Η απειλή του brain drain συνεχίζει να ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω από την ελληνική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που ως φαίνεται δεν έχει καταφέρει ακόμη να αφήσει πίσω κάποια από τα «δεινά» του πρόσφατου παρελθόντος της κρίσης και των μνημονίων, όπως προκύπτει μέσα από τα ευρήματα της έρευνας «Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες» που έδωσε στη δημοσιότητα προ ημερών η διαΝΕΟσις για το έτος 2022.
«…το 57,9% των Ελλήνων (και το 77,1% των νέων ηλικίας 17-24 και το 71,9% των 25-39) δηλώνουν ότι “θα μετανάστευαν στο εξωτερικό αν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες”. Το 38,1% του γενικού πληθυσμού, μάλιστα, επιλέγει την απάντηση “σίγουρα ναι”», όπως διαβάζουμε στην εν λόγω έρευνα.
«Ο όρος “brain drain” και η πραγματικότητα που περιγράφει, της φυγής εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης, έγινε μέρος του καθημερινού λεξιλογίου της περασμένης δεκαετίας και ως φαινόμενο εξακολουθεί να προβληματίζει. Υπολογίζεται ότι περίπου μισό εκατομμύριο, Έλληνες, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, 25-44 ετών, μετανάστευσαν το διάστημα 2008-2017 (στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος). Από αυτούς οι μισοί ήταν μεταξύ 25-39 ετών, ποσοστό άνω του 90% ήταν πτυχιούχοι και μία στους τρεις ήταν γυναίκα», έγραφε η Μαρία Αθανασίου στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής τον Ιανουάριο του 2020.
Σχεδόν δυόμισι «πανδημικά» χρόνια μετά, εκείνες οι τάσεις φυγής δείχνουν να παραμένουν… σε «μνημονιακά» επίπεδα, με το 72% της ηλικιακής ομάδας των 25 έως 39 ετών να δηλώνει ότι «θα μετανάστευε στο εξωτερικό αν έβρισκε δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες».
Έκτοτε, έχουν βέβαια μεσολαβήσει μια (παγκόσμια) πανδημία και ένας πόλεμος (επί ευρωπαϊκού εδάφους), ενώ άλλοι – όχι πάρα πολλοί – από τους Έλληνες που είχαν «διαρρεύσει» τα προηγούμενα χρόνια στο εξωτερικό επέστρεψαν πίσω στην πατρίδα και άλλοι απαντούν «όχι ακόμη» όταν ερωτώνται εάν θα επιστρέψουν, θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω εκείνο το πολυπόθητο brain gain για το οποίο μιλούσε ο ΣΕΒ πίσω στις αρχές του 2020.
Η αναφορά σε «καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες εργασίας» καθιστά, βέβαια, πολύ πιο εύκολο ως απάντηση το «ναι» σε μια ερώτηση τύπου «θα μεταναστεύατε εάν βρίσκατε δουλειά;». Η προϋπόθεση των «καλύτερων αποδοχών και συνθηκών» δεν υποδηλώνει, με άλλα λόγια, μια ανάγκη φυγής με κάθε κόστος, αλλά πιο πολύ μια δυνητική επιλογή ή τάση φυγής εάν και εφόσον οι συνθήκες το «επιτρέψουν».
Αυτή η τάση φυγής προφανώς σχετίζεται και με άλλα στοιχεία τα οποία επίσης αποτυπώνονται στην πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις: Με εκείνο το 80% για παράδειγμα των ερωτηθέντων που απαντά πως «ισχύει λίγο» ή «δεν ισχύει καθόλου» όταν ερωτάται εάν στην Ελλάδα «αναγνωρίζονται και επιβραβεύονται οι άξιοι». Αλλά και με εκείνο το σχεδόν 85% που δηλώνει πως οι συνθήκες εργασίας του το τελευταίο διάστημα έχουν «μείνει ίδιες» (45,5%) ή «χειροτερέψει» (39,1%).
«Οι οικονομολόγοι αναλύουν τις αποφάσεις μετανάστευσης κάνοντας διάκριση μεταξύ κινήτρων έλξης και ώθησης», εξηγεί, μιλώντας στο kathimerini.gr, ο Μάνος Ματσαγγάνης, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής δημόσιας οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου.
«Το “εξωτερικό” δεν είναι αυτό που ήταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν χιλιάδες Έλληνες έφευγαν για την Αμερική, ή ακόμη και τη δεκαετία του ’60 όταν πήγαιναν στη Γερμανία», συνεχίζει ο κ. Ματσαγγάνης. «Τώρα έχουμε φτηνά αεροπορικά εισιτήρια, φτηνά τηλεφωνήματα και βιντεοκλήσεις – και στην Ευρώπη, ελεύθερες μετακινήσεις και πρόγραμμα Erasmus. Το “εξωτερικό” έχει έρθει πολύ πιο κοντά, και μοιάζει περισσότερο με το “εσωτερικό”. Επιπλέον, τα σημερινά Ελληνόπουλα μιλάνε καλύτερα αγγλικά (ίσως και άλλες ξένες γλώσσες), έχουν καλύτερα εφόδια, και στέκονται με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση δίπλα στους άλλους Ευρωπαίους.»
«Παρά τη γκρίνια της εγχώριας μιζέριας», όπως σημειώνει ο κ. Ματσαγγάνης, «οι νέοι μας διαισθάνονται τη μοναδικότητα της δυτικής Ευρώπης και έλκονται από αυτήν: ποια άλλη περιοχή του πλανήτη προσφέρει έναν τέτοιο συνδυασμό υψηλού βιοτικού επιπέδου, ατομικών ελευθεριών, και κοινωνικής συνοχής;»
Τα κίνητρα έλξης εξακολουθούν, λοιπόν, να είναι εκεί, στην Δύση, και να ασκούν έλξη παρά τον πόλεμο, την πανδημία και τις ουκ ολίγες κρίσεις των τελευταίων ετών (βλ. Brexit κ.ά.).
«Όσο για τα κίνητρα ώθησης», κι αυτά «δεν είναι δύσκολο να τα μαντέψει κανείς», όπως σημειώνει ο επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).
«Με εξαιρέσεις που μετριούνται στα δάχτυλα, οι επαγγελματικές προοπτικές των περισσότερων νέων στην Ελλάδα περιορίζονται σε δουλειές κακοπληρωμένες, αγχωτικές, χωρίς μέλλον. Αυτή η μεγάλη και διαχρονική παθογένεια του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, αντί να διορθωθεί, έχει επιδεινωθεί και άλλο τα τελευταία χρόνια, καθώς η υψηλή ανεργία εκμηδένισε την διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, ενώ οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας έφεραν μεγαλύτερη ευελιξία (για τους εργοδότες) χωρίς να την συνοδεύουν με περισσότερη ασφάλεια (για τους εργαζομένους)», δηλώνει ο κ. Ματσαγγάνης, μιλώντας στο kathimerini.gr.
«Όσο για την πολυπόθητη – και πολυδιακηρυγμένη – αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου, που θα φέρει τις καλύτερες θέσεις εργασίας που θα κρατήσουν τους νέους στη χώρα, την περιμένουμε με ανυπομονησία», συνεχίζει ο ίδιος.
Πηγή kathimerini.gr