Σε εγρήγορση βρίσκονται το τελευταίο διάστημα τράπεζες και «κόκκινοι» δανειολήπτες, οι μεν πρώτες για να προλάβουν να ρυθμίσουν μεγαλύτερο μέρος από το προβληματικό τους χαρτοφυλάκιο, πριν αυτό καταλήξει υπό τη… σκέπη του νόμου Κατσέλη, οι δε δεύτεροι για να γλιτώσουν το σπίτι τους από τον πλειστηριασμό, εν όψει και της περαιτέρω αυστηροποίησης του παραπάνω νομικού πλαισίου.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, μέσα σε μόλις ένα μήνα -και συγκεκριμένα από τις 29 Νοεμβρίου (οπότε και ξεκίνησαν επισήμως οι e-πλειστηριασμοί) έως και το τέλος Δεκεμβρίου- οι ρυθμίσεις των δανείων αυξήθηκαν κατά 20%, τάση η οποία αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω όσο θα… ρολάρει η σχετική διαδικασία.
«Η αύξηση αποδίδεται τόσο στην πρόθεση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να επαναφέρουν στο… πράσινο ένα σημαντικό ποσοστό “κόκκινων” δανείων πριν αυτά “οχυρωθούν” πίσω από την προστασία του νόμου Κατσέλη, όσο και στη σπουδή μερίδας οφειλετών να κατεβάσουν το ακίνητό τους από την πλατφόρμα e-auction, μιας και επίκειται η αυστηροποίηση των κριτηρίων υπαγωγής σε νομικό καθεστώς», τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το 9μηνο του 2017 το σύνολο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων (Forborne) ανήλθε σε 51,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας οριακή αύξηση κατά 0,8% σε σχέση με το τέλος του 2016, με το 21,9% αυτών, ωστόσο, να εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση και δη άνω των 90 ημερών. Εκτός ρύθμισης παραμένει το 54,3% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων άνω των 90 ημερών, με το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά να ανέρχεται σε 49,9%.
«Ράλι»
«Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα NPEs, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης», σημειώνει η ΤτΕ στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (Ιανουάριος 2018) και προσθέτει: «Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων».
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που τους αμέσως προηγούμενους μήνες αρκέστηκαν στην υιοθέτηση βραχυπρόθεσμων λύσεων, όπως η καταβολή από τον οφειλέτη μόνο των τόκων ή η αναστολή πληρωμών για προκαθορισμένο διάστημα, υποχρεώνονται – εν όψει και των stress tests του Φεβρουαρίου- να ακολουθήσουν μία πιο… μακροπρόθεσμη στρατηγική διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων. «Πριν προχωρήσουν με εντατικότερους ρυθμούς σε πλειστηριασμούς κατά της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών, οι τράπεζες προτείνουν στους δανειολήπτες πολύ καλές ρυθμίσεις, όπως σημαντική διαγραφή υπολοίπου οφειλής και πολύ χαμηλή σταθερή μηνιαία δόση, οι οποίες είναι εύκολο να τηρηθούν», αναφέρει στον Ελεύθερο Τύπο η δικηγόρος, ειδικευμένη στο Τραπεζικό Δίκαιο, Ανδριάνα Ζαχαρίου.
Οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με την ΤτΕ, έχουν αυξηθεί κατά 28% από τον Σεπτέμβριο του 2016 (+89% στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο), προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου του. Συνηθέστερη εφαρμογή είναι η μείωση του επιτοκίου, η παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους ή η μερική διαγραφή της οφειλής.
Στο μεταξύ, σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα αναμένεται να εφαρμοστεί προσεχώς τόσο το «Split and Balance» όσο και η πιο εξελιγμένη του μορφή, το «Split and Freeze». Πιο αναλυτικά, στην πρώτη περίπτωση το δάνειο «κόβεται» σε δύο μέρη:
α) Ένα που ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του.
β) Και το υπόλοιπο τμήμα του, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, το δεύτερο κομμάτι του δανείου «παγώνει» επ’ αόριστον και κουρεύεται τμήμα του βαθμιαία, ανάλογα με την ετήσια συνέπεια του δανειολήπτη στην αποπληρωμή του πρώτου κομματιού, που εξυπηρετείται.
Οριστικές λύσεις
Όσον αφορά στις λύσεις οριστικής διευθέτησης, αυτές επιλέγονται ως επί το πλείστον για στεγαστικά και μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια, με συνηθέστερη εφαρμογή την οριστική διαγραφή χρέους, εάν επιβεβαιωμένα ο οφειλέτης δεν διαθέτει περιουσία ή εισοδήματα και δεν αναμένεται απόκτηση περιουσίας, καθώς, επίσης, και την οικειοθελή ρευστοποίηση με πλειστηριασμό των εξασφαλίσεων προς ικανοποίηση της απαίτησης.
«Οι δανειολήπτες μεγάλων δανείων, που είναι πλέον μη εξυπηρετούμενα, θα ελαφρυνθούν και με τη λύση της εθελοντικής παράδοσης του ενυπόθηκου ακινήτου, που, επίσης, προκρίνουν τα ιδρύματα. Αρκεί, βέβαια, αυτά με τη σειρά τους να δεχθούν ότι δεν θα έχουν πλέον καμία περαιτέρω αξίωση από την περιουσία για το υπόλοιπο της οφειλής, που ενδεχομένως να προκύψει από την παράδοση, κάτι που μέχρι σήμερα δεν προβλέπεται», εξηγεί η κ. Ζαχαρίου.
Στο 3%
«Ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής, της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, οι τράπεζες θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγγελμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%», αναφέρει η ΤτΕ σε ειδική ανάλυσή της, αναγνωρίζοντας, πάντως, πως το ζήτημα της αποτίμησης των ακινήτων, που φέρουν ως εξασφαλίσεις τα «κόκκινα» δάνεια, ενέχουν κινδύνους εν όψει των stress tests. Η αξία τους, άλλωστε, μειώθηκε το 9μηνο του 2017 κατά 4,6% σε σχέση με το τέλος του 2016.
Συνωστισμός για τον νόμο Κατσέλη
Την υπαγωγή τους στον νόμο Κατσέλη διεκδικούν πλέον… μαζικά οι δανειολήπτες, με τον αριθμό των σχετικών αιτήσεων να εμφανίζουν το τελευταίο διάστημα την ίδια αυξητική πορεία με τις ρυθμίσεις. Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, η αυστηροποίηση, που επίκειται στον νόμο, σε συνδυασμό με τη λήξη της ισχύος του στα τέλη του χρόνου, αναγκάζει τους οφειλέτες να «τρέξουν» τις σχετικές διαδικασίες, δυσχεραίνοντας έτσι τη δουλειά των αρμόδιων τμημάτων των τραπεζών, που έχουν αναλάβει τις ρυθμίσεις. «Ακόμη και εάν δεν δικαιούνται να υπαχθούν στο συγκεκριμένο νομικό καθεστώς, ο χρόνος, που κερδίζουν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, φέρεται να λειτουργεί υπέρ τους, αφού μπλοκάρει τις όποιες κινήσεις των ιδρυμάτων και δη τους πλειστηριασμούς», εξηγούν οι παραπάνω κύκλοι, προσθέτοντας πως με τις αλλαγές που προβλέπονται, όπως, για παράδειγμα, η άρση του τραπεζικού απορρήτου, το… ξεσκαρτάρισμα θα γίνεται από την αρχή. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, το 66,1% των στεγαστικών δανείων έχει σήμερα υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας.
Πηγή πληροφοριών: Ελεύθερος Τύπος