Βούλευμα με παραδοχές εξαιρετικής σημασίας για τη εξωτερική πολιτική
Tην παραπομπή σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου του 36χρονου γραμματέα του Τουρκικού Προξενείου στην Ρόδο και του 53χρονου πρώην μάγειρα του πλοίου «Ε/Γ – Ο/Γ ΣΤΑΥΡΟΣ», για τις πράξεις της υποστήριξης πολεμικής δύναμης του εχθρού από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, της παραβίασης μυστικών της πολιτείας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και της κατασκοπείας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με κοινό ενιαίο σκοπό χρήσης για διαβίβαση κρατικών απορρήτων σε άλλον με σκοπό πρόκλησης κινδύνου στα συμφέροντα του κράτους αποφάσισε με το υπ’ αρίθμ. 71/2021 βούλευμα που επιδόθηκε χθες στους διαδίκους, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Στο 71σέλιδο βούλευμα εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει πέραν της αναλύσεως της Εισαγγελέως, για την οποία έκανε αναλυτική μνεία σε προηγούμενα δημοσιεύματά της η «δημοκρατική», το σκεπτικό του Δικαστικού Συμβουλίου και η ανάλυση του για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Χώρας μας στο Καστελλόριζο.
Αναφέρονται ειδικότερα, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα “κατά πλήρη κυριαρχία” δυνάμει της Σύμβασης Ειρήνης των Παρισίων, συναφθείσα μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 τουΝ.Δ. 423/1947 περί κυρώσεως της -μεταξύ των Συμμάχων και συνησπισμένων δυνάμεων και της Ιταλίας- Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου 1947 και του άρθρου 1 του Ν. 518/1947 προκύπτει –μεταξύ άλλων- ότι η νήσος Μεγίστη (Καστελλόριζο) και οι παρακείμενες αυτής νησίδες, αποτελούσες το νησιωτικό σύμπλεγμα Μεγίστης (Καστελλόριζου), προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος από της 28ης Οκτωβρίου 1947 αποτελώντας έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού κορμού. Όπως είναι κοινό τοις πάσι, από την δεκαετία του 1970 ανεφύησαν προστριβές μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας με επίδικο ζήτημα την οριοθέτηση της μεταξύ των εν λόγω κρατών υφαλοκρηπίδος. Σύμφωνα, μάλιστα, με το ελληνικό ΥΠΕΞ:
«Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν. 2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμα της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.». Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμα της (08/06/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα (εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδος), σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ. Έκτοτε, δηλαδή, η Ελλάς τελεί υπό την συνεχή απειλή πολέμου από τη γειτονική χώρα για την περίπτωση που ήθελε ασκήσει νόμιμο και αναγνωριζόμενο υπό του διεθνούς δικαίου δικαιώματος της.
Μάλιστα, τα τελευταία έτη, και με αφορμή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ), η γειτονική χώρα ισχυρίζεται ότι το Καστελλόριζο και το νησιωτικό του σύμπλεγμα δεν διαθέτει υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση η ύπαρξη του δεν επηρεάζει τους όρους προσδιορισμού της Ελληνικής και Τουρκικής ΑΟΖ.
Οι προστριβές αυτές κλιμακώθηκαν επικίνδυνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο έως Νοέμβριο του έτους 2020, ότε και συγκεκριμένα την 22/07/2020 η υδρογραφική υπηρεσία της Αττάλειας εξέδωσε NAVTEX για σεισμικές έρευνες από τα σκάφη Oruc Reis, Ataman και Cengiz Han σε θαλάσσια περιοχή κείμενη 200 μίλια ανατολικά της Κρήτης και περίπου 180 μίλια νότια του Καστελλόριζου. Την ίδια ημέρα, μάλιστα, συγκλήθηκε το Συμβούλιο Ασφαλείας της γείτονος προς αποτίμηση της καταστάσεως. Ως επακόλουθο της παρουσίας του ερευνητικού σκάφους στην περιοχή άρχισαν να συγκεντρώνονται όλο και περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο. Από την μία οι τουρκικές φρεγάτες, που συνόδευαν την ερευνητική αποστολή, και από την άλλη τα ελληνικά πλοία και υποβρύχια, που την παρακολουθούσαν. Ταυτόχρονα, ανεπτυγμένα στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονταν και άλλα πλοία, που είχαν θέσει σε ετοιμότητα τον στρατιωτικό τους μηχανισμό. Μάλιστα, στις 12 Αυγούστου, και ενώ το Ορούτς Ρέις έπλεε με πολεμική συνοδεία, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος απευθύνοντας μήνυμα στον ελληνικό λαό προειδοποίησε την Τουρκία για τον κίνδυνο «ατυχήματος».
Την επόμενη μέρα έγινε γνωστό ότι είχε συμβεί περιστατικό μεταξύ δύο πολεμικών πλοίων, του ελληνικού «ΛΗΜΝΟΣ» και του τουρκικού «KEMAL REIS», συνιστάμενο σε επακούμβηση του πρώτου στο πρυμναίο τμήμα του τελευταίου. Κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, οι ανωτέρω αναφερόμενες περιστάσεις ισοδυναμούν με κατάσταση επικείμενης πολεμικής αναμέτρησης κατά την έννοια του άρθρου 144 ΠΚ, μεταξύ των δύο χωρών, με διακύβευμα τις μεταξύ τους διαφορές περί την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών»
Προσθέτει το Δικαστικό Συμβούλιο παραπέρα πως στο με ημερομηνία 21/12/2020 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης προς την Ανακρίτρια Πρωτοδικών Ρόδου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «…η Ελλάδα είχε αναπτύξει το σύνολο των ναυτικών της δυνάμεων σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο, είχε κινητοποιήσει όλο το διαθέσιμο αεροπορικό της δυναμικό και είχε ενεργοποιήσει επιλεγμένες μονάδες του Στρατού Ξηράς, ενώ παράλληλα είχε εκτελεσθεί ανάκληση προσωπικού και αναστολή αδειών για το σύνολο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο έως τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2020».
Επισημαίνει παραπέρα το δικαστικό συμβούλιο πως «…το επικείμενο της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας πολεμικής αναμετρήσεως δεν οφείλεται απλώς στην ύπαρξη εδαφικών ή περί τις θαλάσσιες ζώνες διαφορών. Τούτες άλλωστε υπήρχαν ανέκαθεν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο πεδίο των διεθνών σχέσεων μεταξύ των κρατών.
Ούτε οφείλεται (ενν. το επικείμενο) μόνο στην διακηρυχθείσα από του βήματος του Τουρκικού Κοινοβουλίου απειλή πολέμου σε βάρος της Ελλάδος, απειλή η οποία μετράει σχεδόν είκοσι έξι (26) χρόνια. Το συμπέρασμα του παρόντος Συμβουλίου, ότι οι ανωτέρω αναφερόμενες περιστάσεις (που δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα Ιούλιος-Νοέμβριος 2020 στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και ιδίως γύρω από το νησιωτικό σύμπλεγμα Μεγίστης) ισοδυναμούν με επικείμενη πολεμική αναμέτρηση Ελλάδας – Τουρκίας, εδράζεται αθροιστικά στους ανωτέρω παράγοντες σε συνδυασμό με την πανθομολογούμενη πολεμική κινητοποίηση αμφοτέρων των κρατών, ιδίως δε την ετοιμότητα της Ελλάδος να υπερασπισθεί τα δικαιώματα της έναντι μίας χώρας η οποία διαρκώς την απειλεί (ρηματικά αλλά και έμπρακτα) με πόλεμο.
Και ναι μεν οι διαφορές της Ελλάδος με την Τουρκία χρονολογούνται τα τελευταία πενήντα (50) περίπου έτη, πλην όμως οι στιγμές που ο πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών κατέστη επικείμενος ήταν συγκεκριμένες: στο θέρος του 1974 με αφορμή τα εν Κύπρω γεγονότα, στον Μάρτιο του 1987 με την κρίση του Σισμίκ, στο χρονικό διάστημα Χριστουγέννων 1995-Ιανουαρίου 1996 με την κρίση των Ιμίων και τέλος στα (κρίσιμα για την επίμαχη ποινική υπόθεση) γεγονότα του χρονικού διαστήματος Ιουλίου-Νοεμβρίου 2020. Αυτές τις φορές πράγματι ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών ήταν επικείμενος κατά την ως άνω έννοια».