Την λήψη κατάθεσης από μια ανήλικη κόρη, οικογένειας ομογενών, που έχουν μεταναστεύσει στο Λονδίνο, η οποία υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα αποπλάνησης από 65χρονο συγγενή της στη Ρόδο, ζήτησε αρμοδίως χθες από τον Ανακριτή του Θερινού τμήματος του Πρωτοδικείου Ρόδου, ο δικηγόρος κ. Στέλιος Κιουρτζής.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί συνέχεια δικογραφίας που έχει σχηματιστεί σε βάρος ενός 65χρονου κομμωτή, που κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.
Όπως έγραψε η “δημοκρατική”, ο πατέρας ενός 12χρονου σήμερα κοριτσιού, που διαμένει στο Λονδίνο, υποστήριξε ότι το παιδί του έχει πέσει θύμα του 65χρονου, ενώ τρεις συγγενείς του, προχώρησαν στην υποβολή δηλώσεων παράστασης πολιτικής αγωγής, ενώπιον της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου.
Ο πατέρας της 12χρονης ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι η κόρη του έπεσε θύμα του 65χρονου, προ διετίας και ότι η εξαδέλφη της, ομοίως θύμα του, ήταν εκείνη που τον είδε να θωπεύει το παιδί του και τον κλώτσησε.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες για την υπόθεση έχει ήδη ζητηθεί η συνδρομή της Σκότλαντ Γιάρντ, καθώς ο πατέρας της ανήλικης έχει υποβάλει σχετική μήνυση και στις αρχές του Λονδίνου.
Δύο συγγενείς του 65χρονου, που ενεργούν για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, ηλικίας σήμερα 11 και 8 ετών, υποστηρίζουν ότι ο κατηγορούμενος προέβαινε κατ’ εξακολούθηση σε ασελγείς πράξεις και στα δικά τους παιδιά, θωπεύοντας (εκτός των άλλων) και τα γεννητικά τους όργανα, μέσα από το εσώρουχό τους, με σκοπό την ικανοποίηση και τη διέγερση της γενετήσιας ορμής του.
Μια τρίτη συγγενής του κατηγορούμενου, ηλικίας σήμερα 18 ετών, διατείνεται ότι είναι θύμα του, από την ηλικία των τεσσάρων ετών.
Ο κατηγορούμενος έχει χαρακτηρίσει, με υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, ψευδείς, αισχρές και ανυπόστατες τις καταγγελίες σε βάρος του.
Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι στο κουρείο του γνώρισε τη σύζυγό του, χήρα με τρία παιδιά. Τόνισε ότι από την πρώτη στιγμή, που είδε τη σύζυγό του, την αγάπησε και ήθελε να την παντρευτεί, παρ’ όλες τις εναντιώσεις των γονιών του και των αδελφών του καθώς και του κοινωνικού τους περίγυρου.
Υποστήριξε ακόμη ότι οι σχέσεις του με τα παιδιά της συζύγου του ήταν άριστες ενώ ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες στην οικία τους, καθόσον τα παιδιά της ήταν ιδιαίτερα ατίθασα και αντιδραστικά.
Ισχυρίστηκε ακόμα ότι δύο από τα παιδιά της συζύγου του άρχισαν να αντιδρούν όταν απέκτησαν αδέλφια από το γάμο τους επειδή η προσοχή τους στράφηκε σ’ αυτά και ένιωθαν παραμελημένα.
Αφού περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσής τους, υποστηρίζει ότι υπήρξαν “σκαμπανεβάσματα” στις σχέσεις τους καθώς υπήρχε ζήλια μεταξύ των παιδιών.
Επεσήμανε ότι μετά τη συνταξιοδότησή του έγινε το “ταξί” της οικογένειας της συζύγου του, ενώ εξακολουθούσε να τους συνδράμει όλους οικονομικά. Όταν αποφάσισε να σταματήσει τότε, όπως υποστηρίζει, εστράφησαν εναντίον του.
Ο ίδιος υποστηρίζει επίσης ότι στο χρόνο, που καταγγέλλεται ότι ασελγούσε στα παιδιά, οι μητέρες τους, του τα εμπιστεύονταν, ενώ ένας πρώην σύζυγος μιας εκ των παιδιών της συζύγου του, που τον κατήγγειλε, του εκμυστηρεύθηκε ότι αποβλέπει στο εφάπαξ, που θα πάρει η σύζυγός του και μητέρα της.