έγινε η έρευνα, υποδέχεται άνω του 20% του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα και άρα τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αρκετά αντιπροσωπευτικά για όλη τη χώρα. Επίσης, η δειγματοληψία έγινε σε 1.300 τουρίστες με στρωματοποίηση κατά αεροδρόμιο άφιξης και κατά χώρα προέλευσης.
Παρατηρούμε δηλαδή οτι οι δαπάνες των πελατών All Inclusive στην Κρήτη:
-σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση στα εμπορικά καταστήματα, είναι η δεύτερη υψηλότερη μετά από αυτήν των πελατών ξενοδοχείων 5*, καταρρίπτοντας τον μύθο οτι οι πελάτες αυτοί δεν βγαίνουν από τα ξενοδοχεία στα οποία διαμένουν και δεν δαπανούν τίποτα στα τοπικά καταστήματα,-είναι χαμηλότερη σε οτι αφορά στην εστίαση, κάτι αναμενόμενο αφού οι πελάτες all inclusive έχουν πληρώσει για τη διατροφή τους εντός ξενοδοχείου. Είναι όμως αξιοσημείωτο οτι δεν είναι μηδενική / ασήμαντη όπως είναι η κυρίαρχη αντίληψη για τους τουρίστες all inclusive, αλλά είναι περίπου 40 με 50% της δαπάνης των πελατών άλλου τύπου καταλυμάτων.
Το προϊόν all inclusive, όπως αναφέρεται, αποτελεί παγκόσμια τάση που καλύπτει την ανάγκη των τουριστών να ελέγξουν το κόστος των διακοπών τους. Ως εκ τούτου, προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστικός ο ελληνικός τουρισμός είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει και το all inclusive στο χαρτοφυλάκιό του.Με στόχο να ενισχυθεί η κοινωνική αποτελεσματικότητα του προϊόντος αυτού, αλλά και για να γίνει διεθνώς πιο ανταγωνιστικό, είναι απαραίτητο να σχεδιαστούν προδιαγραφές συνεργασίας με παραγωγούς τοπικών προϊόντων και ένταξης υπηρεσιών φαγητού/ποτού εκτός ξενοδοχείου στο προσφερόμενο πακέτο υπηρεσιών.
tornosneww.gr