Τις τελευταίες ημέρες έγινε γνωστό το περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο τελέσθηκε από τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα κατά της συζύγου του. Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ενδοοικογενειακή βία ρυθμίζεται από το Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις». Ως ενδοοικογενειακή βία στο συγκεκριμένο νόμο ορίζεται, μεταξύ άλλων, η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας. Οι αξιόποινες αυτές πράξεις ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 9 του ως άνω νόμου και είναι συγκεκριμένα η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, η ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή και η ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Παράλληλα, ως ενδοοικογενειακή βία θεωρούνται και οι πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 299, 311, 336 και 338 του Ποινικού Κώδικα και ειδικότερα η ανθρωποκτονία με δόλο, η θανατηφόρα σωματική βλάβη, η βιασμός και η κατάχρηση ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη. Πρέπει, επιπλέον, να τονισθεί ότι στον ορισμό της οικογένειας στον ως άνω νόμο περιλαμβάνονται και οι μόνιμοι σύντροφοι, αλλά και οι πρώην σύντροφοι του δράστη. Τέλος, είναι ακόμα πιο σημαντικό να αναφερθεί ότι το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Είναι, βεβαίως, γνωστό ότι στη χώρα μας είμαστε, δυστυχώς, συνηθισμένοι σε τέτοιες ειδήσεις. Ήδη, μάλιστα, μετράμε μία μακρά λίστα γυναικών θυμάτων πρώην ή νυν συντρόφων τους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, παρόλα αυτά, η ιδιότητα και η αναγνωρισιμότητα του κατηγορούμενου είναι αυτή που έχει κινήσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Το γεγονός δε, ότι μία γυναίκα μπορεί να πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας, ανεξαρτήτως του κοινωνικού, μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου της, θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο της υπόθεσης. Μάλιστα, η προσπάθεια απόκρυψης του τι πραγματικά είχε συμβεί, με τον ισχυρισμό της δήθεν πτώσης από τη σκάλα, αλλά και η υπόνοια ότι το γεγονός θα είχε μείνει στην αφάνεια, εάν ο γιατρός που εξέτασε τη γυναίκα δεν έδειχνε το ενδιαφέρον που όφειλε, πρέπει να προβληματίσει.
Σε σχέση με την αρχική απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο Απόστολος Λύτρας, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις, με κυριότερη την παρέμβαση της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, προκειμένου να διενεργηθεί πειθαρχική έρευνα για την αναζήτηση τυχόν ευθυνών της Ανακρίτριας και της Εισαγγελέως, οι οποίες αποφάσισαν τη μη προφυλάκισή του. Η εξέλιξη, όμως, λόγω της στάσης που κράτησε ο Απόστολος Λύτρας απέναντι στην απόφαση της απαγόρευσης της επικοινωνίας με την σύζυγό του και της μετοίκησής του, ήταν διαφορετική. Για το λόγο αυτό, εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, η προσωρινή κράτηση είναι το πιο επαχθές μέτρο που μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Σύμφωνα δε, με τα άρθρα 282 και 286 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τίθενται αυστηρότατες προϋποθέσεις, με τη συνδρομή των οποίων και μόνον, είναι δυνατό να διαταχθεί το περιοριστικό μέτρο της προσωρινής κράτησης. Σκοπός δε, του μέτρου αυτού είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τυχόν τέλεσης νέων αδικημάτων από τον κατηγορούμενο. Εάν, δηλαδή, η αποτροπή του κινδύνου αυτού μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα, τότε εφαρμόζονται αυτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε επαρκές το μέτρο της μετοίκησης και της απαγόρευσης επικοινωνίας του κατηγορουμένου με τη σύζυγό του.
Επιπλέον, προκειμένου να επιβληθεί στον κατηγορούμενο το μέτρο της προσωρινής κράτησης, θα πρέπει ο ίδιος να μην έχει γνωστή διαμονή στη χώρα, να κρίνεται ότι είναι πιθανό να σχεδιάσει τη διαφυγή του από αυτή ή να έχει επιχειρήσει στο παρελθόν να αποφύγει την δίκη ή την ποινή που του επιβλήθηκε. Επιπλέον, θα πρέπει να έχει κριθεί στο παρελθόν ένοχος για την τέλεση παρόμοιων αδικημάτων, και συγκεκριμένα, στην παρούσα περίπτωση για ενδοοικογενειακή βία. Είναι, δηλαδή, σαφές, ότι ο νόμος απαιτεί πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προκειμένου να επιβάλει στον κατηγορούμενο το μέτρο της προσωρινής κράτησης, ενώ τονίζεται στο 286 ΚΠΔ ότι «Μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης».
Είναι προφανές, δηλαδή, ότι δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια ειδικότερη πρόβλεψη για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας. Είναι ακόμα πιο θλιβερό, μάλιστα, εάν αναλογισθεί κανείς πόσοι τελέσαντες παρόμοια αδικήματα δεν κρίθηκαν προφυλακιστέοι και αφέθηκαν ελεύθεροι να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους. Είναι, επίσης, προφανές ότι υπάρχει ανάγκη για πιο ενδελεχή ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, καθώς το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας, τις περισσότερες φορές, τελείται επαναλαμβανόμενα από το δράστη με το θύμα να μένει απροστάτευτο και ευάλωτο, διατρέχοντας κίνδυνο όσο ο δράστης παραμένει ελεύθερος. Ουσιαστικά, για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι απαραίτητο να τεθούν από το νόμο αυστηρότερα πλαίσια, τόσο για την τιμώρηση του δράστη, όσο και για την προστασία του θύματος και την πρόληψη παρόμοιων αδικημάτων.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, όπως φαίνεται, με τις εξελίξεις να τρέχουν διαρκώς, έχει επαναληφθεί στο παρελθόν, καθώς, όπως έγινε γνωστό, ο Απόστολος Λύτρας είχε κατηγορηθεί και από την πρώην σύζυγό του για παρόμοιες συμπεριφορές, η οποία, όμως, απέσυρε τις κατηγορίες. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην κρινόμενη περίπτωση προχώρησε σε δεύτερη παρέμβαση, προκειμένου να επιταχυνθεί η ανακριτική διαδικασία για τον κατηγορούμενο.
Παρά το γεγονός ότι η πρώτη παρέμβαση του Αρείου Πάγου δημιούργησε αντιδράσεις, τόσο από το δικηγορικό κόσμο, όσο και από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, οι οποίοι κάνουν λόγο για επικοινωνιακές παρεμβάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η κίνηση αυτή έγινε από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Αυτοί, όπως είναι φυσικό, γνωρίζουν περισσότερο από τον καθένα τη νομοθεσία και, ως εκ τούτου, γνωρίζουν καλύτερα από όλους πώς να εφαρμόζουν το νόμο και τις ειδικότερες διατάξεις του.
Λόγω δε, της ευαισθησίας, της επικινδυνότητας, αλλά κυρίως της συχνότητας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, είναι σκόπιμο να γίνεται πιο ενδελεχής μελέτη και εξέταση της κάθε υπόθεσης, πριν ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα περιοριστικά μέτρα κατά του κατηγορουμένου. Τούτο, διότι, έχει φανεί ότι ούτε τα περιοριστικά μέτρα είναι δυνατό, τις περισσότερες φορές, να περιορίσουν στην πραγματικότητα τη συμπεριφορά του δράστη. Φυσικά, ο νόμος θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά γράμμα και να μην καταστρατηγείται, από την άλλη πλευρά, όμως, ο νόμος πρέπει να προσαρμόζεται στις συνθήκες και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εάν δεν είχαν παραβιασθεί τα περιοριστικά μέτρα, ο κατηγορούμενος θα ήταν ελεύθερος, όπως έχει συμβεί σε πολλές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Και τούτο θα συνέβαινε, παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης που εξαπέλυσε στην σύζυγό του. Το γεγονός αυτό από μόνο του, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, είναι αρκετό για να προβληματίσει και να θέσει τις βάσεις για την πιο αυστηρή αντιμετώπιση του εγκλήματος αυτού, το οποίο, μάλιστα, δεν δείχνει να εκλείπει.
Κλείνοντας, πρέπει να γίνει σαφές το πόσο κρίσιμο είναι να ληφθούν περισσότερα μέτρα σε επίπεδο νομοθεσίας, τα οποία θα μπορούν να εγγυηθούν την ετοιμότητα σε σχέση με την πρόληψη, τη δράση και την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών και κατ’ επέκταση την ασφάλεια των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Το κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή, είναι η πρόνοια για την ύπαρξη περισσότερων ασφαλιστικών δικλείδων. Με τον τρόπο αυτό, δεν θα βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να συζητάμε κάθε φορά για το κατά πόσο είναι σωστό να αφήνονται προσωρινά ελεύθεροι οι κακοποιητές.
Το νόμισμα έχει δύο όψεις. Η εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων, πρέπει να επιβάλλονται
αφού προηγούμενα εξετασθούν και διαπιστωθούν τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στην τέλεση των αδικημάτων και τα κίνητρα αληθή ή πλασματικά που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί ή κατασκευαστεί με δόλο για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων.
Η θέση της γυναίκας, ως μάνα , σύζυγος, είναι ιερή και πάντα πρέπει να προστατεύεται από τους νόμους και τα όργανα και η οποιαδήποτε άσκηση βιαιοπραγίας σε βάρος της, είναι εκ προηγουμένου κατακριτέα και απαράδεκτη.
΄ομως τι θα πρέπει να συγκρατήσει και τη μερίδα των γυναικών – μανάδων που για χάρη των προσωπικών τους ικανοποιήσεων, εγκαταλείπουν σύζυγο παιδιά και οικογένεια και κάποιες φορές προκαλούν επεισόδια με λογομαχίες και σχεδιασμένες προκλήσεις, ώστε να δημιουργήσουν το κατάλληλο έδαφος της προσχεδιασμένης καταγγελίας για την εύκολη λύση της απελευθέρωσης, με το σύντροφό τους στο κρατητήριο για την προκαλούμενη από αυτές ενδοοικογενειακή βία;
Είναι απαραίτητη λοιπόν η θέσπιση των ελεγκτικών οργάνων, τα οποία θα λαμβάνουν όλες τις εξακριβωμένες πληροφορίες για τη κάθε υπόθεση και να αποφαίνεται σε σύντομο χρόνο με μέγιστο το τριήμερο διάστημα, πριν κάποιος ή κάποια οδηγηθεί αδίκως στο κρατητήριο.
Η περίπτωση του Λύτρα έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά στο πανελλήνιο.
Ο ισχυρισμός του συνηγόρου της συζύγου του, ότι δόθηκαν 30 γροθιές στο θύμα σύζυγό του, δεν συνάδει με το άνετο βάδισμα της προς το νοσηλευτικό κέντρο, ούτε από την εν γένει παρουσία της στα Μ.Μ.Ε. και οι αντιφάσεις της λιποθυμίας και του πανικού της, με την άμεση παρουσία της για υποβολή μηνύσεων, δεν πείθουν ότι αυτά που ισχυρίστηκε η ίδια και ο συνήγορός της είναι ακριβή και μάλιστα με την παρουσία του πατέρα της στην κατοικία της.
Είναι λοιπόν η κάθε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας, αντικείμενο εξονυχιστικής εξέτασης για την απόδοση της δικαιοσύνης γιατί πάντα ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός.