Δεκατρείς κυψέλες είναι τοποθετημένες διάσπαρτα πάνω σε κοφτερά βράχια δίπλα στη θάλασσα, στην Αγία Μακρίνα Καλύμνου. Μοιάζουν με πουλιά που λιάζονται. Το ψαροκάικο του καπετάν Νιότη τις πλησιάζει προσεκτικά, αποφεύγοντας τις ξέρες. Έχει προηγηθεί μια ονειρεμένη δεκάλεπτη διαδρομή μέσα στο φιόρδ του χωριού Βαθύ, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Χώρας. Κάτω από το λιοπύρι, με κινήσεις έμπειρου ακροβάτη, ο πενηνταοχτάχρονος, πρώην αστυνομικός διευθυντής, Δρόσος Κοπανέζος και ο τριαντάχρονος γιος του, Αντώνης, αποβιβάζονται για να επιθεωρήσουν ένα από τα κοπάδια τους. Συνεχίζοντας τη μελισσοκομική οικογενειακή παράδοση από το 1942, κάθε Μάιο μεταφέρουν στην πατρογονική γη τις κυψέλες τους από την Κω, όπου ζουν μόνιμα, για να συλλέξουν αποκλειστικά θυμαρίσιο μέλι.
Οι κυψέλες τοποθετούνται σε σημεία που προστατεύονται από τους αέρηδες, κυρίως τον βοριά.
Σφραγίζουν τις κυψέλες τη νύχτα, τις μεταφέρουν με ναυλωμένα πλοία γύρω στις δύο τα ξημερώματα από το Μαστιχάρι στην Κάλυμνο και ύστερα ξεφορτώνουν με φακούς. Για να μην υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση μελισσιών, σπάνε το κοπάδι τους σε πέντε μικρότερα. Αρχικά, τα πηγαίνουν σε μέρη με πρώιμη ανθοφορία κι όσο βαραίνει το θέρος τα μετακομίζουν σε περιοχές με όψιμα θυμάρια. Κατά κανόνα, επιλέγουν πάντοτε παραθαλάσσια σημεία, γιατί η υγρασία είναι μεγαλύτερη το βράδυ, κι έτσι το θυμάρι δίνει παραπάνω νέκταρ. Επίσης, είναι προστατευμένα από τον βοριά, για να περιορίσουν τα σπασίματα από τις πτώσεις.
Πηγή gastronomos.gr
Γιάννης Παπαδημητρίου