Τοπικές Ειδήσεις

Ακυροι οι περιορισμοί για την μη διάθεση μετοχών ναυτιλιακών εταιρειών σε διαθήκη αείμνηστου επιχειρηματία της Ρόδου

Ακυροι κρίθηκαν από το Εφετείο Δωδεκανήσου οι όροι σε διαθήκη γνωστού επιχειρηματία που μεγαλούργησε στα Δωδεκάνησα με τους οποίους έθετε περιορισμούς στην μεταβίβαση μετοχών από εταιρείες που κληροδότησε σε συγγενείς του.
Ο εκκαλών στην υπόθεση άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου σε βάρος (μεταξύ άλλων και) των εφεσιβλήτων συγγενών του αγωγή στην οποία εξέθεσε ότι ο αποβιώσας πατέρας του και των δύο πρώτων εναγομένων, κατέλιπε μυστική διαθήκη, με την οποία προέβλεψε, μεταξύ άλλων, ότι οι μετοχές τριών ναυτιλιακών εταιρειών τις οποίες είχε ιδρύσει, απαγορεύεται να διατεθούν από τους κληρονόμους του σε τρίτους, πλην των ήδη μετόχων των εταιρειών αυτών, ενώ σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους μετόχους επιθυμήσει να πωλήσει τις μετοχές του, η αξία τους θα ορίζεται από ορκωτό λογιστή και ο τρόπος αποπληρωμής του τιμήματος θα γίνεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διαθήκη.
Ισχυρίστηκε δε ότι κατά το μέρος που η παραπάνω διαθήκη απαγορεύει τη μεταβίβαση των μετοχών σε τρίτους πλην των εταίρων, επιβάλλει την πώληση των μετοχών σε τιμή που θα ορίσει ορκωτός λογιστής και επιβάλλει συγκεκριμένο τρόπο αποπληρωμής του τιμήματος, είναι άκυρη, αφού αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, καθώς τέτοιος περιορισμός δεν προβλέπεται στα καταστατικά των ανωτέρω εταιρειών, ενώ μπορεί να τεθεί μόνο με ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, καθώς και ότι οι όροι καθορισμού της αξίας των μετοχών και αποπληρωμής του τιμήματος πωλήσεως των αντιβαίνουν στις αρχές της ελεύθερης οικονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων.
Ζήτησε έτσι να αναγνωριστεί ότι είναι άκυροι ο πιο πάνω αναφερόμενοι όροι της διαθήκης του πατρός του.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο ότι «ο όρος αυτός της διαθήκης είναι έγκυρος, διότι καταρχάς εκ του νόμου που ρυθμίζει τη ναυτική εταιρεία, υπάρχει ρητή πρόβλεψη περί δυνατότητας να τεθούν περιορισμοί στη μεταβίβαση των μετοχών, όταν αυτές είναι ονομαστικές)), ότι «οι διατάξεις των άρθρων 27 και 29 περί των περιορισμών αυτών αφορούν τον τρόπο που οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να τεθούν από τους μετόχους της εταιρείας» ενώ στην περίπτωση αυτή «τον περιορισμό αυτό έθεσε ο διαθέτης μόνο όσο αφορά στις δικές του μετοχές, δηλαδή δεν πρόκειται για απόφαση που ελήφθη από τους μετόχους και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι διατάξεις των ως άνω αναφερόμενων άρθρων», ότι «ο περιορισμός αυτός δεν έρχεται ούτε σε αντίθεση με την ελευθερία των συμβάσεων, διότι ο κληρονόμος έχει τη δυνατότητα είτε να αποδεχθεί την  κληρονομιά, είτε να αποποιηθεί αυτή» καθώς και ότι «ούτε ο τρόπος υπολογισμού της αξίας της μετοχής εκάστης εταιρείας, ούτε και ο τρόπος καταβολής του τιμήματος είναι άκυροι διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζουν την ελευθερία των συμβάσεων, ούτε επιβάλλουν υπέρμετρους περιορισμούς στους κληρονόμους των μετοχών, διότι … προέχει η βούληση του διαθέτη», με την απόφαση του απέρριψε την αγωγή.
Το εφετείο ωστόσο έκρινε ότι οι νέοι μέτοχοι, μετά την επαγωγή του κληρονομικού μεριδίου τους και εφεξής είναι οι μόνοι αρμόδιοι, ως μέλη του ανωτάτου καταστατικού οργάνου της κάθε εταιρείας, ήτοι της Γενικής Συνέλευσης, να αποφασίσουν, και μάλιστα ομοφώνως, εάν επιθυμούν να θέσουν περιορισμό στη μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών των εταιρειών, καθώς επίσης και μέχρι ποιου σημείου θα φθάνει ο τεθείς περιορισμός.
Η εκ των προτέρων καθολική απαγόρευση της μεταβίβασης μετοχών σε τρίτα πρόσωπα, όπως έκρινε το Εφετείο συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση του διαθέτη στον τρόπο διοίκησης της εταιρείας, για τον μετά το θάνατό του χρόνο λειτουργίας της, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό το έχουν πλέον αποκλειστικά οι νέοι μέτοχοι.
Ως εκ τούτου, όπως έκρινε ο σχετικός όρος της διαθήκης έρχεται σε αντίθεση με την, αναγκαστικού δικαίου, ρύθμιση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 27 Ν. 959/1979, αφού, μέσω της επίμαχης διαθήκης, επιχειρείται παράκαμψη στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γ.Σ. να αποφασίσει επί του ζητήματος και αποστέρηση του ανωτάτου καταστατικού οργάνου από μια από τις σημαντικότερες, για το ίδιο το μέλλον της εταιρείας, αποφάσεις.
Επομένως, ο, αφοριστικός και χωρίς χρονικό περιορισμό, όρος αυτός είναι άκυρος και θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί.
Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων κατά τον οποίο η ανωτέρω δέσμευση δεν έρχεται σε αντίθεση με τις, αναγκαστικού δικαίου, προβλέψεις του εταιρικού δικαίου, καθώς οι κληρονόμοι έχουν πάντοτε την ευχέρεια να αποποιηθούν την επαγόμενη σε αυτούς κληρονομιά, κρίθηκε από το Εφετείο πως αλυσιτελώς προβάλλεται καθόσον η αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς είναι πράξη μεταγενέστερη και ανεξάρτητη της σύνταξης της διαθήκης, η εγκυρότητα ή ακυρότητα των όρων της οποίας δεν κρίνεται σε σχέση με τις ενέργειες των κληρονόμων, αλλά αυτοτελώς σε σχέση με τυχόν αντίθεσή τους στις ισχύουσες διατάξεις.
Περαιτέρω, οι όροι της διαθήκης που ορίζουν τον τρόπο εκτίμησης της αξίας των μετοχών και του τρόπου εξόφλησης αυτών σε περίπτωση που μεταβίβασης των έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το συνταγματικά προστατευόμενο (άρθρο 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος) δικαίωμα των κληρονόμων στην οικονομική τους ελευθερία, καθώς και στο άρθρο 361 ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ως ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας.
Από τη στιγμή της αποδοχής της επαχθείσας σε κάθε κληρονόμο κληρονομιάς, ο τελευταίος καθίσταται κύριος των μετοχών που αντιπροσωπεύουν τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά επί του εταιρικού κεφαλαίου κάθε εταιρείας, οι οποίες (μετοχές) έκτοτε αποτελούν περιουσιακό του στοιχείο.
Συνεπώς, όπως έκρινε το Εφετείο πέραν της ελευθερίας διάθεσης αυτών, είναι ελεύθερος να διαπραγματευθεί με οποιονδήποτε τρίτο τους όρους της μεταβίβασης, πρωτίστως δε μεταξύ αυτών το ύψος του τιμήματος και τον τρόπο αποπληρωμής του. Η θέσπιση, με τους επίμαχους όρους της διαθήκης, περιορισμών ως προς τη διαδικασία και τον τρόπο μεταβίβασης των περιορίζει υπέρμετρα, χωρίς να συντρέχουν λόγοι και περιστατικά που να το επιτρέπουν, την οικονομική ελευθερία των κληρονόμων.
Συνεπώς, η περιοριστική του δικαιώματος των κληρονόμων παρέμβαση του διαθέτη, ασκούντος το δικαίωμα του «διατιθέναι», με τους κρινόμενους όρους αναφερόμενους τόσο στο στάδιο πρόβλεψης δυνατότητας για μεταβίβαση των μετοχών όσο και στο τεχνικό σημείο του καθορισμού της αξίας μεταβιβάσεως και του τρόπου αποπληρωμής του τιμήματος, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του εταιρικού δικαίου καθώς και με το, υπέρτερο, συνταγματικά προστατευόμενο, ατομικό δικαίωμα στην οικονομική ελευθερία και είναι άκυροι, θεωρούμενοι ως μη εγγεγραμμένοι.
Την υπόθεση χειρίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Μαρίνα Κρανίτη Τσέρκη και Μηνάς Τσέρκης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου