Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) περνά στην αντεπίθεση κατά των επιστημονικών ενώσεων των μαθηματικών και των καθηγητών φυσικών επιστημών, που διαμαρτύρονται για το «κόψιμο» των μαθημάτων τους από τις προαγωγικές εξετάσεις της Α΄ και Β΄ Λυκείου, με αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζουν, να υποβαθμιστούν.
Τα επιχειρήματα του ΙΕΠ κινούνται πάνω στους άξονες ότι δεν υποβαθμίζεται η διδασκαλία ενός μαθήματος όταν αυτό δεν εξετάζεται στο τέλος της χρονιάς και ότι υπάρχουν και άλλοι μέθοδοι αξιολόγησης των μαθητών. Ωστόσο, το ΙΕΠ δεν τεκμηριώνει επαρκώς την απόφαση για το ποια και πόσα μαθήματα πρέπει τελικά να εξετάζονται. Τέλος, σκωπτικά σχόλια προκαλεί η αποστροφή της ανακοίνωσης του ΙΕΠ ότι ο υπουργός Παιδείας λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις.
Τα επιχειρήματα
Ειδικότερα, το ΙΕΠ υποστηρίζει τα εξής:
• «Η μείωση του “εξεταστικού φόρτου” και γενικότερα η προσαρμογή των σχολικών προγραμμάτων στις πραγματικές δυνατότητες των παιδιών δεν συνιστά ούτε “εμμονή” ούτε κάποιου είδους “ιδεολογικοποίηση”. Αντίθετα, προέκυψε ως έλλογο αίτημα της ίδιας της εκπαιδευτικής κοινότητας, που τεκμηρίωσε, και θεωρητικά και ερευνητικά, τη θέση ότι τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία, σε όλα σχεδόν τα διδασκόμενα μαθήματα, προβάλλουν υπερβολικές απαιτήσεις, τόσο στο Γυμνάσιο όσο και στο Λύκειο (π.χ. 8ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ και πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου)». Ωστόσο, εάν η ύλη των μαθημάτων είναι μεγάλη και δύσκολη, από εκεί πρέπει να ξεκινήσει η παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας, ώστε οι μαθητές να έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώνουν ουσιαστικά –και όχι παπαγαλίζοντας– την ύλη.
• «Είναι ξένο προς τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις το επιχείρημα ότι ένα μάθημα/μία επιστήμη καταξιώνεται στα μάτια της εκπαιδευτικής κοινότητας μόνον εφόσον συμπεριλαμβάνεται στις γραπτές προαγωγικές εξετάσεις του Ιουνίου». Καθώς ορθώς υποστηρίζει το ΙΕΠ, «η διεθνής εκπαιδευτική πραγματικότητα παρέχει πληθώρα εναλλακτικών πρακτικών, που δίνουν έμφαση στην άμεση και συστηματική υποστήριξη των παιδιών (διαμορφωτική αξιολόγηση) έναντι μιας τελικής, γραπτής εξέτασης», αλλά προς το παρόν στην Ελλάδα δεν έχει καθιερωθεί κάτι τέτοιο.
• «Συνιστά βαρύτατο ολίσθημα να χαρακτηρίζεται συλλήβδην το Γυμνάσιο “άχρηστη εκπαιδευτική βαθμίδα” και “τρίχρονο parking παιδιών”, και το δημόσιο σχολείο, για το οποίο όλοι μας καθημερινά πασχίζουμε, “σχολείο της αμάθειας”. Με τέτοιους αβάσιμους χαρακτηρισμούς απαξιώνεται το έργο χιλιάδων εκπαιδευτικών συναδέλφων τους, που μοχθούν στις τάξεις για ποιότητα στην εκπαίδευση και μείωση των μορφωτικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα τέτοιοι χαρακτηρισμοί εκπέμπουν προς την κοινωνία εσφαλμένα μηνύματα, που πριμοδοτούν ακούσια την υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης.
• «Το ΙΕΠ γνωμοδοτεί προς τον εποπτεύοντα φορέα που τελικά αποφασίζει, δηλαδή το υπουργείο Παιδείας». Η αναφορά του Ινστιτούτου υποδηλώνει τη μη ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, για αποφάσεις που μπορεί να λαμβάνονται και με μικροκομματική στόχευση, όπως η μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων.