Οι δικηγόροι σε ανακοίνωσή τους αναφέρουν ότι η κατάργηση των οικονομικών εμποδίων κατά την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη αποτελεί πάγιο αίτημα του δικηγορικού σώματος και κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση οδηγεί στη συρρίκνωση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών όπως αυτό καταγράφεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.
Ακόμα, αναφέρουν ότι «η αύξηση παραβόλων και τελών – ενδεικτικά η θεσμοθέτηση «αναβολόσημου» και η αύξηση του ποσού των μεγαρόσημων, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού παρεμποδίζει την ευχερή πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, κυρίως δε, θίγει τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και προσθέτουν ότι «η διάταξη για το «αναβολόσημο» είναι ισοπεδωτική αφού -ενδεικτικά- αγνοεί τόσο τον λόγο της αναβολής, όσο και την δικονομική θέση του αιτούντος».
Επίσης, απαράδεκτη χαρακτηρίζουν οι δικηγόροι τη διάταξη του νομοσχεδίου με την οποία μπορεί να επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη όταν ο δικαστής κρίνει την έκταση του δικογράφου υπερβολική. Και αυτό γιατί με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται «η ελευθερία κατά την ενάσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου, ο οποίος εμπραγματώνει, για λογαριασμό του εντολέα του, το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη».
Παράλληλα, αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους, ότι «δεν πρέπει να επιβληθούν, πολύ δε περισσότερο να αυξηθούν -εν είδει δημοσιονομικού αντίμετρου- τα υφιστάμενα παράβολα, τέλη και λοιπά έξοδα της δικαστικής διαδικασίας, όπως συμβαίνει με πλείονες διατάξεις που αφορούν όλες τις δικαιοδοσίες».
Μάλιστα προσθέτουν ότι «παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επέρχεται μείωση των παραβόλων και τελών (π.χ. μείωση του παραβόλου μήνυσης και πολιτικής αγωγής, μείωση του υποχρεωτικώς προκαταβαλλόμενου ποσοστού επί του κυρίου φόρου από 50% σε 20% στις εφέσεις επί φορολογικών διαφορών), το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι άγνωστο διότι εξαρτάται από τον όγκο των υποθέσεων ανά κατηγορία και δικαιοδοσία, στοιχεία που δεν χορηγήθηκαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Αντίθετα, θετικές είναι οι διατάξεις του νομοσχεδίου που προβλέπουν κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές και τη μείωσή του στις εργατικές διαφορές, ενώ θετικά αποτιμάται η διάταξη εκείνη του νομοσχεδίου για τη συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε αρχαιρεσίες συλλογικών οργάνων (σε συνδικαλιστικές οργανώσεις κ.λπ.).