Οι υπάλληλοι των Εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου Κω-Λέρου είναι δικαστικοί υπάλληλοι εκ του άρθρου 92 του Συντάγματος και του ν.2812/2000. Η ιδιότητα τους και συνεπώς η υπηρεσιακή τους κατάσταση είναι η ίδια με τους υπαλλήλους των Γραμματειών των δικαστηρίων και εισαγγελιών. Η εποπτεία και ο έλεγχος αυτών ανήκει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Για την μεταγραφή ή εγγραφή πάσης εισαγομένης πράξεως (μεταγραφές, υποθήκες, προσημειώσεις, εξαλείψεις, τροπές, αγωγές και διαγραφές αυτών κλπ), ακολουθείται η νομολογία και η κειμένη νομοθεσία, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και των Εισαγγελέων Πρωτοδικών. Κατά τις Γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου με αριθμούς 2/1987 και 13/1986 τα Εμμισθα και τα Αμισθα υποθηκοφυλακεία αποτελούν Δημόσιες υπηρεσίες, οι δε Υποθηκοφύλακες, Άμισθοι και Έμμισθοι και το προσωπικό των Εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, είναι δικαστικοί υπάλληλοι ή κατ άλλη έκφραση, συνεργάτες των δικαστικών λειτουργών (έτσι όλη η θεωρία Μπαλής, Οικονομίδης, Ράμμος, Στασινόπουλος αλλά και Α.Π.888/1977) τα βιβλία δε που τηρούν είναι δημόσια και οι πράξεις που καταχωρούνται εκεί είναι πράξεις δημόσιας αρχής, που πραγματοποιεί την αρχή της δημοσιότητας. Ο Προιστάμενος (ο οποίος δεν είναι διοικητική αρχή) χαρακτηρίζεται ως επικουρικός δικαστικός λειτουργός, ο οποίος ασκεί έργα της εκουσίας δικαιοδοσίας και ενίοτε της αμφισβητουμένης (Πρβλ άρθρο 791 ΚΠολΔικ) ,απολαμβάνει δε λειτουργικής αυτονομίας και ασκεί οιονεί δικαστικά έργα (Πρβλ Εφ Αθ 7167/1977 ΕλλΔνη 1978 αλλά και νεώτερη νομολογία 2573/2015 ΣτΕ,419/2005 ΣτΕ), οι δε πράξεις του δεν προσβάλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αφού πρόκειται για πράξεις της δικαστικής αρχής. Απόρροια του ότι οι υπάλληλοι των Εμμίσθων υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι, είναι και το ότι δεν εφαρμόζονται σε αυτούς οι διατάξεις του Κώδικα καταστάσεων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων. Ετσι λοιπόν οι υπάλληλοι των Εμμίσθων υποθηκοφυλακείων δεν είναι Δημόσιοι υπάλληλοι (ΕφΑθ 309/1972). Τα παραπάνω αναφέρονται ως υπόμνηση, για τον εμπλουτισμό και αξιοποίηση τους στο πλαίσιο της κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου. Επομένως, η πρόβλεψη της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του σχεδίου νόμου περί δημιουργίας Ν.Π.Δ.Δ. εθνικού κτηματολογίου και περί συστάσεως προσωρινού κλάδου υπαλλήλων με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου που περιλαμβάνει τους υπαλλήλους των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, είναι άστοχη, αφού δε φαίνεται να είναι σύμφωνη με την συνταγματική πρόβλεψη περί της υπηρεσιακής καταστάσεως αυτών των υπαλλήλων, διότι ανήκουν σε ιδιαίτερη κατηγορία δηλαδή αυτής των δικαστικών υπαλλήλων . Τα θέματα δε που αναφέρονται στην υπηρεσιακή τους κατάσταση όπως μεταθέσεις μετατάξεις, αποσπάσεις κλπ, διενεργούνται μετά από σύμφωνη γνώμη των δικαστικών συμβουλίων που αποτελούνται κατά πλειοψηφία από Δικαστικούς λειτουργούς. Αυτό γίνεται έμμεσα παραδεκτό, πλην όμως με έντονο δισταγμό και από το πλέγμα των διατάξεων του άρθρου 18 των παρ 1,3 και 4 του σχεδίου νόμου (απαίτηση του σχεδίου νόμου για πτυχίο Νομικής για την κατάληψη θέσεως ευθύνης προισταμένου Κτηματολογικού Γραφείου κλπ). Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δε φαίνεται επίσης να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ 4 του σχεδίου νόμου, όπου γίνεται σαφής αναφορά στην αποφασιστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων ,για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων ως δικαστικών υπαλλήλων ανηκόντων στο σώμα της δικαιοσύνης. Το άρθρο 1 και στις παραγράφους 5 και 7 του σχεδίου νόμου, προβλέπει την κατάργηση των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και των αντίστοιχων θέσεων των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων καταπατώντας το αντίστοιχο άρθρο του Συντάγματος. Επειδή από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι οι υπάλληλοι των Εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων, ανήκουν στο χώρο της Δικαιοσύνης και συνεπώς έχουν την ίδια μεταχείριση με τους υπαλλήλους των Γραμματειών των δικαστηρίων και Εισαγγελιών και των τακτικών Διοικητικών δικαστηρίων. Επειδή σε όλα τα λειτουργούντα εντός των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων Κτηματολογικά Γραφεία , εργάζονται κατά κύριο λόγο δικαστικοί υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων. Επειδή ο Έμμισθος Υποθηκοφύλακας είναι και Προιστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου κατά την κειμένη νομοθεσία Επειδή εκ του Συντάγματος δεν είναι εφικτή η απώλεια της ιδιότητος του Δικαστικού υπαλλήλου για τους υπαλλήλους των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου Κω-Λέρου και να παραβλεφθεί η αρμοδιότητα επί αυτών των Δικαστικών Συμβουλίων, έστω και υπό το φως της πρόβλεψης της παραγράφου 4 του άρθρου 20 του σχεδίου νόμου και ιδίως του τελευταίου εδαφίου αυτής της παραγράφου, η οποία περιέχει την οριακής νομιμότητας διάταξη περί απόσπασης δικαστικού υπαλλήλου, που ανήκει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Δικαιοσύνης και διέπεται από τον ν.2812/2000 περί καταστάσεως δικαστικών υπαλλήλων, σε φορέα Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Ετσι η νέα νομοθετική πρόβλεψη, δεν μπορεί να παραβλέψει αυτή την Υπηρεσιακή ιδιαιτερότητα των υπαλλήλων των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, η οποία απορρέει εκ του Συντάγματος και η οποία συνηγορεί στη δημιουργία κλάδου δικαστικών υπαλλήλων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης εντός του νέου φορέα. Τούτο αφενός είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα αλλά και με το υφιστάμενο σύστημα του ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου κατά το οποίο τα παραπάνω δεν θα ήταν αναγκαία, μόνο αν τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία ως κρατικές υπηρεσίες που προυπάρχουν της δημιουργίας του νέου Νομικού προσώπου, αποτελούνταν από απλούς δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους και όχι δικαστικούς υπαλλήλους, που ανήκουν στο χώρο της δικαιοσύνης.
ΑΘΗΝΑ 19 Δεκεμβρίου 2017