«Η αγορά θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις ως ένα φαινόμενο που ήρθε για να μείνει». Αυτό δηλώνει σήμερα σε συνέντευξή του στην «δημοκρατική» ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς, σχετικά με τις συνεχείς αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, στις υπηρεσίες και στα αγαθά.
Επιπλέον σημειώνει πως ‘η σωρευτική ανοδική πορεία των ρυθμών μεγέθυνσης δεν μεταφράζεται αυτόματα σε βελτίωση των συνθηκών για το σύνολο των επιχειρήσεων σε επίπεδο κύκλου εργασιών και ρευστότητας ούτε επιδρά σε άμεση βελτίωση των ευρύτερων δεικτών οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας’ ενώ απαντάει και στο ερώτημα σχετικά με το πότε θα μπορέσει να ανακάμψει η οικονομία της χώρας.
• Κύριε Καββαθά να ξεκινήσουμε από το ‘ράλι’ των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και του αερίου καθώς και στις αυξήσεις σε υπηρεσίες και αγαθά. Πώς θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουν η αγορά και τα νοικοκυριά και τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση;
Η αγορά θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις ως ένα φαινόμενο που ήρθε για να μείνει. Να σας υπενθυμίσω ότι σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνουμε έναν ολόκληρο χρόνο που ακούμε ότι οι αυξήσεις είναι ένα φαινόμενο πρόσκαιρο… Ας μην πορευτούμε λοιπόν ως επιχειρηματίες με ανάλογες εφησυχαστικές δηλώσεις!
Η έκταση των αυξήσεων μάλιστα υπερβαίνει κατά πολύ τα ενεργειακά αγαθά. Βάσει ανακοίνωσης της ΕΛΣΤΑΤ στις 10 Δεκεμβρίου 2021, ο ετήσιος πληθωρισμός το Νοέμβριο του 2021 διαμορφώθηκε στο 4,8%. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις αυξήσεις είχε η στέγαση κατά 18% (όπου πέραν των ενοικίων ενσωματώνονται επίσης οι αυξήσεις σε ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο), οι μεταφορές κατά 9,3%, η ένδυση – υπόδηση κατά 3,9%, η διατροφή και τα μη αλκοολούχα κατά 3,5%, κ.λπ. Και φυσικά μην ξεχνούμε ότι οι τιμές του φυσικού αερίου τετραπλασιάστηκαν σε ένα χρόνο, αποδεικνύοντας πόσο πρόχειρος ήταν ο ενεργειακός σχεδιασμός που πρόκρινε την στήριξη στο φυσικό αέριο!
Στο πεδίο της ενέργειας είναι απογοητευτική η στάση της ΔΕΗ. Ακόμη κι αυτή η εναπομείνασα συμμετοχή του δημοσίου κατά 34% στο μετοχικό της κεφάλαιο έπρεπε να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση τιθάσευσης των τιμών λιανικής. Έτσι δεν έπρεπε να λειτουργεί ο ανταγωνισμός, προς όφελος των καταναλωτών; Αντί όμως η ΔΕΗ να βάζει φρένο στις αυξήσεις είδαμε τον Αύγουστο να καταργεί και η ΔΕΗ τη σταθερή τιμή της κιλοβατώρας, ακολουθώντας τις ιδιωτικές εταιρείες παροχής ρεύματος στην κερδοσκοπία.
Η κυβέρνηση πρέπει άμεσα να μειώσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης ώστε να επιβραδυνθεί η μετάδοση των αυξήσεων σε όλο το μήκος της οικονομίας. Πρέπει επίσης να εφαρμόσει και στα επαγγελματικά τιμολόγια τα μέτρα ανακούφισης που (πολύ ορθά) εφαρμόζει και στα νοικοκυριά. Το επιχείρημά της, ότι έτσι νοθεύεται ο ανταγωνισμός, βάλλεται από παντού. Κατ’ αρχήν επειδή θα ωφεληθούν όλες οι επιχειρήσεις κι όχι ένα μέρος τους σε βάρος κάποιου άλλου. Επίσης, επειδή τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πλήθος κρατικών ενισχύσεων: σε τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες, κ.α. Εκεί γιατί δε νοθεύτηκε ο ανταγωνισμός και θα νοθευτεί αν επιδοτηθεί το ρεύμα;
• Η κυβέρνηση μιλάει για ανοδική πορεία στους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό πώς μεταφράζεται επί του πρακτέου κατά την άποψή σας;
Οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι βέβαιο ότι θα καταγράψουν ανοδική πορεία κατά την επόμενη περίοδο, ιδίως μετά την παρατεταμένη και σφοδρή οικονομική καθίζηση που καταγράφηκε στους τελευταίους 20 μήνες περίπου.
Εντούτοις, επιβάλλεται να σημειώσουμε ορισμένες παραμέτρους που δεν πρέπει να μας διαφύγουν. Κατ’ αρχάς, η σωρευτική ανοδική πορεία των ρυθμών μεγέθυνσης δεν μεταφράζεται αυτόματα σε βελτίωση των συνθηκών για το σύνολο των επιχειρήσεων σε επίπεδο κύκλου εργασιών και ρευστότητας ούτε επιδρά σε άμεση βελτίωση των ευρύτερων δεικτών οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας.
Συνεπώς, η σημαντική πλευρά στη σωρευτική βελτίωση των ρυθμών μεγέθυνσης αφορά σε αλληλένδετες διαστάσεις που δεν είναι τόσο εμφανείς στους συνολικούς δείκτες και περιλαμβάνουν την ευρύτερη, κοινωνικά κατανεμημένη, δίκαιη και συμπεριληπτική διάχυση της παραγόμενης προστιθεμένης αξίας σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνίας.
Επιπλέον, μια εξαιρετικά κρίσιμη διάσταση αφορά στο «περιεχόμενο της μεγέθυνσης». Η ενίσχυση της εγχώριας παραγόμενης προστιθέμενης αξίας πρέπει να συνδυάζεται με στρατηγικές ενίσχυσης της εγχώριας τεχνολογικής εξειδίκευσης και των ενδογενών παραγωγικών, τεχνολογικών και επιχειρησιακών ικανοτήτων των επιχειρήσεων. Η ενδυνάμωση των εγχώριων παραγωγικών ικανοτήτων προϋποθέτει με τη σειρά του την οικοδόμηση κρίσιμων θεσμικών προϋποθέσεων της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης μέσω ενός εύρυθμου και ευνοϊκού επιχειρηματικού και χρηματοδοτικού περιβάλλοντος.
Τα παραπάνω σημεία οδηγούν στη διάσταση της βιωσιμότητας της μεγέθυνσης. Οι στρατηγικές οικονομικές και παραγωγικές επιλογές μιας κοινωνίας μπορούν να καθορίσουν την αναπτυξιακή της πορεία μακροπρόθεσμα. Κατ’ επέκταση, η προώθηση στρατηγικών που βελτιώνουν το θεσμικό επιχειρηματικό και χρηματοδοτικό περιβάλλον, διασφαλίζουν ίσους όρους πρόσβασης των επιχειρήσεων σε αναγκαίους πόρους (π.χ. χρηματοδότηση), βελτιώνουν τους όρους ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και ενισχύουν τις κρίσιμες συνιστώσες παραγωγής προστιθέμενης αξίας, διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις ανοδικής αλλά και βιώσιμης μακροπρόθεσμα μεγέθυνσης.
• Πρόσφατα παρουσιάστηκε η ετήσια έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021 «Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις». Μπορείτε να συνοψίσετε τα συμπεράσματα για τις επιπτώσεις της πανδημίας σε όρους οικονομίας και μικρών επιχειρήσεων καθώς και τις δομικές αλλαγές που προκάλεσε η υγειονομικο-οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία;
Είναι απαραίτητο να μεταφέρω πολύ επιλεκτικά στους αναγνώστες σας ορισμένα από τα πολύτιμα συμπεράσματα της έκθεσης, που αποτέλεσε καρπό πολύμηνης και συλλογικής προσπάθειας.
Το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε την δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την Ισπανία: 9,6% μειώθηκε το ΑΕΠ! Εστιάζοντας στην κατανάλωση των νοικοκυριών, η δαπάνη για αναψυχή – πολιτισμό μειώθηκε κατά 36,4%, σε εστίαση – καταλύματα κατά 35,4%, σε είδη ένδυσης – υπόδησης κατά 27,4%, κοκ. Οι δε επενδύσεις μειώθηκαν κατά 0,84% σε σχέση με το 2019, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία να είναι αρνητικές για δέκατο συνεχή χρόνο. Αρνητικές ήταν και οι καθαρές ροές χρηματοδότησης από τις τράπεζες κι ας βγάλει ο καθένας και η κάθε μια τα αναγκαία συμπεράσματα για το ρόλο των τραπεζών στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας…
Σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις της πανδημίας στις επιχειρήσεις ξεχωρίζει μια νέα διάκριση των επιχειρήσεων, με κριτήριο την εγγύτητα του πελάτη κατά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Αυτό το σύνολο των επιχειρήσεων θα βρίσκεται διαρκώς στο μάτι του κυκλώνα της ψηφιοποίησης και πρέπει να υποστηριχθεί από το κράτος ποικιλοτρόπως. Η δεινή θέση στην οποία βρέθηκαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπογραμμίζεται από την εξέλιξη κερδών και ζημιών: Το 2020 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν ζημιές (από 28% το 2019 σε 48% το 2020), ενώ υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (από 55% το 2019 σε 27% το 2020). Το συμπέρασμα που προκύπτει κι επιβεβαιώνεται από τον αδικαιολόγητα μεγάλο αριθμό νεκρών κάθε μέρα και το άτυπο λοκ ντάουν στο οποίο βρίσκονται κλάδοι όπως η εστίαση, είναι πώς η στήριξη πρέπει να παραταθεί. Απαιτείται η εφαρμογή στοχευμένων μεν αλλά γενναιόδωρων μέτρων ώστε η κρίση της πανδημία να μην οδηγήσει στα Τάρταρα χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις.
• Κατά την εκτίμησή σας, πότε θα μπορέσουν η αγορά και η οικονομία της χώρας μας, να αρχίσουν να ανακάμπτουν και να επανέλθουν στην κανονικότητα;
Η σταδιακή ανάκαμψη που παρατηρείται, μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι δεν αποτελεί μια ισόρροπη και ισοκατανεμημένη διαδικασία. Περισσότερο θα έλεγα ότι παρατηρούμε μια «άνιση ανάκαμψη». Για παράδειγμα, ορισμένοι κλάδοι, υπο-κλάδοι ή επιχειρήσεις ανακάμπτουν με ταχύτερο ρυθμό από άλλους, προσαρμόζονται στις εξελίξεις ταχύτερα και διατηρούν ενισχυμένη πρόσβαση σε αναγκαίους πόρους (π.χ. επενδυτικά εργαλεία χρηματοδότησης) ως προς την περαιτέρω ανάπτυξη επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας. Στον αντίποδα, ένα μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρήσεων που επλήγησαν από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και συχνά στερούνται των απαραίτητων εργαλείων υποστήριξης (π.χ. πρόσβαση σε χρηματοδότηση), αντιμετωπίζει ισχυρές προκλήσεις και εμπόδια ως προς την παραγωγική του προσαρμογή στα νέα οικονομικά, παραγωγικά και τεχνολογικά δεδομένα. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνον πότε θα μπορέσει να ανακάμψει η οικονομία της χώρας αλλά και ποια τμήματα θα μπορέσουν να ανακάμψουν και σε ποιο βαθμό. Αντίστοιχα, η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα δεν αποτελεί μια μονόδρομη διαδικασία που θα έρθει ως συνέχεια της κοινωνικο-οικονομικής διαταραχής των τελευταίων ετών. Η ιστορία ωθεί τις εξελίξεις ταχύτατα σε νέες αχαρτογράφητες περιοχές, ιδιαίτερα από την σκοπιά των μικρών επιχειρήσεων, τόσο σε επίπεδο διεθνούς και εγχώριου ανταγωνισμού όσο και σε επίπεδο μεταβολών στην καταναλωτική ζήτηση, τις νέες τεχνολογικές και ψηφιακές εξελίξεις και τα σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα. Η νέα κανονικότητα θα συγκροτηθεί μέσα από διαστάσεις που έχουν πλέον υποστεί ισχυρή μεταβολή (π.χ. περαιτέρω επιτάχυνση ηλεκτρονικού εμπορίου) αλλά και αμιγώς νέες παραμέτρους που θα δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες, νέες προκλήσεις αλλά και νέα πεδία ανταγωνισμού