Το σενάριο της ανάδειξης μίας άλλης κυβερνητικής πλειοψηφίας από την παρούσα Βουλή έχει αρχίσει να συζητείται σε πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία τις τελευταίες ημέρες, έπειτα από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η κυβέρνηση.
Η απόρριψη της εκδοχής προσφυγής σε εκλογές (αναμενόμενη), όπως και η διακίνηση του σεναρίου περί δημοψηφίσματος προς το παρόν φαίνεται ότι «καίνε» και τα δύο ενδεχόμενα. Στο μεν πρώτο, η κυβέρνηση πέραν των δηλώσεων των στελεχών της, είναι ξεκάθαρο ότι φοβάται την κατακρήμνισή της σε ποσοστά πολύ χαμηλά και δύσκολα διαχειρίσιμα, στο δε δεύτερο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα κατορθώσει να νομιμοποιήσει πολιτικά μία τέτοια απόφαση, έπειτα από όλα όσα έχουν προηγηθεί και την πιρουέτα της μετά το δημοψήφισμα του 2015.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με το Μέγαρο Μαξίμου να έχει πλέον ένα θερμό μέτωπο ανοιχτό με την ΝΔ, στην πολιτική πιάτσα επισημαίνεται η ανοχή που έχει αρχίσει να επιδεικνύει το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Συμπαράταξη της Φώφης Γεννηματά (ψηφίζοντας πχ την παροχολογία της κυβέρνησης), καθώς και το διαρκές αίτημα του Β. Λεβέντη για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Οι κοινοβουλευτικές ομάδες και των δύο αθροίζονται σε 16+8 έδρες, οι οποίες μαζί με τις 144 του ΣΥΡΙΖΑ θα διαμόρφωναν μία πλειοψηφία ευρύτερη από την σημερινή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ακόμη και ο Π Καμμένος για κάποιον λόγο αποχωρούσε από την κυβέρνηση – κάτι που πάντως αυτήν την στιγμή δεν είναι ορατό.
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, το στοιχείο της προσέγγισης με τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί και αφορμή τριβών μεταξύ Φώφης Γεννηματά και Βαγγέλη Βενιζέλου, ο οποίος «βλέπει» κυβέρνηση εθνικής ενότητας μόνο έπειτα από εκλογές και περιλαμβάνει σε αυτό και την ΝΔ, κάτι που η κυρία Γεννηματά απορρίπτει.
Το σενάριο – το οποίο ούτως ή άλλως αυτήν την στιγμή δεν αφορά την ΝΔ, η οποία το απιρρίπτει ούτως ή άλλως – διακινείται αρκετά από επενδυτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους εντός και εκτός Ελλάδος, αν και με τα σημερινά δεδομένα και σύμφωνα με όσους γνωρίζουν, είναι μάλλον απίθανο για διάφορους λόγους.
Πρώτος μεταξύ αυτών, είναι ότι οποισδήποτε και αν εμφανιζόταν διατεθειμένος να συνεργαστεί με τον κ. Τσίπρα, θα έθετε όρους που ο σημερινός Πρωθυπουργός δύσκολα θα αποδεχόταν. Οπως για παράδειγμα το να μην ειναι ο ίδιος επικεφαλής της κυβέρνησης, ή το να μην συμμετέχουν σε αυτήν συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως π.χ. ο Ν. Παππάς.
Επιπλέον, οι συμετέχοντες θα διεκδικούσαν νευραλγικά υπουργεία, τα οποία δύσκολα θα «παρέδιδε» ο κ. Τσίπρας.
Και επίσης, το ενδεχόμενο μίας κυβέρνησης συνεργασίας με άλλους εταίρους, δύσκολα θα το αποδεχόταν η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – αν και αυτό το εμπόδιο ίσως και να είναι το χαμηλότερο, δεδομένου ότι έχουν ήδη αποδεχθεί και συμπορευθεί με τους ΑΝΕΛ…
Οι επόμενες εβδομαδες και οι εξελίξεις στο πεδίο της αξιολόγησης και της ψήφισης νέων μέτρων για μετά το 2018, σε συνδυασμό με την τροπή που θα πάρουν τα εθνικά θέματα αναμένεται πως θα δείξουν αν το σενάριο της ανασυνθεσης του κυβερνητικού συνασπισμού είναι πιθανό.
Παρά ταύτα, οι ανατροπές που θα μπορούσαν να αλλάξουν τους όρπυς του παχνιδιού δεν αποκλείονται. Και πάντως η κρισιμότερη παράμετρος φαινεται πως είναι η ένταση της επιθυμίας του κ. Τσίπρα να παραμείνει στην κυβέρνηση και το αν αυτή θα υπερισχύσει οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής.
Άγγελος Κωβαίος- reporter.gr