Ενας τομέας όπου οι δραματικές περικοπές στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη έχουν προκαλέσει τραγικές συνέπειες είναι αυτός των χρόνιων παθήσεων. Δεν είναι μόνο οι ελλείψεις σε αντιρετροϊκά φάρμακα για τους φορείς του HIV που γνωστοποιήθηκαν πρόσφατα. Για την ηπατίτιδα C, όπου η χώρα μας παρουσιάζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά φορέων στην Ε.Ε. (δεύτερη μετά τη Ρουμανία), έχει κυκλοφορήσει μια νέα γενιά θαυματουργών φαρμάκων, τα οποία θεραπεύουν τους ασθενείς σε ποσοστό 95% των περιπτώσεων. Το κόστος τους όμως είναι πολύ υψηλό και η πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών πολύ περιορισμένη.
Οπως αναφέρουν στην «Κ» επιδημιολόγοι, ειδικοί επί των οικονομικών της Υγείας και στελέχη του ΕΟΠΥΥ, η κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα αν διαπραγματευόταν σε κεντρικό επίπεδο με τις φαρμακευτικές εταιρείες και ακολουθούσε τις βέλτιστες πρακτικές που είναι γνωστές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η φαρμακευτική δαπάνη στο ΕΣΥ έχει μειωθεί από το 1,252 δισ. ευρώ το 2009 στα 543 εκατ. πέρυσι, ενώ φέτος βάσει του κλειστού προϋπολογισμού θα πέσει στα 495 εκατ. ευρώ – μία πτώση που ξεπερνά το 60% σε μόλις έξι χρόνια.
Φάρμακα υψηλού κόστους
Συγκεκριμένα για τα «φάρμακα υψηλού κόστους», για εν δυνάμει θανατηφόρες ασθένειες (όπως ορίζονται από τον νόμο 3816/2010), συζητήθηκε προ μηνών να υπάρξει ανώτατο όριο δαπανών – στο επίπεδο του 2014 συν 3%. Η ιδέα, η οποία δεν έχει ενεργοποιηθεί, προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση ενώσεων ιατρών και ασθενών, που ανέφεραν ότι με την πρόοδο της τεχνολογίας, προκύπτουν πιο αποτελεσματικά φάρμακα, τα οποία – ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της εμφάνισής τους – είναι υψηλού κόστους, πλην όμως σώζουν ζωές.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι τα νέα φάρμακα για την ηπατίτιδα C, που κυκλοφόρησαν στην αγορά προ διετίας. Είναι τέτοιας αποτελεσματικότητας που, για μία ασθένεια της οποίας οι φορείς υπολογίζονται σε 170 εκατομμύρια παγκοσμίως (133.000 στην Ελλάδα) και από την οποία πεθαίνουν περίπου 350.000 άτομα ετησίως, η επιστημονική κοινότητα πλέον μιλά για πιθανή εξάλειψη της ασθένειας στα επόμενα χρόνια. Στη χώρα μας, ωστόσο, από τους 25.600 διαγνωσθέντες με την ασθένεια, μόνο 1.000 περίπου λαμβάνουν σήμερα κάποιο από τα νέα σκευάσματα. Οι διαθέσιμοι πόροι είναι ούτως ή άλλως λίγοι, με αποτέλεσμα ο ΕΟΠΥΥ να καλύπτει μόνο ασθενείς προχωρημένου σταδίου (F4), ή και σταδίου F3 αν δεν έχει υπάρξει προηγούμενη θεραπεία άλλου τύπου.
Το σκάνδαλο είναι ότι ο οργανισμός πληρώνει τα φάρμακα αυτά στην ονομαστική τους αξία, που μπορεί να φτάνει ώς και τα 65.000 ευρώ για έναν πλήρη θεραπευτικό κύκλο. Κι αυτό, όπως αναφέρει στην «Κ» ο Κυριάκος Σουλιώτης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, γιατί δεν έχει συσταθεί από τον υπουργό Υγείας η επιτροπή διαπραγμάτευσης που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη μονοψωνίου ώστε να αποσπάσει χαμηλότερες τιμές από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Η θητεία της προηγούμενης επιτροπής έχει λήξει από τον Μάρτιο του 2014 και –σχεδόν δύο χρόνια αργότερα– δεν έχει ακόμα διοριστεί η διάδοχη σύνθεση.
Οπως εξηγούν στην «Κ» άτομα με γνώση της κατάστασης, η συγκυρία για να γίνει αυτή η διαπραγμάτευση τώρα είναι ιδανική. Μόλις προστέθηκαν, στη νέα λίστα τιμών, δύο νέα σκευάσματα για την ηπατίτιδα C, με τιμές χαμηλότερες κατά το 1/3 από τα υφιστάμενα. Αυτό ενισχύει τον ανταγωνισμό στην αγορά και δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια διαπραγμάτευσης στον αγοραστή (τον ΕΟΠΥΥ). Επιπλέον, με πρωτοβουλία του οργανισμού, τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Πελοποννήσου έχουν καταρτίσει, δωρεάν, κεντρικό θεραπευτικό μητρώο για τους ασθενείς που λαμβάνουν τα σχετικά φάρμακα. Μάλιστα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει κάνει υποχρεωτική την εισαγωγή των ασθενών στο μητρώο. Αυτό επιτρέπει τη στενή παρακολούθηση, ποσοτική και ποιοτική, των θεραπευόμενων, και της αποτελεσματικότητας των σχετικών δαπανών.
Στη μάχη κατά της ηπατίτιδας C, η χώρα μας έχει πολλά να διδαχθεί από την Πορτογαλία. Η ιβηρική χώρα, έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις, κατέληξε σε συμφωνία με τις παρασκευάστριες εταιρείες των νέων φαρμάκων τον περασμένο Φεβρουάριο. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Ρικάρντο Μπαπτίστα Λέιτε, γιατρός, καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Πορτογαλίας και βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών, βάσει της συμφωνίας, το πορτογαλικό σύστημα Υγείας αγοράζει τα φάρμακα κεντρικά σε σημαντικά μειωμένες τιμές (το ακριβές επίπεδο είναι εμπιστευτικό). Οι εταιρείες πληρώνονται βάσει αποτελέσματος – μόνο αν ο ασθενής θεραπευτεί. Το κυριότερο είναι ότι η τιμή ανά ασθενή μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός αυτών που λαμβάνουν τα φάρμακα. Χάρη στη συμφωνία αυτή, ο αριθμός των ασθενών που λαμβάνουν τη σωτήρια αγωγή αυξήθηκε από 50 στα τέλη του 2014 σε περισσότερους από 7.000 στα τέλη Νοεμβρίου.
Καθημερινή