Απαντήσεις σε καίρια σημεία της επικαιρότητας και σε ανοικτά θέματα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία, δίνει σήμερα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στη «δημοκρατική» ο γραμματέας της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής κ. Μανώλης Χριστοδουλάκης.
Ο γραμματέας του Κινήματος Αλλαγής, ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για τα εργασιακά αλλά και το «αλαλούμ» με τα εμβόλια ενώ αναφέρει ότι το ΚΙΝΑλ ζητά επίσημη ενημέρωση για το τι ακριβώς έχει τεθεί από την ελληνική πλευρά στη συνάντηση με τον Ερντογάν.
Επιπλέον απαντά χωρίς περιστροφές και σε ερωτήματα για τις εσωκομματικές διαδικασίες του ΚΙΝΑΛ, το οποίο έχει μπει πλέον σε τροχιά εκλογών για την ανάδειξη νέου αρχηγού, σχολιάζοντας δεικτικά πως: “είναι κρίμα για την ιστορία του ΠΑΣΟΚ να μετατρέψουμε τις διαδικασίες μας, σε ρητορική αντιπαράθεση με βάση το ρητορικό «πασοκόμετρο» του καθενός”.
• Κύριε Χριστοδουλάκη, θα ήθελα να ξεκινήσουμε την συνέντευξη από την υπερψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου και τα όσα εκτυλίχθηκαν στη Βουλή. Τι περιλαμβάνει πλέον η επόμενη ημέρα για τους εργαζόμενους;
Όλοι συμφωνούμε, ότι σήμερα, μετά από 10 χρόνια κρίσης και με τεράστιες αλλαγές στο περιβάλλον εργασίας, χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Όμως ρύθμισης, και όχι απορρύθμισης όπως αυτό που έφερε η ΝΔ. Και το λέω αυτό γιατί δυστυχώς ο βασικός κορμός των διατάξεων μάς δείχνει ότι σκοπός της κυβέρνησης είναι το βάρος και αυτής της κρίσης να το πληρώσουν πάλι αυτοί που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Συγκεκριμένα, μιλάνε για ελαστικοποίηση του ωραρίου και νομιμοποιούν τις απλήρωτες υπερωρίες λέγοντάς μας ότι μπορεί κάποιος να πληρώνεται σε ρεπό και όχι σε πρόσθετες απολαβές. Με ρεπό, όμως, δεν πληρώνεις λογαριασμούς και υποχρεώσεις… Ακόμα, υπάρχει το πολύ σημαντικό ζήτημα όπου μεταφέρεται η εργασιακή διαπραγμάτευση από το συλλογικό επίπεδο στο ατομικό. Kαι αυτό όταν οι συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις, ακόμα και στα δύσκολα χρόνια της κρίσης είχαν προστατευτεί από τον νόμο 3846/10 του ΠΑΣΟΚ. Δρομολογείται η πλήρης απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών στους χώρους εργασίας, με τον ΣΕΠΕ να φεύγει από την επίβλεψη του Υπ. Εργασίας και να μετατρέπεται σε Ανεξάρτητη Αρχή, που καθόλου ανεξάρτητη τελικά δεν είναι. Παράλληλα, νομιμοποιείται ένα καθεστώς περαιτέρω απελευθέρωσης των απολύσεων, περιορίζοντας το δικαίωμα της επαναπρόσληψης ακόμα και σε εκείνους που δικαιώνονται δικαστικά. Και τέλος, περιορίζεται η συνδικαλιστική εκπροσώπηση, υπό τη ρητορική ότι ακόμα και το δικαίωμα στην απεργία προσδιορίζεται ως συνδικαλιστικό προνόμιο.
• Δεν υπάρχουν δηλαδή θετικά στοιχεία στο νομοσχέδιο;
Ακόμη και θετικά σημεία, όπως η κάρτα εργασίας, που ήταν πρόταση της ΓΣΕΕ και νομοθέτημά μας, όπως εξήγγειλε και ο υπ. Εργασίας θα εφαρμοστούν μόνο πιλοτικά και πειραματικά, ενώ άλλες θετικές διατάξεις που περιλαμβάνονται – και εμείς ψηφίσαμε θετικά – αφορούν στην κύρωση ευρωπαϊκών διατάξεων και οδηγιών που ορθώς επιβλήθηκαν στη χώρα μας. Η πανδημία επιτάσσει να βάλουμε ξανά στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Για αυτό λοιπόν, το εργασιακό νομοσχέδιο μας βρήκε και μας βρίσκει απέναντι.
• Την ίδια ώρα που το εργασιακό διχάζει την κοινωνία, υπάρχει ένα ακόμα μείζον θέμα που έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό και δεν είναι άλλο, από τους εμβολιασμούς και αναφέρομαι στο AstraZeneca και στις πρόσφατες αποφάσεις για την απαγόρευση στους κάτω των 60…
Είμαστε οι τελευταίοι που θα κάνουμε μικροπολιτική πάνω στο κρίσιμο θέμα του εμβολίου. Γιατί δεν κρύβουμε στις τάξεις μας αρνητές που αξιοποιούμε στην εκάστοτε συγκυρία για να προσελκύσουμε αντιδραστικά ακροατήρια. Γιατί δεν γίνεται σε ένα περιβάλλον σύγχυσης και αντιφάσεων που έχει διαμορφωθεί γύρω από το εμβόλιο της AstraZeneca, εμείς να το εντείνουμε και να προκαλούμε νέα σύγχυση. Υπάρχουν, όμως, δυο ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Το πρώτο αφορά στην Επιτροπή, που οφείλει να απαντήσει με τι επιστημονικά δεδομένα πήρε αυτή την απόφαση, διότι τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις επιπλοκές του εμβολίου έχουν παραμείνει απαράλλαχτα τους τελευταίους δύο μήνες. Το δεύτερο αφορά στην Κυβέρνηση – που δεν γίνεται στα «καλά» του εμβολιασμού να είναι μπροστά για να τα καρπώνεται και στα «κακά» να κρύβεται πίσω από την Επιτροπή – η οποία οφείλει να μας απαντήσει εάν η χορήγηση του AstraZeneca στα τέλη Απρίλιου συνδέεται με την ανάγκη για το εσπευσμένο άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνικής δραστηριότητας. Σήμερα χρειάζεται να χτίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη με τους πολίτες που τους ζητάμε να εμβολιαστούν. Και σίγουρα τέτοιες λειτουργίες δεν συνηγορούν σε αυτό.
• Πέραν των θεμάτων της πανδημίας, πώς κρίνετε το έργο και την πορεία της κυβέρνησης; Είναι ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης για την επόμενη μέρα;
Η σχεδόν αποκλειστικά μονοθεματική ατζέντα του δημόσιου διαλόγου, γύρω από τα θέματα της πανδημίας, έχει λειτουργήσει ως ένα ιδανικό χαλί. Για να κρύψουμε βολικά, κάτω από αυτό, την απόλυτη ένδεια κυβερνητικών πολιτικών και μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα. Με την ολοκληρωτική αφοσίωση της κυβέρνησης στην πρόταξη της επικοινωνιακής προπαγάνδας έναντι του έργου και της πολιτικής ουσίας, αλλά και τη συντηρητική της αντίληψη που πολλές φορές εργαλειοποιεί την ίδια την κρίση για να υλοποιήσει – με μπαλώματα – τις ιδεοληπτικές της δεσμεύσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση το θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπου αντί η κυβέρνηση να περιγράψει το πώς η χώρα θα αναδιαμορφώσει το παραγωγικό της μοντέλο, θα ταυτίσει την ανάπτυξη με την κοινωνική προστασία, θα μιλήσει για τις κοινωνικές ανισότητες, την εργασία, τη μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία και την ελληνική προστιθέμενη αξία στην παραγωγή μας, εκείνη προχωράει παντελώς πρόχειρα και σπασμωδικά. Παραθέτει επενδύσεις και έργα χωρίς ιεράρχηση, με την απουσία κάθε σύνδεσης του προγράμματος με άλλους διαθέσιμους πόρους, αλλά και με δείκτες απόδοσης για το περιβάλλον, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, την έρευνα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Είναι μία μεγάλη ευκαιρία. Το θέμα είναι η ικανότητα να την αξιοποιήσουμε, αλλά και η πολιτική βούληση, ώστε αυτή να αφορά τους πολλούς.
• Μιλήσατε για έλλειψη μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών αλλά και ελλιπές έργο από την πλευρά της κυβέρνησης. Σε ποιους τομείς την εντοπίζετε;
Σε πολλούς, αλλά θα κρατήσω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πρώτον στο χώρο της παιδείας, και ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όπου αντί της ανάγκης αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των δημοσίων Πανεπιστημίων, της διασύνδεσης των προγραμμάτων σπουδών με την αγορά εργασίας, της επανακατάρτισης, της προαγωγής της έρευνας και της καινοτομίας, επιλέγουν να προτάσσουν το – κατά τη ΝΔ – μοναδικό πρόβλημα των ελληνικών Ιδρυμάτων: την αστυνόμευσή τους. Η αποθέωση της μικροπολιτικής διλημματικής διαχείρισης, έναντι οποιασδήποτε ουσίας θα μπορούσε να θωρακίσει τη δημόσια παιδεία. Ίσως στοχευμένα, για να ανοίξει ο δρόμος της αντικατάστασής της από «φίλους» ιδιώτες. Δεύτερον, η ασφάλεια. Όπου επιλέγεται η καθημερινή υπερπροβολή των «καθαρισμένων» Εξαρχείων, λες και εκεί εξαντλείται η έννοια της προστασίας του πολίτη, όταν όμως η εγκληματικότητα καλπάζει σε όλη την υπόλοιπη χώρα. Τόσο με τις οργανωμένες της μορφές, όσο και με επιμέρους μεμονωμένες εκφάνσεις της. Όμως, τελικά, το αίσθημα ασφάλειας στην καθημερινότητά μας, κυρίαρχη ατζέντα στην προτεραιοποίηση των πολιτών, δεν αποκαταστάθηκε από μία προσβάσιμη πλατεία. Και η ευθύνη, φυσικά, ανήκει στην πολιτική ηγεσία. Και τρίτον, η αντίληψή τους για το κράτος. Όπου το λεγόμενο «επιτελικό» κράτος, αντί να διευκολύνει και να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του, να ανακουφίσει από τη δυσκαμψία και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μάλλον εκμεταλλεύεται τον «επιτελικό» του συγκεντρωτισμό – που απαξιώνει ακόμα και τους ίδιους τους κυβερνητικούς υπουργούς – για μία στενά ελεγχόμενη διαχείριση του κυβερνητικού έργου, με το βλέμμα στους «ημέτερους» και κριτήρια «αναδιανομής» την ισχυροποίηση των συστημικών του συσχετισμών.
Όχι και τόσο φιλελεύθερη προσέγγιση, όχι και τόσο μεταρρυθμιστική, όχι και τόσο χρήσιμη για να πάει η χώρα ένα βήμα μπροστά.
• Δεν θα μπορούσα να μην ζητήσω το σχόλιό σας κ. Χριστοδουλάκη για την πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν. Πόσο ρεαλιστική είναι μια «συμφωνία για θετική ατζέντα και αποφυγή προκλήσεων», μεταξύ των δύο πλευρών;
Είναι αναγκαίο για εμάς, εφόσον προχωρήσει ένα νέο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας – μια μορφή ενός νέου τύπου Ελσίνκι – να υπάρξουν αντίστοιχες δεσμεύσεις από την Τουρκία, που θα αφορούν το σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, το διάλογο και την προοπτική της Χάγης, και φυσικά την άρση του causus beli. Έχουμε χορτάσει από «παράθυρα ευκαιρίας» που τελικά δεν είδαμε να ευδοκιμούν. Ειδικά τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, με την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα σε βάρος της χώρας μας, νομίζω συμφωνούμε όλοι ότι η χωρά μας χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από το «καλό κλίμα» που έσπευσαν τα στελέχη της κυβέρνησης να διαρρεύσουν χωρίς να υπάρχουν καν επίσημες δηλώσεις. Ζητούμε, λοιπόν, επίσημη ενημέρωση από την κυβέρνηση για το τι ακριβώς έχει τεθεί από την ελληνική πλευρά στη συνάντηση αυτή, ως οι εθνικοί μας όροι για να προχωρήσουμε σε αυτή τη νέα συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
• Παρακολουθήσαμε στο τελευταίο διάστημα πολλές δράσεις του Κινήματος Αλλαγής αφιερωμένες στο περιβάλλον. Ήταν προσπάθεια συγκυριακή, ή κάποια νέα ταυτότητα που διαμορφώνετε στο κόμμα;
Αφιερώσαμε την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου σε δράσεις και παρεμβάσεις για το περιβάλλον, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος. Όμως, οι πρωτοβουλίες μας αυτές και η δέσμευσή μας για μια ισχυρή πράσινη πολιτική ταυτότητα δεν ανέκυψαν συγκυριακά, αλλά ως επιστέγασμα μιας συντεταγμένης πολιτικής επιλογής να θέσουμε τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης, της περιβαλλοντικής ευαισθησίας και οικολογικού ακτιβισμού, ως κυρίαρχα στην πολιτική μας ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ξεκινήσαμε εισάγοντας πρώτοι το θέμα του ελληνικού Κλιματικού Νόμου, που περιγράφει ακριβώς το σχέδιο και τον οδικό χάρτη για να μπει η χώρα μας στις ράγες της κλιματικής ουδετερότητας. Που θέτει μακροπρόθεσμους και ενδιάμεσους στόχους για αυτήν, αξιοποιεί τα απαιτούμενα εργαλεία που αφορούν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη βιώσιμη απολιγνιτοποίση, δομές κλιματικής διακυβέρνησης με ίδρυση ανεξάρτητης κλιματικής αρχής και πρωτοβουλίες για την ευαισθητοποίηση και συμμετοχή της κοινωνίας στη συλλογική προσπάθειας. Θέτουμε τα ζητήματα της προστασίας και αναστήλωσης του φυσικού περιβάλλοντος, της ανακύκλωσης και της αποτελεσματικής διαχείρισης απορριμμάτων και αποβλήτων, τις ανάγκες μεταστροφής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας σε περισσότερο βιώσιμα αναπτυξιακά πρότυπα, της κυκλικής οικονομίας, των πράσινων καλλιεργειών. Και φυσικά, όλα αυτά μαζί, με την κοινωνική διάσταση της πράσινης μετάβασης. Γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι πολιτικά ουδέτερη αλλά οφείλει να συνδυάζει την προοπτική για άμβλυνση των ανισοτήτων, να θέτει ζητήματα ενεργειακής δικαιοσύνης, καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας και καθολικής πρόσβασης στην καθαρή ενέργεια. Αυτό είναι το δικό μας πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο. Γιατί ειδικά για εμάς, τις νεότερες γενιές, η περιβαλλοντική ατζέντα δεν είναι απλώς ένα «πιασάρικο» νεοτερίστικο μικροπολιτικό τέχνασμα, αλλά πολύ περισσότερο όρος επιβίωσης για τις επόμενες δεκαετίες. Το Κίνημα Αλλαγής θα είναι μπροστάρης σε όλες αυτές τις μάχες και προκλήσεις.
• Παρόλο που αναγνωρίζεται από τους πολίτες σε όλες τις έρευνες που έχουν γίνει ότι το Κίνημα Αλλαγής κάνει ουσιαστική και εποικοδομητική αντιπολίτευση αυτό δεν αποτυπώνεται με αλματώδη άνοδο στις δημοσκοπήσεις. Ποια είναι η απάντησή σας;
Επιτρέψτε μου να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, όχι εστιάζοντας στην αξιοπιστία των μετρήσεων, αλλά πολύ περισσότερο αντιλαμβανόμενος ότι σήμερα, εν μέσω πανδημίας, έχουμε μπροστά μας ένα πολύ ρευστό πολιτικό σκηνικό. Και αυτό προστίθεται σε ένα πολιτικό σύστημα και σε μία κοινωνία που μετά από δέκα χρόνια κρίσης, έχοντας απορρίψει εκ των πραγμάτων του βολικούς και εύκολους εναλλακτικούς δρόμους με τους οποίους κάποιοι έχτισαν πολιτικές καριέρες, σήμερα επανατοποθετείται. Και είμαι βέβαιος ότι στην επανατοποθέτηση αυτή, όταν έρθει η ώρα, θα επιβραβευθεί η επιμονή και η υπομονή μας, ο υπεύθυνος, σοβαρός αλλά και μαχητικός όπου χρειάζεται αντιπολιτευτικός μας λόγος και οι πρωτοποριακές μας επεξεργασίες που μπορούν να περιγράψουν στην πράξη την αντίληψη μας για την προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας. Με θέσεις ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες, με πρόσημο σύγχρονο και μεταρρυθμιστικό, με χαρακτήρα κοινωνικό και το βλέμμα στραμμένο σε αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη. Και αυτό τελικά θα αποτυπωθεί και στους κοινωνικούς και εκλογικούς συσχετισμούς…
• Τι λέτε για τις ίσες αποστάσεις; Ποιος είναι τελικά ο αντίπαλος του Κινήματος Αλλαγής;
Για εμάς, δεν υπάρχουν και ποτέ δεν υπήρξαν ίσες αποστάσεις. Γιατί αυτό, εξορισμού μεταφράζεται σε έναν ετεροπροσδιορισμό επιβίωσης. Το Κίνημα Αλλαγής, ως η φυσική συνέχεια του ΠΑΣΟΚ και της δημοκρατικής παράταξης, ήξερε πάντα να χαράσσει το δικό του δρόμο και να πρωταγωνιστεί. Αυτή είναι και σήμερα η διακριτή πολιτική μας ταυτότητα. Και από αυτή την ταυτότητα διαφοροποιούνται αυτονόητα η βαθιά συντηρητική αντίληψη της ΝΔ αλλά και ο λαϊκίστικος τυχοδιωκτισμός ενός ερμαφρόδιτου και χωρίς πολιτική ταυτότητα ΣΥΡΙΖΑ. Αντίπαλός μας είναι η οπισθοδρόμηση και η μικροπολιτική κοκορομαχία ενός πλασματικού διπόλου που δεν έχουν καμία σχέση με τα προβλήματα του ελληνικού λαού. Και σύμμαχός μας είναι όσοι σήμερα αντιλαμβάνονται την ανάγκη να πάμε ξανά τη χώρα μπροστά.
• Παρακολουθούμε να εντείνονται σταδιακά και οι εσωκομματικές σας διεργασίες. Θα πληγώσουν την παράταξη; Και πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ και τα σύμβολά του μπαίνουν στην ατζέντα των εσωκομματικών εκλογών;
Η παράταξή μας έχει αποδείξει στην πράξη την ικανότητά της να μετατρέπει τις εσωκομματικές διαδικασίες σε κινητήρια δύναμη για τη συνέχεια. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι, για όλους μας, το κριτήριο των εσωκομματικών μας επιλογών θα πρέπει να είναι αποκλειστικά το πώς η παράταξη, την επόμενη ημέρα αυτών, θα βγει ισχυρότερη και ενωμένη. Και προϋπόθεση για αυτό, είναι να παραμείνει αταλάντευτη η πολιτική μας στρατηγική – επικυρωμένη μάλιστα από όλα τα συλλογικά όργανα του κόμματος – για την αυτόνομη πορεία του χώρου, αλλά και για το πολιτικό πρόσημο και τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θα την προσδιορίζουν. Πολιτικά χαρακτηριστικά που θα τιμούν στην πράξη το όνομα, την πολιτική διαδρομή και την ιστορία της παράταξης, αλλά παράλληλα, θα εγγυώνται και τη φυσική της συνέχεια. Είναι κρίμα για την ιστορία του ΠΑΣΟΚ και της δημοκρατικής παράταξης να μετατρέψουμε τις διαδικασίες μας, σε ρητορική αντιπαράθεση με βάση το ρητορικό «πασοκόμετρο» του καθενός. Η κοινωνική και κομματική μας βάση εξάλλου γνωρίζει την πορεία και τη διαδρομή μας καλυτέρα από τον καθένα.