O πιο διάσημος συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών στον κόσμο εμπνέεται από το αγαπημένο του νησί των Δωδεκανήσων και μεταφέρει τα δικά του βιώματα στον χαρακτήρα του ήρωά του στο νέο βιβλίο του
«Οταν κατεβήκαμε απ’ το αεροσκάφος, είδα τη γαλανόλευκη να σχηματίζει ορθή γωνία με τον στύλο της, πάνω στο μικρό κτίριο του αεροδρομίου. Λίγο πριν, περνώντας από την πόρτα του πιλοτηρίου, άκουσα τον έναν πιλότο να εξηγεί σε μια αεροσυνοδό ότι το αεροδρόμιο μόλις έβγαλε απαγορευτικό και ότι ήταν μάλλον απίθανο να επιστρέψουν στην Αθήνα».
Ετσι ξεκινάει η ιστορία του «Αρχοντα της ζήλιας», από το ομώνυμο βιβλίο του πιο διάσημου συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών στον κόσμο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και μιλάει για την αγαπημένη του χώρα, την Ελλάδα, και το λατρεμένο του νησί, την Κάλυμνο. Εκεί, σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος της Δωδεκανήσου, επιστρέφει ο Τζο Νέσμπο κάθε φορά που θέλει να γράψει, να στοχαστεί, αλλά και να αθληθεί, αφού επιδίδεται φανατικά και ανελλιπώς στο σπορ της αναρρίχησης. Οπως μας εξομολογούνταν ο ίδιος σε ταξίδι που είχαμε κάνει μαζί του, πριν από δυο χρόνια στο νησί, «η Κάλυμνος μου δίνει ηρεμία και έμπνευση και εδώ είναι που έχω συλλάβει μερικές από τις καλύτερες ιστορίες μου».
Ο μυστηριώδης κύριος Νίκος
Αλλωστε στο νησί έχει αναπτύξει ιδιαίτερες φιλίες, όπως με τον κύριο Νίκο που έχει το ξενοδοχείο όπου διαμένει και έχει γίνει μόνιμος συνοδός του στα δείπνα και στους καφέδες. Για χάρη του μάλιστα δεν μένει σε κάποια κλειστή έπαυλη, ούτε σε πολυτελές ξενοδοχείο, αλλά σε ένα ανθρώπινο μέρος, βγαλμένο από άλλες, ωραίες νοσταλγικές δεκαετίες, από αυτές που αγαπά. Προς τιμήν, επίσης, του κυρίου Νίκου, ο οποίος έχει μετατραπεί σε δεύτερο πατέρα του -κάτι μεταξύ «πατέρα» και «νονού», όπως μας λέει ο ίδιος ο Νέσμπο- θαρρώ ότι εμπνεύστηκε και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας του, τον Νίκο Μπαλή, ο οποίος αναλαμβάνει να διαλευκάνει την παράξενη ιστορία της εξαφάνισης ενός Γερμανού τουρίστα από το νησί, δίνοντας σαφείς εξηγήσεις γιατί θεωρεί ότι πρόκειται για απαγωγή ή δολοφονία και όχι για αυτοκτονία.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Νέσμπο στον «Αρχοντα της ζήλιας» (μτφ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη) διά στόματος του Ελληνα πρωταγωνιστή του, τον οποίο φαίνεται να έχει μελετήσει από πρώτο χέρι: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα με χαμηλό ποσοστό αυτοκτονιών. Τόσο χαμηλό που πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση, με τόσο υψηλά ποσοστά ανεργίας, διαφθορά και κοινωνικές αναταραχές. Μια ευφυής απάντηση είναι ότι εμείς οι Ελληνες, αντί να δολοφονούμε, προτιμάμε να αφήνουμε τα θύματά μας να εξακολουθούν να ζουν στην Ελλάδα, μια άλλη είναι ότι δεν έχουμε οργανωμένο έγκλημα γιατί δεν μπορούμε να οργανωθούμε σε τίποτα. Ομως το αίμα μας βράζει. Εχουμε εγκλήματα πάθους. Και ποιον καλούν όταν υπάρχουν υποψίες ότι υφίσταται κίνητρο ζήλιας πίσω από κάποια δολοφονία; Εμένα. Λένε ότι μυρίζομαι τη ζήλια. Αλλά κάνουν λάθος. Η ζήλια δεν έχει μυρωδιά, ούτε χρώμα, ούτε ήχο. Εχει όμως μια ιστορία. Και ακούγοντας αυτή την ιστορία -ό,τι λέγεται κι ό,τι δεν λέγεται- εγώ μπορώ να προσδιορίσω αν βρίσκομαι αντιμέτωπος μ’ ένα απελπισμένο, πληγωμένο ζώο. Ακούω και ξέρω. Ξέρω, γιατί ακούω εμένα, τον ίδιο τον Νίκο Μπαλή. Ξέρω, γιατί κι εγώ ένα τέτοιο πληγωμένο ζώο είμαι».
Διορατικός, ευφυής, αντισυμβατικός, ο Νίκος Μπαλής έχει πολλά ελληνικά χαρακτηριστικά, αλλά και πολλές από τις κρυφές ιδιότητες του Νέσμπο, ο οποίος πόρρω απέχει από τα πρότυπα του ψυχρού, αποστασιοποιημένου Νορβηγού. Σαφέστατα ευφυέστατος, δείχνει ταυτόχρονα να έχει την άνεση και την αμεσότητα ενός Μεσογειακού και όταν του το είχα επισημάνει, μου είχε απαντήσει ότι έχει αρχίσει να αποκτά τα χαρακτηριστικά μας ύστερα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα. Του αρέσει να παρατηρεί τις αντιδράσεις των κατοίκων, να χάνεται μαζί τους σε μέρη που δεν ξέρει, να μαθαίνει τις συνήθειες. Αυτά μας έλεγε τότε νωρίς το πρωί, λίγο προτού ξεκινήσουμε την αναρρίχηση μαζί του στο στέκι του στο Μασούρι με θέα την Τέλενδο, το αγαπημένο του νησάκι, όπου, εκτός από τον «Αρχοντα της ζήλιας» έχει γράψει πολλές σελίδες από διάφορες περιπέτειες του Χάρι Χόλε: «Ερχομαι οκτώ χρόνια τώρα στην Κάλυμνο, την οποία υπεραγαπώ», μας έλεγε αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η επόμενη ιστορία του θα είχε ως φόντο την Κάλυμνο. «Ημουν για καιρό σκεπτικός στο να γράψω κάτι για το νησί, εκτός από μια ιστορία που είχα σκαρφιστεί για τον οδηγό αναρρίχησης Αρη Θεοδωρόπουλο, μια ιστορία που μου έδωσε την ιδέα για κάτι μεγαλύτερο, που επεξεργάζομαι τώρα σε άλλη φόρμα.
Και ο λόγος που δίσταζα να γράψω κάτι για το νησί είναι απλός: σκεφτόμουν ότι αν κάνω διάσημη την Κάλυμνο θα χάσω αυτό που έχω βρει εδώ, ίδιο και αμετάλλακτο όσα χρόνια επισκέπτομαι το μέρος. Αν έχεις δει την “Παραλία” με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος νομίζει ότι βρίσκει τον παράδεισο που δεν αργεί να μετατραπεί σε κόλαση όταν τον ανακαλύπτουν όλοι, καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ. Κάπως έτσι». Τον Τζο στην Κάλυμνο τον ξέρουν, άλλωστε, με το μικρό του όνομα ακόμα και άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ότι είναι διάσημος συγγραφέας, αφού ο ίδιος προτιμά να αυτοσυστήνεται με την ιδιότητα του τουρίστα-αναρριχητή. Ιστορίες από την Κάλυμνο προτιμά και ο ίδιος να αφηγείται, καθώς πίνει τον καφέ του στον «Γλάρο» ή απολαμβάνει το αγαπημένο του φιλέτο φρέσκου τόνου -προσέχει πάντα τη δίαιτά του- στο «Αιγαιοπελαγίτικο».
Φορώντας τα αεροδυναμικά γυαλιά του, μια κορδέλα για τον ιδρώτα -ένας νευρώδης Ινδιάνος του αλπινισμού- και με έναν τεράστιο σάκο στην πλάτη, είχε καταφέρει να μας πείσει να τον ακολουθήσουμε στην αναρρίχηση οδηγώντας μας στο διάσημο μονοπάτι «Οδύσσεια», σε εντυπωσιακά απόκρημνα βουνά στα οποία σκαρφάλωσε μαζί με την ομάδα του, τα μέλη της οποίας τον μύησαν στα μυστικά του αθλήματος και του νησιού – έχοντας εμάς να προσπαθούμε να νικήσουμε την υψοφοβία μας (ακόμα λέω ότι ο Νέσμπο με βοήθησε να νικήσω τις φοβίες με τα ύψη): «Το καλύτερο μέρος αναρρίχησης στον κόσμο ή με άλλα λόγια ο παράδεισος για τους οπαδούς του αθλήματος είναι εδώ, αφού στα βουνά αυτά μπορούν να δοκιμάσουν την τύχη τους από τους πιο ερασιτέχνες μέχρι τους πιο επαγγελματίες. Μπορεί να δεις κορυφαίους στον κόσμο, όπως ο Αλεξ Μέγγος, αλλά και παιδιά τα οποία κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε αυτούς τους κορυφαίας ποιότητας ασβεστολιθικούς βράχους», μας λέει ξεναγώντας μας κατά κάποιον τρόπο σε πράγματα που αγνοούμε. Και χάρη στον Νέσμπο, που σου εμπνέει σιγουριά και εμπιστοσύνη, καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε -ως ένα σημείο βέβαια-προκειμένου να μπορέσουμε να τον απολαύσουμε ενόσω κατακτούσε τα ανώμαλα βράχια της Καλύμνου.
Επίμονος και μεθοδικός, όπως ακριβώς όταν γράφει τις ιστορίες του, ο Νέσμπο ξέρει τι σημαίνει τεράστια προσπάθεια, υπομονή και μεθοδικότητα. Με αντίστοιχο τρόπο μάς παρασέρνει μαζί του πάνω στους γκρεμούς γελώντας που είμαστε πολύ χειρότεροι ερασιτέχνες απ’ ό,τι φανταζόταν. Ενώ μου έχουν κοπεί τα πόδια καθώς αντικρίζω από κάτω το κενό και προσπαθώντας να νικήσω τη δική μου υψοφοβία, εκείνος επιμένει ότι μου έχει βρει το φάρμακο. «Κι εγώ έτσι ξεκίνησα να κάνω αναρρίχηση: για να νικήσω τη φοβία μου για τα ύψη, όπως ξεκίνησα να γράφω αστυνομικά επειδή φοβόμουν όσο τίποτα το σκοτάδι», ομολογούσε με κάθε ειλικρίνεια γνωρίζοντας τι σημαίνει φοβία και τραύμα από πρώτο χέρι. Εξάλλου ξέρει πολύ καλά να αναζητά τις βαθιές αιτίες πίσω από τις πιο αδιανόητες φοβίες και, όπως αποδεικνύει στο τελευταίο του βιβλίο, να μελετά ακόμα και τους μύθους, όπως αυτούς της αρχαίας Ελλάδας, τους οποίους χρησιμοποιεί για να εξηγήσει τα βαθιά ανθρώπινα τραύματα. Η αναφορά του στον μύθο του Ικαρου στο νέο του βιβλίο, με τον οποίο συνδέει το ασυνείδητο του ήρωά του, είναι άκρως εντυπωσιακή:
«Ο πατέρας μου ήταν αντιπρόεδρος στην επιχείρηση που διηύθυνε ο μεγάλος του αδερφός, ο θείος Εκτορας. Εμείς τα παιδιά αγαπούσαμε πολύ τον Εκτορα, γιατί πάντα μας έφερνε δώρα και μας πήγαινε βόλτες με το αμάξι του, μια καμπριολέ Rolls Royce, σε όλη την Αθήνα. Ο μπαμπάς συνήθως επέστρεφε σπίτι απ’ το γραφείο αφού είχα πάει για ύπνο, αλλά ένα βράδυ γύρισε νωρίς. Εμοιαζε κουρασμένος και μετά το δείπνο μπήκε στο γραφείο του και μίλησε πολλή ώρα με τον παππού στο τηλέφωνο, και κατάλαβα ότι ήταν θυμωμένος. Μόλις πήγα για ύπνο, ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου και όταν του ζήτησα να μου πει μια ιστορία, το σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα μου διηγήθηκε αυτήν του Δαίδαλου και του Ικαρου.
Ζούσαν στην Αθήνα, αλλά βρίσκονταν στην Κρήτη όταν ο Δαίδαλος, πατέρας του Ικαρου, διάσημος και πλούσιος τεχνίτης, κατασκεύασε ένα ζευγάρι κέρινα φτερά, τα φόρεσε και πέταξε στον ουρανό. Οι άνθρωποι θαύμασαν το επίτευγμά του και ο Δαίδαλος με την οικογένειά του άρχισαν ν՚ απολαμβάνουν τον σεβασμό όλων. Οταν ο πατέρας έδωσε τα φτερά στον γιο του Ικαρο, τον παρότρυνε να ακολουθήσει την ίδια πορεία μ’ εκείνον, για να πάνε όλα καλά. Μόνο που ο Ικαρος ήθελε να πετάξει αλλού, πιο ψηλά από τον πατέρα του. Κι όταν απέκτησε αέρα στα φτερά του και μέθυσε με το ύψος που είχε πάρει από τη Γη και τους ανθρώπους, ξέχασε ότι δεν βρισκόταν στα ουράνια λόγω κάποιας υπεράνθρωπης ικανότητάς του αλλά χάρη στα φτερά που του ’χε δώσει ο πατέρας του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, πέταξε πιο ψηλά απ’ τον Δαίδαλο και πλησίασε τον Ηλιο, που έλιωσε το κερί των φτερών του. Κι έτσι ο Ικαρος έπεσε στη θάλασσα. Και πνίγηκε.
Μεγαλώνοντας, πίστευα ότι αυτή η μικρή παραλλαγή του μύθου του Ικαρου που μου είχε πει ο πατέρας ήταν μια προειδοποίηση προς τον μεγάλο του γιο. Ο θείος Εκτορας ήταν άτεκνος και όταν θα ερχόταν η ώρα εγώ θα αναλάμβανα τα ηνία της εταιρείας. Μόνο αφού μεγάλωσα έμαθα ότι εκείνη την εποχή η εταιρεία είχε σχεδόν χρεοκοπήσει εξαιτίας του αλόγιστου τζογαρίσματος του Εκτορα στην αγορά χρυσού και ότι ο παππούς τον είχε απολύσει, αφήνοντάς τον όμως να κρατήσει τον τίτλο του και το γραφείο του, για τα μάτια του κόσμου. Στην πραγματικότητα, επικεφαλής της εταιρείας είχε γίνει ο πατέρας μου. Ποτέ δεν έμαθα τελικά αν η ιστορία που επινόησε εκείνο το βράδυ στην άκρη του κρεβατιού μου είχε ως αποδέκτη εμένα ή τον θείο Εκτορα, ξέρω όμως ότι άφησε το αποτύπωμά της μέσα μου, γιατί έκτοτε έχω παρόμοιους εφιάλτες, ότι πέφτω και πνίγομαι. Μερικές νύχτες, μάλιστα, τα όνειρα αυτά αναδίδουν ζέστη και άνεση, ένας ύπνος στον οποίο παύει να υφίσταται οτιδήποτε οδυνηρό. Ποιος είπε ότι δεν μπορείς να ονειρευτείς ότι πεθαίνεις;».
40 εκατομμύρια αντίτυπα
Αλλά αυτός είναι ο Νέσμπο: κατάφερε από την Ελλάδα να αποσπάσει όλα εκείνα τα σημεία που χρειάστηκαν ώστε να στήσει μία από τις καλύτερες ιστορίες που έχει γράψει μέχρι σήμερα, καθώς κάθε του βιβλίο αποδεικνύει ότι δεν είναι τυχαία αυτή τη στιγμή ο Νο 1 σε πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, με τα αντίτυπα των βιβλίων του -στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο- να ξεπερνούν τα 40 εκατομμύρια παγκοσμίως.
Ταυτόχρονα έχει καταφέρει να έχει διάφορα κλειστά γκρουπ που ασχολούνται αποκλειστικά με εκείνον, όπως τους περίφημους «Nesbomaniacs», δηλαδή την ελληνική ομάδα των πιστών αναγνωστών, η οποία είναι από τα πιο πιστές και φανατικές παγκοσμίως. Τέλος, έχουν ήδη μεταφερθεί στον κινηματογράφο δύο βιβλία του -οι «Κυνηγοί Κεφαλών» και ο «Χιονάνθρωπος» με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ- και έπεται συνέχεια. Ποιος ξέρει, μπορεί η επόμενη μεταφορά να έχει ως φόντο τα ωραία υψίπεδα και τις θάλασσες της Καλύμνου…
Πηγή protothema.gr