Χτύπημα στο κέντρο του συστήματος φορολογικών ελέγχων που ουσιαστικά «διεύρυνε» το χρόνο στον οποίο είχε δικαίωμα η φορολογική αρχή να κάνει έλεγχο για φοροδιαφυγή πολύ πέραν της δεκαετίας, επιχειρείται με προσφυγές στα δικαστήρια της χώρας.
Ηδη, όπως εξηγεί ο νομικός κ. Γρηγόρης Μέντης, με τουλάχιστον μια απόφαση του 2013 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η οποία όμως θα κριθεί οριστικά στην Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας τον ερχόμενο Νοέμβριο, κρίνεται αντισυνταγματική η παράταση της παραγραφής της δυνατότητας ελέγχου πέραν του βασικού χρόνου (πέντε χρόνια) που ήδη παρατάθηκε δια νόμου για ένα ακόμα έτος. Εν ολίγοις η διοίκηση έσπευδε με αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις να επιμηκύνει τον χρόνο παραγραφής (5+1+1+1+1 κλπ), κάτι που θεωρείται αντισυνταγματικό αφού επιτρέπεται μόνον μια παράταση με νομοθετική διάταξη. Ο συγκεκριμένος χρόνος πάντως είναι δεκαετής όταν πρόκειται για περιπτώσεις παράνομης αύξησης της περιουσίας.
Η συγκεκριμένη ερμηνεία, βέβαια, που έδωσε το Εφετείο Χανίων θα κριθεί οριστικά από το ΣτΕ και είναι ιδιαίτερης βαρύτητας αφού αφορά σε πολλές περιπτώσεις και τις διαβόητες λίστες της φοροδιαφυγής, όπως είναι η λίστα Λαγκάρντ, η λίστα των μεγαλοκαταθετών καθώς και οι έλεγχοι που γίνονται σε φορολογούμενους μεγάλου πλούτου με το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών. Μάλιστα, μπορεί να επηρεάσει και τους ελέγχους που ετοιμάζει το υπουργείο Οικονομικών με το περίφημο «καταθεσιολόγιο» με το οποίο θα κληθούν φορολογούμενοι να πληρώσουν φόρο για τραπεζικά υπόλοιπα που δεν δικαιολογούνται από τις φορολογικές τους δηλώσεις.
Χτύπημα στους φορολογικούς ελέγχους
Όπως εξηγεί ο κ. Μέντης, σειρά προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια από φορολογούμενους που έχουν ελεγχθεί θέτουν εν αμφιβόλω τη συνταγματικότητα της διάταξης που επιτρέπει αναδρομική φορολόγηση πέραν του οικονομικού έτους του προηγούμενου της επιβολής του φόρου. Ηδη μάλιστα, θυμίζει ο νομικός, έχει κριθεί αντισυνταγματική εξ αυτού του λόγου η έκτακτη εισφορά του 2009 από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Όπως λέει μάλιστα «η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε» και ισχύει χωρίς εξαιρέσεις. Η ερμηνεία αυτή, όπως προβάλλεται στα δικαστήρια, θέτει όμως ζητήματα αντισυνταγματικότητας του Ν.3888/2010 (νόμος Παπακωνσταντίνου) που αποτελεί τη βάση των φορολογικών ελέγχων εδώ και μια πενταετία καθώς ορίζει ότι: «σε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, ο φορολογούμενος μπορεί να κληθεί να αποδείξει είτε την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσής της είτε ότι φορολογείται από άλλες διατάξεις είτε ότι απαλλάσσεται από το φόρο με ειδική διάταξη, προκειμένου αυτό να μην φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων της χρήσης κατά την οποία επήλθε η προσαύξηση.»
Σύμφωνα όμως με τις προσφυγές, η διάταξη αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή επί εισοδημάτων από αποκτήθηκαν από 1-1-2009 και εφεξής, όχι όμως και επί εισοδημάτων που αποκτήθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, τινάζοντας στον αέρα κάθε έννοια αναδρομικού φορολογικού ελέγχου! Με άλλα λόγια, αν τελικά οι αποφάσεις αυτές κριθούν ως αντισυνταγματικές και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ουσιαστικά οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα μπορούν να πραγματοποιήσουν έλεγχο για την προσαύξηση περιουσίας που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο μέχρι τη χρήση 2009, δηλαδή μέχρι το προηγούμενο έτος από αυτό που ψηφίστηκε η σχετική διάταξη. Να σημειωθεί, όμως, ότι ήδη γίνονται και έχουν ολοκληρωθεί έλεγχοι και πριν τη χρήση 2009 και πολλοί ελεγχόμενοι έχουν πληρώσει και τους πρόσθετους φόρους και φορολογικά πρόστιμα.
Οι «αναλήψεις» από τους λογαριασμούς
Δυο ακόμα «τρωτά» σημεία, κατά τους νομικούς, της νομικής βάσης στην οποία στηρίζονται οι έλεγχοι πόθεν έσχες και προσαύξησης περιουσίας μέσω ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία θα γεννήσουν ζητήματα είναι:
Α) Ο έλεγχος υπολογίζει αυθαίρετα κάθε κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό ως «προσαύξηση» περιουσίας, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις αναλήψεις που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι από τους επίδικους τραπεζικούς λογαριασμούς. Χαρακτηριστικά, σε συγκεκριμένη υπόθεση, ο νομικός κος Μέντης είχε αναφέρει: «Είναι προφανές ότι πολλά ποσά χρηματικά που κατατέθηκαν σε χρηματικούς λογαριασμούς είχαν προηγουμένως αναληφθεί, χωρίς όμως να είμαι σε θέση να προβώ σε περαιτέρω επιμερισμό και εξειδίκευση, καθότι όπως τονίζω και στο υπόμνημά μου ενόψει του πρόσφατου της ισχύος του άρθρου 15 παρ. 3 Ν.3888/2010, δεν έχω τηρήσει ημερολόγιο για τις εκάστοτε κινήσεις (καταθέσεις-αναλήψεις) επί των τραπεζικών λογαριασμών μου αφού τότε δεν υφίστατο σχετική υποχρέωση και απορώ για ποιο λόγο επανέρχεστε.». Με άλλα λόγια, το νομικό επιχείρημα είναι ότι πολλά από τα χρήματα που είχαν κατατεθεί από τον φορολογούμενο, προέρχονταν από αναλήψεις που είχε κάνει ο ίδιος. Και έτσι δεν μπορούν να θεωρηθούν εισόδημα. Μάλιστα, δεν υπήρχε και λόγος διατήρησης ημερολογίου αναλήψεων και καταθέσεων από τον φορολογούμενο καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν ως υποχρέωση από τη νομοθεσία.
Β) Η έλλειψη φορολογικού ηλεκτρονικού αρχείου πριν το 1996 έχει αντιστρέψει τους ρόλους και είναι αναγκασμένος πλέον ο φορολογούμενος να αποδείξει εκείνος και όχι η φορολογική αρχή τα εισοδήματά του πριν το 1996. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση ελεγχόμενου σε σχετικό δικόγραφο που αφορά εισοδήματα προ του 1996: «η κρίση αυτή του ελέγχου είναι το μεν μη νόμιμη, το δε αντιφατική. Είναι μη νόμιμη, διότι το βάρος αποδείξεως της «προσαυξήσεως» της περιουσίας το φέρει κατά νόμον η φορολογική αρχή και είναι αντιφατική, διότι ενώ για τα οικονομικά έτη 1997 έως 2011 η ίδια η φορολογική αρχή, κατά τα ανωτέρω, εζήτησε και παρέλαβε τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματός μου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. τις οποίες και επεξεργάστηκε, αντιθέτως, για τα προγενέστερα οικονομικά έτη αξιώνει την απόδειξη των κτηθέντων εισοδημάτων από εμένα, χωρίς να αιτιολογεί για ποιον λόγο έλαβε υπ’ όψιν της τα συγκεκριμένα οικονομικά έτη και όχι τα προγενέστερα και χωρίς να αναφέρει ότι για τα προηγούμενα έτη δεν υπέβαλα δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή να επικαλείται άλλον βάσιμο λόγο που εκώλυε τη λήψη και επεξεργασία αυτών» . Με άλλα λόγια, ενώ για τις χρήσεις για τις οποίες η εφορία διαθέτει στοιχεία (φορολογικές δηλώσεις κλπ) του φορολογούμενου φέρει η ίδια την ευθύνη για το προσδιορισμό του ύψους του εισοδήματος που δεν έχει δηλωθεί, για τις χρήσεις πριν το 1996 που δεν υπάρχουν φορολογικές δηλώσεις ρίχνει την ευθύνη στον ελεγχόμενο.
Ο δικηγόρος κ. Γρ. Μέντης τονίζει ότι τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη προσβληθεί, μεταξύ άλλων, ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και αναμένεται η επ’ αυτών δικαστική κρίση, που θα δημιουργήσει και νομολογία.
Τι λέει το Υπουργείο Οικονομικών
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών υποστηρίζουν ότι οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί δεν δημιουργούν πρόβλημα στον τρόπο που γίνονται οι φορολογικοί έλεγχοι, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, καθώς και ότι θα συνεχίσουν να γίνονται κανονικά. Υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και άλλες αποφάσεις από εφετεία άλλων περιοχών της χώρας (π.χ. Ιωαννίνων) οι οποίες έκριναν καθόλα νόμιμο τον τρόπο διενέργειας των φορολογικών ελέγχων προσαύξησης της περιουσίας και πέραν της δεκαετίας. Επίσης, σημειώνουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις των ελέγχων προσαύξησης περιουσίας το αδίκημα της φοροδιαφυγής έχει κακουργηματικό χαρακτήρα (λόγω απόκρυψης μεγάλων ποσών από το εισόδημα) και έτσι το δημόσιο έχει δικαίωμα να πραγματοποιήσει έλεγχο και πέραν της δεκαετίας καθώς δεν ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις η δεκάχρονη παραγραφή.
capital.gr