Ο Γιάννης Χατζηνικήτας ή κατά κόσμο «Προφήτης» μιλάει για τη σπουδαία ποδοσφαιρική του πορεία στα γήπεδα της Ρόδου, για την πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης και του Παναθηναϊκού αλλά και το λόγο που δεν πάει να δει τις ομάδες του νησιού!
Η αλήθεια είναι ότι αν τον φωνάξεις… κυρ Γιάννη δεν θα γυρίσει να σε ακούσει, αν όμως τον πεις «Πρόφητη», τότε είναι δεδομένο ότι ο Γιάννης Χατζηνικήτας θα ανταποκριθεί και θα σου απαντήσει! Μπορεί να μην γνωρίζει ακόμη και σήμερα πως προέκυψε το… «Προφήτης», αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Παίζοντας αρχικά ως σέντερ-φορ, αλλά φτιάχνοντας το όνομα του σαν τερματοφύλακας του Διαγόρα, ο Γιάννης Χατζηνικήτας ή κατά κόσμο «Προφήτης» έκανε σπουδαία πράγματα, κι ας αρνήθηκε την πρόταση της… Ρεάλ Μαδρίτης και το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού! Δεν υπερβάλλουμε καθόλου αλλά αυτά θα τα εξηγήσουμε παρακάτω…
Ο Γιάννης Χατζηνικήτας γεννήθηκε στη Σύμη το 1933 (είναι δηλαδή 89 ετών) και στη Ρόδο μετακόμισε σε ηλικία έξι ετών, μένοντας αρχικά στο Νιοχώρι, ενώ το 1943 μετακόμισε στον Άη Γιάννη, στον οποίο κατοικεί μέχρι σήμερα. Τα πρώτα του βήματα στο χώρο του ποδοσφαίρου τα έκανε φυσικά στις αλάνες, που τότε ήταν αρκετές, ενώ τις περισσότερες φορές τις μπάλες τις έπαιρνε η αστυνομία ή κάποιοι γονείς, αφού συνήθως τα παιδιά έπαιζαν όλη τη μέρα και σε ακατάλληλες ώρες. Το πρώτο του δελτίο ο «Προφήτης» το έβγαλε στον Ολυμπιακό του Αη Γιάννη το 1951, ξεκινώντας ως σέντερ-φορ. Όταν όμως ο βασικός τερματοφύλακας έφυγε φαντάρος, τον αντικατέστησε ο ίδιος και… αυτό ήταν. Η επιλογή αυτή ήταν δική του, δεν τον ανάγκασε κανείς. Ο ίδιος μάλιστα θυμάται ότι το πρώτο του γκολ το έφαγε από τη σέντρα και έγινε… ρεζίλι. Από την πρώτη του ομάδα δεν έφυγε ποτέ, απλά αναγκάστηκε να αλλάξει φανέλα, αφού έγινε συγχώνευση με τον Α.Ο. Νεοχωρίου και προέκυψε ο Παρροδιακός.
Ο Γιάννης Χατζηνικήτας βέβαια έγινε γνωστός από το πέρασμα του από τον Διαγόρα, με τον οποίο έγραψε τη δική του ξεχωριστή πορεία. Ήταν μάλιστα τόσο τοπικιστής, που αρνήθηκε την πρόταση του Παναθηναϊκού αλλά και της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο «Προφήτης» είναι παντρεμένος από το 1967 με την αγαπημένη σύζυγο του, την Κατερίνα με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά (δύο γιους και δύο κόρες), ενώ σταμάτησε από την ενεργό δράση στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχοντας ήδη προλάβει να αποκτήσει σπουδαίο όνομα, το οποίο τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Ήταν άλλωστε ο «Προφήτης», μ’ αυτό μεγάλωσε και ας μην ξέρει το… γιατί. Η «δσπορ» συνάντησε τον Γιάννη Χατζηνικήτα στο σπίτι του και είχε πολλά να μας διηγηθεί σε μία απολαυστική συνέντευξη στην οποία, ο ίδιος νοστάλγησε το παρελθόν, θυμήθηκε όμορφες στιγμές και εξηγεί γιατί δεν πηγαίνει πια στα γήπεδα…
-Το «Προφήτης» είναι το όνομα που σας συνοδεύει μία ζωή. Αλήθεια πως προέκυψε;
«Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν δεν πεις το όνομα… Προφήτης, δεν θα με βρεις. Ακόμη και τώρα αν με φωνάξεις Γιάννη δεν θα γυρίσω, στο Προφήτης… ακούω αμέσως. Πάντως δεν θυμάμαι ειλικρινά ποιος μου το είπε πρώτη φορά. Έψαξα πολλά χρόνια για να βγάλω άκρη, αλλά δεν τα κατάφερα. Ακόμη και σήμερα οι φίλοι που έρχονται στο κρεοπωλείο, λένε πάμε στον «Προφήτη» να πάρουμε κρέας».
-Ο κόσμος πάντως σας αγαπάει ακόμη…
«Ναι είναι αλήθεια. Ο κόσμος με στηρίζει ακόμη και τώρα, έρχονται μου μιλάνε, με ρωτούν για το παλιό ποδόσφαιρο, για το πώς ήταν εκείνα τα χρόνια στη Ρόδο. Πάντα ο κόσμος με στήριζε, δεν τον πρόδωσα ποτέ και αυτό το εκτιμά».
-Ο «Προφήτης» πάντως δεν πάει στο γήπεδο. Για ποιο λόγο;
«Να πάω να δω τι ακριβώς; Δεν υπάρχουν πια Ροδίτες ποδοσφαιριστές. Να πάω στο γήπεδο και να δω τις ομάδες μας και από τους 11, οι 9-10 να είναι ξένοι. Δεν υπάρχει λόγος. Δεν πάω στο γήπεδο, γιατί δεν παίζουν τα δικά μας παιδιά. Στα δικά μου χρόνια τα γήπεδα γέμιζαν, έπαιζαν Ροδίτες ποδοσφαιριστές, έρχονταν οι οικογένειες τους, τα παιδιά τους. Όλο το σόι. Γι’ αυτό και ο κόσμος έχει γυρίσει την πλάτη στις ομάδες μας. Στον Διαγόρα μπορεί να πάω για 20 λεπτά και μετά φεύγω. Δεν μου κάνει αίσθηση πλέον, δεν είμαι ευχαριστημένος».
-Τι θα προτείνατε εσείς στις ομάδες;
«Οι ομάδες μας να παίζουν στα τοπικά πρωταθλήματα, μέχρι να βγάλουν δικούς τους παίκτες και μετά να ανέβουν. Όπως γινόταν παλιά, έτσι θα γεμίσουν τα γήπεδα, όχι όπως τώρα».
-Γιατί πιστεύετε ότι δεν έχουμε ομάδα στην Α’ Εθνική, τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια…;
«Ο ξένος που θα έρθει σ’ ένα διαφορετικό μέρος, θα παίξει για ένα χρόνο, θα φύγει και θα πάει σε άλλη ομάδα. Τα δικά μας παιδιά ήταν φιλότιμα, αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, το νησί και έπαιζαν για τη φανέλα. Ξέρω ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, αλλά πρέπει να υπάρχει και συναίσθημα για να πας μπροστά. Δεν είναι μόνο οι χρηματικές απολαβές και ο στυγνός επαγγελματισμός».
-Ήταν πιο καλά εκείνα τα χρόνια;
«Χίλιες φορές… Πάω στο καφενείο και τους λέω ότι δεν μου αρέσουν αυτά που γίνονται. Για ποιο λόγο να πάω στο γήπεδο; Για να δω ποιους παίκτες; Τότε έρχονταν οι προπονητές στα σπίτια μας για να δουν αν κοιμόμαστε. Κάναμε σκληρές προπονήσεις. Στον Διαγόρα φεύγαμε από τη λέσχη και πηγαίναμε για τρέξιμο μέχρι την Κρεμαστή και γυρίζαμε πίσω. Δεν έπινα, δεν κάπνιζα, έκανα υγιεινή ζωή. Τα χρόνια ήταν φτωχικά, αλλά ανθρώπινα και ρομαντικά. Μόνοι μας αγοράζαμε τα παπούτσια και τις φανέλες, μόνοι μας φροντίζαμε τους εαυτούς μας».
-Αλήθεια τώρα, την πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης γιατί την αρνηθήκατε;
«Ήταν το 1961-62… Ενδιαφέρθηκαν για μένα, αλλά προσπάθησα να πάω και δεν… πήγα. Ήρθε τότε ένα τηλεγράφημα στον κ. Μαμαλίγκα, που ήταν πρόεδρος του Παρροδιακού. Ήταν από τη Ρεάλ Μαδρίτης και με ζητούσαν να πάω στην Ισπανία. Δεν ξέρω πως με είδαν και τι έμαθαν για μένα. Δεν πήγα πάντως, ήθελα να μείνω στη Ρόδο, ήμουν και είμαι τοπικιστής».
-Ναι, αλλά υπήρξε και κρούση από τον Παναθηναϊκό…
«Ναι ισχύει… Είχε ενδιαφερθεί για την απόκτηση μου. Βρέθηκα στην Αθήνα και πήγα να βρω τον Ζούνη, ο οποίος έμενε σ’ ένα άθλιο δωμάτιο, κι ενώ αγωνιζόταν στον Εθνικό. Ήταν τόσο άσχημο, μικρό και βρώμικο το δωμάτιο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση μου. Το γεγονός αυτό με επηρέασε και επέστρεψα στη Ρόδο, στο σπίτι μου. Τελικά είμαι ευχαριστημένος που δεν πήγα, με αγάπησε πιο πολύ ο κόσμος στη Ρόδο και δεν το μετάνιωσα»
-Τελικά τι ομάδα είναι ο «Προφήτης»;
«Στον Διαγόρα έπαιξα τα καλά μου χρόνια και αγάπησα την ομάδα. Η μοναδική ομάδα που μου άρεσε ήταν ο Απόλλων Αθηνών, δεν ξέρω το λόγο. Με ήθελε μάλιστα κάποια εποχή, αλλά παρέμεινα στον Διαγόρα».
-Ποιο ήταν το μυστικό μίας καλής ομάδας; Έπαιζε ρόλο η παρέα;
«Αυτό ήταν… Όταν τελείωνε το παιχνίδι, όλοι ήμασταν αγαπημένοι. Αντίπαλοι μέσα στο γήπεδο και μετά βγαίναμε όλοι μαζί. Πολλές εκδηλώσεις, χοροεσπερίδες με όλα τα σωματεία, ωραίες, όμορφες στιγμές, που έμειναν χαραγμένες στο μυαλό μου. Θα πρέπει να σου πω ότι ακόμη και σήμερα βρισκόμαστε με παλιούς συμπαίκτες ή αντιπάλους, όπως ο Νεοφύτου, ο Ασπράκης, ο Χατζής και ο Ρίζος».
-Πείτε μου μία ιστορία που σας έχει μείνει αξέχαστη;
«Είχαμε πάει στην Αθήνα για να παίξουμε με τη Σαφράμπολη… Πήγαμε λοιπόν σ’ ένα εστιατόριο και την ώρα που έτρωγα έρχεται ο ιδιοκτήτης και μου λέει ‘’είσαι ο Χατζηνικήτας, ο τερματοφύλακας του Διαγόρα’’; Μου έκανε εντύπωση ότι με γνώριζε και είπε τα καλύτερα για μένα. Τότε λοιπόν μου είπε να κάνω προπόνηση με τον Παναθηναϊκό. Πήγα, δεν μου έδωσαν ούτε φανέλα, ούτε τίποτα. Μου είπαν ότι δεν κάνω. Με τη σειρά μου, τους κάλεσα να δουν το παιχνίδι Σαφράμπολη- Διαγόρας. Ήμουν και αρχηγός της ομάδας. Έκανα εξαιρετική εμφάνιση, από τις καλύτερες μου και κερδίσαμε 0-1. Σ’ εκείνο το ματς έφυγα με την αστυνομία 4.5 ώρες μετά το τέλος του αγώνα».
-Είχατε σοβαρούς τραυματισμούς στην ποδοσφαιρική σας πορεία;
«Δύο φορές… Στον Ορχομενό χτύπησα στο κεφάλι ένα λεπτό πριν τελειώσει το παιχνίδι και πήγα στο νοσοκομείο από το οποίο πήρα εξιτήριο την επόμενη μέρα. Στο Αγρίνιο με τον Παναιτωλικό τραυματίστηκα σοβαρά στο γόνατο».
-Φαντάζομαι, το πρωί δουλειά και μετά προπονήσεις, έτσι δεν είναι;
«Εννοείται, όλοι δούλευαν τότε. Δεν πληρωνόμασταν και τις περισσότερες φορές αγοράζαμε τη φανέλα και τα παπούτσια με δικά μας έξοδα. Τώρα οι παίκτες πληρώνονται αδρά και δεν αποδίδουν. Ξεκινούσαμε τις προπονήσεις και ήμασταν ήδη κουρασμένοι από τις δουλειές μας. Και φυσικά ούτε τα μεροκάματα που χάναμε, πληρωνόμασταν. Άλλες εποχές, τι να λέμε τώρα. Αλλά πάντα ευχαριστιόμασταν αυτό που κάναμε».
-Με τις μικτές ομάδες τι γινόταν εκείνη την εποχή;
«Ναι υπήρχαν μικτές και συγκεντρώνονταν οι καλύτεροι παίκτες της εποχής. Ο Παυλίδης, ο Σισμάνης, ο Σφυρίου, ο Ασπράκης, ο Χατζής, ο Ματσάγκος, ο Χατζηγιώργης, ο Βόλας, ο Ρίζος, εγώ και πολλοί ακόμη. Ήμουν για πολλά χρόνια στη μικτή ομάδα».
-Τι θα συμβουλεύατε τους νέους τερματοφύλακες;
«Πρέπει να πιάνουν τη μπάλα αντί να την απομακρύνουν. Αυτό πρέπει να τους μαθαίνουν οι προπονητές τερματοφύλακες. Επίσης, πρέπει να πέφτουν και να την πιάνουν από τα πόδια των επιτιθέμενων. Μ’ αυτά που βλέπω πλέον, αν έτρωγα τότε τέτοια γκολ, που δέχονται οι σημερινοί τερματοφύλακες θα με… έσφαζαν».
-Ξεχωρίζετε από το σημερινό ποδόσφαιρο κάποιους τερματοφύλακες;
«Όχι ιδιαίτερα, στα δικά μου χρόνια ξεχώριζε ο Στέφας. Στα Δωδεκάνησα ο Ματσάγκος του Δωριέα, ο Μάνος του Ανταγόρα, ο Κιολέ του Διαγόρα. Στη Β’ Εθνική τότε υπήρχαν καλοί τερματοφύλακες».
-Τι διαφορές υπάρχουν στο ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής και της σημερινής;
«Τεράστιες, χαωτικές… Τώρα οι παίκτες βάζουν κρέμες, λάδια στα πόδια τους και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν υπήρχαν αυτά τότε. Παίζαμε με μία φανέλα για 4-5 χρόνια. Έβρεχε, παίζαμε με αυτή, δεν είχαμε άλλη να βάλουμε. Από τη δουλειά απευθείας στην προπόνηση και σε δύσκολες συνθήκες. Πλέον οι ομάδες ακόμη και του τοπικού ποδοσφαίρου, προσφέρουν πολλά στους αθλητές τους».
-Ποιο παιχνίδι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Σίγουρα αυτό με τον Ολυμπιακό, όταν και απέκρουσα το πέναλτι το Πολυχρονίου. Είχε βέβαια και άλλα πολλά ματς, στα οποία συνέβησαν πολλές ιστορίες. Ξέρεις, το ποδόσφαιρο είναι στιγμές, εικόνες και ταξίδια. Μικρές εικόνες, που μένουν αξέχαστες, όσα χρόνια κι αν περάσουν».
-Φίλους κάνατε από το ποδόσφαιρο;
«Ναι πολλούς, ήμουν ιδιαίτερα αγαπητός στον κόσμο. Και τώρα το ίδιο. Με αγαπάνε και τους αγαπώ. Καμία φορά με ρωτάνε στο δρόμο αν όντως είμαι εγώ και τους απαντάω ναι. Βέβαια στο… Προφήτης γυρίζω, έτσι έχω συνηθίσει εδώ και πολλά χρόνια. Παλιά αντίπαλοι ήμασταν μόνο μέσα στο γήπεδα. Μετά βγαίναμε έξω όλοι μαζί, αγαπημένοι φίλοι και πείραζε ο ένας τον άλλο για τα όσα γίνονταν μέσα στο γήπεδο. Νιώθω ευτυχισμένος που έπαιξα εκείνη την εποχή ποδόσφαιρο. Πιο φτωχά χρόνια, με πολλές δυσκολίες, αλλά αγνά και με πραγματική αγάπη. Τώρα έχουν αλλάξει αισθητά τα πράγματα».
-Είχατε τσακωθεί ποτέ με κάποιον αντίπαλο;
«Όχι ποτέ. Η Β’ Εθνική είχε καλούς παίκτες και καλά παιδιά. Δεν έπαιζαν ύπουλα για να σε χτυπήσουν. Ήταν αλλιώς τα πράγματα. Πλέον ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τότε προείχαν κι άλλα πράγματα. Δύσκολα υπήρχε κάποιος για να σε χτυπήσει επίτηδες».
-Οι αγαπημένοι σας προπονητές;
«Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω κάποιον. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Βασίλη Κοσκινά και τον Ανδρέα Παπαδόπουλο. Κάποια εποχή ο Διαγόρας είχε φέρει έναν Γιουγκοσλάβο, του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα. Δεν τα πήγαινα καλά μαζί του και μετά τον έδιωξαν».
-Πότε πήρατε την απόφαση να σταματήσετε από το ποδόσφαιρο;
«Το 1967 δημιουργήθηκε η Ρόδος, η οποία 10 χρόνια μετά ανέβηκε στην Α’ Εθνική. Ήρθε λοιπόν ο δήμαρχος, ο Βρούχος και μου είπε να παίξω στη Ρόδο, όπου προπονητής ήταν ο Ανδρέας Σταματιάδης, έκανα 1-2 προπονήσεις, αλλά σταμάτησα. Ανέλαβα γενικός αρχηγός για λίγο καιρό στον Διαγόρα, με τον αείμνηστο Γιάννη Παυλίδη για προπονητή. Είχα κάνει και δύο παιδιά, δεν άντεχα πια, ένιωθα κουρασμένος. Ούτε στο τοπικό έπαιξα. Είχα βγάλει δελτίο στη Μεσαναγρό, σε ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών αλλά δεν έπαιξα. Αυτό ήταν το τέλος, σταμάτησα».
-Αν ήσασταν νέος αυτή την εποχή, θα παίζατε ποδόσφαιρο;
«Νομίζω πως όχι. Το ποδόσφαιρο πλέον είναι επαγγελματικό, καμία σχέση με αυτό που έχω βιώσει και θυμάμαι. Νομίζω ότι πλέον δεν υπάρχει αυτή η αδημονία και η λαχτάρα».
-Όλοι έλεγαν ότι δύσκολα δεχόσασταν κάποιο γκολ…
«Ισχύει. Μου άρεσε πολύ η θέση του τερματοφύλακα, αν και δεν ξεκίνησα απ’ αυτή. Πράγματι δύσκολα έτρωγα γκολ».