Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Υπάρχει μια φωνή που, αν και είναι η πιο σημαντική μέσα στην κοινωνία, σε όλη τη διάρκεια της καραντίνας δεν έχει ακουστεί ούτε μια φορά. Απεναντίας, στο συνεχιζόμενο «κατ’ οίκον περιορισμό» αποδυναμώνεται ακόμα και η θέληση που μπορεί να είχε για να αρθρώσει δυο λέξεις. Η φωνή αυτή είναι των παιδιών, του δημοτικού και της εφηβείας που κάνει τα πρώτα βήματα στο γυμνάσιο. Η καραντίνα, ο περιορισμός των κινήσεών τους, η διαρκής παραμονή με τους γονείς που ορθώνονται μπροστά τους ως γίγαντες γεμάτοι απαιτήσεις, τα έχει οδηγήσει σε μια ιδιότυπη απομόνωση. Τα παιδιά έχουν βυθιστεί σε μια μεγάλη σιωπή και εκεί μέσα η άγουρη ψυχή τους ασφυκτιά και σε αρκετές περιπτώσεις υποφέρει.
Οι ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές, σύμβουλοι ψυχικής υγείας, κλινικοί ψυχολόγοι και ψυχίατροι έχουν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες προβλημάτων που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της καραντίνας. Όλες οι ιστορίες έχουν στο επίκεντρο τα παιδιά που ξαφνικά έχασαν το ενδιαφέρον τους για μάθηση, που από τη μια στιγμή στην άλλη έγιναν γκρινιάρικα, αντιδρούν απότομα και εν τέλει απομονώνονται με τις ώρες στο κινητό.
Μια σειρά από επαγγελματίες της ψυχικής υγείας βοήθησαν για το ρεπορτάζ αυτό της “δημοκρατικής” και όλοι τους συμφώνησαν να διατηρηθεί η ανωνυμία τους, ώστε να υπηρετηθεί μόνο ο στόχος αφύπνισης των γονέων.
Ο φαύλος κύκλος και στο
κέντρο η τηλεκπαίδευση
«Τα παιδιά, ειδικά εκείνα που βρίσκονται στην εφηβεία, δεν έχουν την εμπειρία να διαχειριστούν την απομόνωση. Το κάθε ένα από αυτά αντιμετωπίζει την καραντίνα με το δικό του τρόπο και η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Δεν υπάρχει κανόνας παρά μόνο ένας: η ειλικρινής επικοινωνία μέσα στην οικογένεια με στόχο το παιδί να νιώθει καλά και να είναι καλά».
Οι ατελείωτες ώρες στο σπίτι έχουν οδηγήσει τους γονείς ή τον γονέα σε μια διαρκή εποπτεία των επιδόσεων των παιδιών τους στο σχολείο. Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο η μητέρα ή ο πατέρας να έχει συνδέσει την καλή επίδοση του παιδιού στο σχολείο με το δικό του αίσθημα της ικανοποίησης ως επιτυχημένος γονέας. «Η στάση των γονέων επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από τις προσδοκίες τους, που κι αυτές έχουν τις ρίζες τους και ποτίζονται από τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών τους».
Ταυτόχρονα, η διαρκής εποπτεία και η απαίτηση «να τα πάνε καλά στο σχολείο» προκαλεί στους μαθητές ένα τόσο μεγάλο άγχος και στρες, ώστε στο τέλος ακόμα κι αν επιτύχουν καλούς βαθμούς να διακατέχονται από ασταθή ψυχοσυναισθηματική κατάσταση.
Όμως ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε αυτό που το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας θεωρεί ότι είναι τηλεκπαίδευση. Η απουσία της αίθουσας, η έλλειψη που έχει το παιδί να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις των συμμαθητών του, να μη νιώθει μόνο του στην ενδεχόμενη μειωμένη κατανόηση του μαθήματος, η αδυναμία των εκπαιδευτικών να λειτουργήσουν όπως θα ήθελαν σε αυτές τις περιπτώσεις, επιδρούν καθημερινά και σωρευτικά στη ψυχολογία του. Μέρα με τη μέρα το παιδί μπορεί να απομακρύνεται και να απομονώνεται από αυτό που το Υπουργείο αποκαλεί «ψηφιακή αίθουσα».
«Έχουμε εντοπίσει ότι ο πρόχειρος τρόπος με τον οποίο έχει δομηθεί η τηλεκπαίδευση έχει σε αρκετές περιπτώσεις οδηγήσει σε ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές».
Οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας με τους οποίους συνομίλησε η “δημοκρατική”, θεωρούν ότι «όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε μειωμένη διάθεση για μάθηση, έχουμε πολλές φορές δει φαινόμενα παραίτησης από τη θέληση, πολύωρη φυγή στο κινητό, που κι αυτό με τη σειρά του πυροδοτεί εντάσεις με τους γονείς, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω διόγκωση του προβλήματος. Ένας πραγματικός φαύλος κύκλος».
Ολα ξεκινούν από τους γονείς
«Το παιδί μας χρειάζεται ειδικό μας λένε στο τηλέφωνο και ρωτούν αν μπορούμε να αναλάβουμε. Εμείς πάλι τους προτείνουμε να ξεκινήσουν οι ίδιοι με μια σειρά συνεδριών συμβουλευτικής γονέων. Από εκείνους ξεκινούν όλα. Οι γονείς ως ενήλικες, με την συναισθηματική τους ωριμότητα και νοημοσύνη να ξεκινήσουν να δουλεύουν πάνω στη διαμόρφωση της ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης που επικρατεί μέσα στην οικογένεια. Οσο καλύτερη είναι αυτή, τόσο πιο πολύ βοηθιέται το παιδί στον αγώνα να ξανακερδίσει τα κίνητρά του για μάθηση».
Φαίνεται από τις περιγραφές των επιστημόνων ότι τίποτα δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται χρόνος, στο πέρασμα του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό θα πρέπει να είναι η επικοινωνία, η κατανόηση και ο περιορισμός των ψυχοπιεστικών καταστάσεων. Όπως και το παιδί, έτσι και ο γονέας πολλές φορές πορεύεται «τυφλός» χωρίς να γνωρίζει το πώς να συμπεριφερθεί μπροστά σ’ ένα παιδί που μέρα τη μέρα απομακρύνεται από το σχολείο, απομονώνεται σε μια ψηφιακή μοναχικότητα και χάνεται ατελείωτες ώρες στο κινητό.
«Το πρώτο βήμα ξεκινά από τους γονείς, που καλούνται να αγκαλιάσουν τους εαυτούς τους, να κατανοήσουν και να δώσουν προτεραιότητα στις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες. Τα παιδιά χρειάζονται συναισθηματική σταθερότητα, αυτή είναι η βάση για τη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κάθε ατόμου. Το αντίθετο της συναισθηματικής σταθερότητας προκαλεί συγκρούσεις και εκδηλώσεις άγχους οι οποίες μάλιστα θα είναι καθημερινές και στα παιδιά αυτό επηρεάζει άμεσα τις επιδόσεις τους στο σχολείο».
Και τι γίνεται
με τους βαθμούς;
Στις προσεχείς ημέρες οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να παραδώσουν τις βαθμολογίες επίδοσης των μαθητών για το τετράμηνο που προηγήθηκε. Είναι πολλές οι φωνές των ακαδημαϊκών που θεωρούν ότι τα παιδιά δεν θα πρέπει να υποστούν μια τέτοιου είδους αξιολόγηση. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, οι δε ειδικοί της ψυχικής υγείας τονίζουν ότι «στην παρούσα χρονική συγκυρία, με τα τόσα διαπιστωμένα ψυχοπιεστικά φαινόμενα, οι βαθμοί θα είναι η αφορμή για ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις στο εσωτερικό των οικογενειών».
Ούτε και οι εκπαιδευτικοί, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, θέλουν να δώσουν βαθμούς. Βιώνουν και οι ίδιοι μια αντίστοιχη πιεστική κατάσταση, προσαρμογής σ’ ένα σύστημα τηλεκπαίδευσης που δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη μορφή της εξ’ αποστάσεως διδασκαλίας και διάδρασης με τους μαθητές.
«Αυτή την περίοδο τα παιδιά χρειάζονται, ίσως όσο ποτέ στο παρελθόν, την ανάγκη να ακουστούν και να νιώσουν αποδοχή» τονίσθηκε στη “δημοκρατική”. «Είτε δοθούν βαθμολογίες, είτε όχι, αυτές ας αφεθούν στην άκρη και ας ξεκινήσει μια ενεργητική επικοινωνία ώστε το παιδί να βοηθηθεί στην έκφραση των συναισθημάτων του. Να καταλάβει ότι το αγαπούν και το δέχονται. Αυτό είναι το σημαντικό και αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό βήμα στο να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη στηρίζεται στην καλή επικοινωνία, χωρίς επικρίσεις, με πρώτο στόχο τη σωστή ανάπτυξη και την ισορροπημένη ανατροφή του παιδιού. Χρειάζεται χρόνος και αγάπη για να χτιστεί η ομάδα ‘Γονέας – Παιδί’, όμως καθώς η ‘Ομάδα’ προχωρά ενωμένη, τα πάντα γίνονται όλο και πιο εύκολα και ο δρόμος της ανάπτυξης στόχων και αύξησης των προσδοκιών έρχεται ως μια φυσική εξέλιξη».