Ειδήσεις

Καταμηνύθηκαν για εκβίαση, τοκογλυφία και νομιμοποίηση από εγκληματική δραστηριότητα!

Για εκβίαση, τοκογλυφία, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και για φοροδιαφυγή καταμηνύθηκαν από δύο πρώην συνεταίρους τους, δύο Ροδίτες!
Eνώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου προσέφυγαν συγκεκριμένα δύο κάτοικοι της Ιαλυσού κατά δύο κατοίκων της Ρόδου.
Σύμφωνα με την έγκληση ο πρώτος εκ των μηνυτών γνώρισε τον πρώτο μηνυόμενο το 2004 και η φιλία τους κατέληξε σε κουμπαριά.
Οι δύο μηνυτές ξεκίνησαν το έτος 2006 την λειτουργία ενός καταστήματος franchise διεθνούς φήμης εταιρείας έτοιμων ενδυμάτων. Το καιρό εκείνο οι μηνυόμενοι εργάζοντο στον τομέα του τουρισμού.
Φέρονται να συμφώνησαν να συστήσουν  ομόρρυθμη εταιρεία για να διεκδικήσουν την ανάθεση δικαιώματος δικαιόχρησης στην Ελλάδα της εταιρείας ετοίμων ενδυμάτων και τον Ιανουάριο του 2007 συστάθηκε η εταιρεία με ποσοστό 50% έκαστος.
Ο πρώτος εκ των μηνυτών δαπάνησε περίπου 10.000 ευρώ για την επίτευξη της συμφωνίας, ενώ η δεύτερη των εγκαλουμένων  κατέβαλε το ποσό των 75.000 ευρώ για λογαριασμό της ομόρρυθμης εταιρείας στην γαλλική εταιρεία  για τα δικαιώματα δικαιόχρησης.
Οι μηνυτές επωμίστηκαν, όπως διατείνονται, τα έξοδα της δίμηνης υποχρεωτικής εκπαίδευσης ύψους 20.000 ευρώ.
Στην πορεία επελέγη κεντρικό ακίνητο για να στεγαστεί η εταιρεία στη Ρόδο και οι μηνυτές, υποστηρίζουν, ότι έλαβαν προσωπικά δάνεια ύψους 300.000 ευρώ και τον Απρίλιο του 2008 δάνειο ύψους 575.000,00 ευρώ στη νεοσύστατη εταιρεία.
Εκδόθηκαν, όπως υποστηρίζουν και μεταχρονολογημένες επιταγές του πρώτου εκ των μηνυτών για να καλυφθούν έξοδα, ύψους 400.000 ευρώ.
Τελικά το πρώτο ακίνητο που ετοίμαζαν χρησιμοποιήθηκε ως καφετέρια γιατί δεν ταίριαζε με το concept της εταιρείας και βρέθηκε ένα δεύτερο κεντρικό ακίνητο, δόθηκαν 40.000 ευρώ για τον αρραβώνα με τον ιδιοκτήτη και απαιτούντο ακόμη 160.000 ευρώ για την κατασκευή του.
Οι δύο μηνυτές διατείνονται ότι ζήτησαν από την δεύτερη των μηνυομένων το μερίδιο της στην εταιρεία ύψους 500.000 ευρώ για την κάλυψη επιταγών και φέρεται να τους δήλωσε ότι τόσο η ίδια όσο και ο πρώτος των μηνυομένων σύζυγός της δεν μπορούσαν να δανειοδοτηθούν. Οι μηνυτές υποστηρίζουν ακόμη ότι δεν αποδέχτηκε να αλλάξουν τα ποσοστά τους στην εταιρεία και να τους προειδοποίησε ότι θα προχωρούσε σε καταγγελία της εταιρείας για να τεθεί σε εκκαθάριση.
Οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να λυθεί η μίσθωση, να χαθούν τα 875.000 ευρώ που είχαν καταβληθεί από εκείνους και να έμεναν υποχρεώσεις ύψους 400.000 ευρώ σε επιταγές που είχαν εκδοθεί.
Ισχυρίζονται ότι η δεύτερη των μηνυομένων απαίτησε εκβιαστικά προκειμένου να αποχωρήσει  από την εταιρεία το ποσό των 100.000 ευρώ σε μετρητά και την απαλλαγή της από τις εγγυήσεις της εταιρίας.
Ενόψει του κινδύνου να χαθούν 1,3 εκατ. ευρώ συμφώνησαν να της δώσουν τα χρήματα το επόμενο έτος και όπως ισχυρίζονται τότε απαίτησε να της καταβληθεί επιπλέον το ποσό των 50.000 ευρώ ως εγγύηση ότι θα καταβληθούν άλλως ως τόκοι για τον ένα χρόνο καθυστέρηση.
Για τον σκοπό αυτό φέρεται να παραδόθηκαν τρεις επιταγές εκδόσεως του πρώτου των μηνυτών σε διαταγή της δεύτερης των μηνυομένων συνολικού ύψους 150.000 ευρώ και υπεγράφη το από 29 Δεκεμβρίου 2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης ποσοστού συμμετοχής του μεριδίου της δεύτερης των μηνυομένων προς την δεύτερη των μηνυτών αντί τιμήματος 50.000 ευρώ, όσο δηλαδή ήταν το αναλογούν ποσοστό της επί του κεφαλαίου της ομορρύθμου εταιρίας.
Η ομόρρυθμος εταιρεία προέβη σε χρηματοδότηση για το ποσό των 250.000 ευρώ με προσημείωση υποθήκης σε άλλα καταστήματα των μηνυτών.
Μετά από σχεδόν ένα χρόνο κατάφεραν να καταβάλουν, όπως υποστηρίζουν, το ποσό των  20.000 ευρώ στη δεύτερη των μηνυομένων και προκειμένου να μην σφραγιστούν επιταγές που έτρεχαν στο πρώτο τρίμηνο του 2009 η ομόρρυθμος εταιρεία έλαβε ξανά δάνειο ύψους 135.000 ευρώ.
Ισχυρίζονται ότι όταν η δεύτερη των μηνυομένων διαπίστωσε ότι το κατάστημα ήταν ήδη χρεωμένο 1.350.000ευρώ και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, ζήτησε να αντικατασταθούν οι επιταγές με συναλλαγματικές ύψους 130.000 ευρώ και όπως υποστηρίζουν οι μηνυτές, πλέον ζήτησε να υπολογισθούν τα  επιπλέον 50.000 ευρώ ως κεφαλαιοποιούμενοι τόκοι.
Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι μηνυόμενοι ζήτησαν να δηλωθεί ότι δήθεν ο πρώτος των μηνυτών τους είχε δανείσει το ποσό των 80.000  ευρώ.
Τον Φεβρουάριο του 2013 όταν τους δήλωσαν ότι έχουν οικονομικό πρόβλημα οικονομικό και δεν μπορούν να καταβάλλουν συνεχώς μετρητά, εξέδωσαν, όπως υποστηρίζουν, αιφνιδίως διαταγή πληρωμής του Μονομελούς πρωτοδικείου Ρόδου επί ολόκληρου του ποσού των 130.000 ευρώ χωρίς να αφαιρέσουν 64.0000 ευρώ, που είχαν λάβει.
Ισχυρίζονται δηλαδή οι μηνυτές ότι για μία οφειλή ύψους 100.000 ευρώ επιδιώκουν την είσπραξη 150.000 ευρώ για δύο χρόνια, δηλαδή 25% ετήσιο επιτόκιο όταν το νόμιμο κυμαινόταν στο 6-7% το προθεσμιακό  και 2,75% το ταμιευτήριο με πτώση του τραπεζικού επιτοκίου το 2009 και 2010.
Οι μηνυτές διατείνονται ότι «εκβιαστικά», αναγκάστηκαν να καταβάλουν επιπλέον 40.000 ευρώ το 2013 και να υπογράψουν δύο συμφωνητικά συμβιβασμού με τους εγκαλούμενους, τα οποία όμως προέβλεπαν ότι εάν καθυστερούσαν μια δόση επανέρχονται όλες οι αξιώσεις από τη διαταγή πληρωμής. Μάλιστα η καταγγελία του συμφωνητικού συμβιβασμού, όπως υποστηρίζουν, έγινε με ημερομηνία σύνταξης προ της υπογραφής του συμφωνητικού, ήτοι Φεβρουάριο 2013.
Κατόπιν τούτου κοινοποίησαν την διαταγή πληρωμής, επιδιώκοντας επιπλέον τόκους και έξοδα και όπως υποστηρίζουν οι μηνυτές τον Ιούλιο του 2016 προέβησαν σε κατάσχεση όλων τους των λογαριασμών στις τράπεζες.
Διατείνονται ότι για κεφάλαιο 100.000 ευρώ, έλαβαν 124.000 ευρώ και απαιτούν επιπλέον 127.000 ευρώ πλέον τόκων.  Δηλαδή επιπλέον του κεφαλαίου 130.000 ευρώ!.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου