Συνεντεύξεις

M. Σαρηγιαννίδης: H Τουρκία προπαρασκευάζει ένα blame game για να παρουσιάσει την Ελλάδα ως το κακόπιστο μέρος στις διερευνητικές συνομιλίες

Για την κλιμακούμενη επιθετική πολιτική της Τουρκίας, την νέα διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά και την εκλογή Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο, τις τελευταίες προκλήσεις Ερντογάν και τον απώτερο στόχο του ενόψει και του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ αλλά και τις πραγματικές προθέσεις του με φόντο την προοπτική του δεύτερου κύκλου των διερευνητικών επαφών, μιλά σήμερα στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στη «δημοκρατική», ο επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης.
Ο κ. Σαρηγιαννίδης, αποκρυπτογραφεί τις ενέργειες του Τούρκου Προέδρου και θέτει τα γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση προς τις σκοπιμότητες του Τούρκου Προέδρου στο Αιγαίο με επίκεντρο το Καστελλόριζο, ενώ δεν αποκλείει νέες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών όπως η μεγάλη κρίση του Μαρτίου του 1987(!), με αφορμή την πρόσφατη Navtex για το για το ερευνητικό πλοίο “Τσεσμέ”.
• Κύριε Σαρηγιαννίδη, παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα την Τουρκία να κλιμακώνει και πάλι τη ρητορική της, με νέα «ξεσπάσματα» Ερντογάν, αξιώσεις για αποστρατιωτικοποιήσεις νησιών, απειλές, παρότι μεσολάβησε μια μικρή θα λέγαμε περίοδος ύφεσης μετά τον πρώτο κύκλο των διερευνητικών επαφών. Πού το αποδίδετε αυτό;
Πρώτα απ’ όλα πιστεύω ότι δεν πρέπει να καταλογίζουμε στον Ερντογάν «ξεσπάσματα» χωρίς εισαγωγικά. Πρόκειται απλά για τον επιτηδευμένο και προϋπολογισμένο τρόπο με τον οποίο ασκεί πολιτική τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας του. Άλλωστε, είναι ένας χαρισματικός πολιτικός που ανταποκρίνεται με πληρότητα στο πρότυπο ηγεσίας που κυριαρχεί στις ευρασιατικές ανελεύθερες δημοκρατίες, και χρησιμοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενισχύει και να προβάλλει αποτελεσματικά τις πάγιες αναθεωρητικές θέσεις της Τουρκίας τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τακτικό επίπεδο. Επομένως, η πρόσφατη κλιμάκωση της ρητορικής αποτελεί έναν τακτικό πολιτικό ελιγμό για να προετοιμάσει ένα ευνοϊκότερο πολιτικό κλίμα για την Τουρκία· αποσκοπεί στη διπλωματική αναβάθμιση της Τουρκίας ενόψει του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ, κυρίως όμως ενόψει των πιέσεων που αναμένεται να ασκηθούν από την κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει περίοδος χάριτος για την Τουρκία στην μετά-Τράμπ εποχή. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι με αφορμή την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στους Φούρνους και στη Λευκωσία, όπου αναφέρθηκε στην κατοχική δύναμη, η Τουρκία προπαρασκευάζει ένα blame game για να παρουσιάσει την Ελλάδα ως το κακόπιστο μέρος στις διερευνητικές συνομιλίες που επιδιώκει την ένταση, ώστε να διευκολύνει τη φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου και να αντισταθμίσει τις αμερικανικές πιέσεις ενόψει της πενταμερούς για το Κυπριακό. Άλλωστε, το ξανάκανε το καλοκαίρι, όταν υπογράψαμε τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο.
Πρόσφατα, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν έθεσε ξανά θέμα «νησιών», αναφερόμενος «στα διμερή μας ζητήματα με την Ελλάδα, ειδικά τα νησιά και το Αιγαίο, θέματα ασφαλείας, περιοχές υφαλοκρηπίδας και θαλάσσιας δικαιοδοσίας, και πολλά άλλα θέματα», με την Ελλάδα να βρίσκεται σε αναμονή απάντησης από την Τουρκία για την ημερομηνία επανάληψης των διερευνητικών επαφών. Είναι αυτός ένας τρόπος να «προκαταβάλει» η Ελλάδα την ατζέντα των συζητήσεων;
Ο εκπρόσωπος της Τουρκικής Προεδρίας, όπως κάθε αρμόδιος Τούρκος αξιωματούχος που οι απόψεις του καταγράφονται από τους συνομιλητές της Άγκυρας, επανέρχεται με αξιοσημείωτη συνέπεια και ένταση σε όλο το φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων (κυριαρχία σε νησιά, επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, αποστρατικοποίηση, FIR και περιοχή έρευνας και διάσωσης) από την στιγμή που η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (23/6/1995) και ειδικότερα από την επομένη της Κρίσης στα Ίμια. Ειδικά, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου, το λεγόμενο «γκριζάρισμα», αποτελεί τη μόνιμη επωδό της τουρκικής διπλωματίας από τον Ιανουάριο του 1996. Μάλιστα, η τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλλέρ είχε αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σε περίπου χίλια ελληνικά νησιά και νησίδες. Έκτοτε, οι Τούρκοι πολιτικοί, και όχι μόνο ο Πρόεδρος Ερντογάν ή ο εκπρόσωπός του, έχουν αποδυθεί σε έναν πολιτικό ανταγωνισμό πλειοδοσίας που φυσικά δεν περιορίζεται σε απλές εθνικιστικές εξάρσεις και δεν εξαντλεί τη δυναμική του στο εσωτερικό τους ακροατήριο. Υπό αυτή την έννοια, οι διερευνητικές συνομιλίες δεν έχουν ιδιαίτερη αξία για την Τουρκία, αν δεν μπορεί να προωθήσει τη δική της αναθεωρητική ατζέντα, ώστε να αναγκαστεί η Αθήνα να διαπραγματευθεί για όλα όσα διεκδικεί η Άγκυρα. Και γι’ αυτό τον λόγο η απέναντι πλευρά επιδιώκει να παρουσιάζει συστηματικά τις διερευνητικές συνομιλίες ως μία μορφή διαπραγμάτευσης, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει.
• Τι έχουμε να περιμένουμε αλήθεια από την επανάληψη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία;
Οι διερευνητικές συνομιλίες υιοθετήθηκαν ως μοντέλο διμερών επαφών πριν από δύο δεκαετίες προκειμένου να οριοθετηθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας στο πλαίσιο της επίλυσης των διαφορών με την Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις. Στις διερευνητικές συνομιλίες δεν τηρούνται και δεν υπογράφονται κοινά πρακτικά, δεν υπάρχει ατζέντα, έχουν άτυπο χαρακτήρα, χαρακτηρίζονται από εμπιστευτικότητα και τίποτε δεν ανακοινώνεται, αν δεν συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Αυτή είναι η συμφωνημένη πρακτική που ακολουθείται απαρέγκλιτα από το 2002, και οι σποραδικές διαρροές για το περιεχόμενό τους μάλλον εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες παρά βοηθούν την ίδια τη διαδικασία. Αντίθετα, η διαπραγμάτευση ως διαδικασία ειρηνικής επίλυσης των διαφορών προϋποθέτει ατζέντα, δηλαδή τα ζητήματα που συμφωνούν και τα δύο μέρη πως αποτελούν διαφορές, ενώ τηρούνται και πρακτικά που ενίοτε μονογράφονται για να δεσμεύουν νομικά τα μέρη που συμμετέχουν. Ενόψει των παραπάνω λοιπόν, η Τουρκία θα εξακολουθεί να επιμένει πως οι διερευνητικές επαφές είναι διαπραγμάτευση (γι’ αυτό και αναβάθμισε την παρουσία της με τη συμμετοχή του εκπροσώπου της Τουρκικής Προεδρίας και ζήτησε να υπάρξει Κοινή Δήλωση στο τέλος), ώστε να θέτει τη δική της αναθεωρητική ατζέντα ως το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφόρων, και εμείς θα επιμένουμε ότι πρόκειται για έναν πολιτικό διάλογο που δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα, εκτός αν συμφωνήσουμε και οι δυο. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι διαφωνούμε ως προς τον κατάλογο των διαφορών για τις οποίες θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε, ούτε ατζέντα μπορεί να συμφωνηθεί, ούτε και θα προχωρήσουμε περισσότερο μέχρι τον επόμενο γύρο. Με άλλα λόγια, τηρούμε τα προσχήματα κι εμείς και η Άγκυρα, ώστε να έχουμε την καλή έξωθεν μαρτυρία από τις κυβερνήσεις που μας υποστηρίζουν. Φυσικά, η Τουρκία θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί τις διερευνητικές συνομιλίες ενόψει του Συμβουλίου Κορυφής, ώστε να ανακουφίσει, έστω πρόσκαιρα, τη φιλοτουρκική γερμανική διπλωματία από τις πιέσεις για τη διατήρηση ή και επέκταση των κυρώσεων σε βάρος της. Προφανώς, το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς εμπλεκόμενοι σε ένα blame game, για να επιβληθούν περαιτέρω κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας. Σε κάθε περίπτωση, 61 συναντήσεις στο πλαίσιο διερευνητικών συνομιλιών χωρίς αποτέλεσμα είναι από μόνες τους απόδειξη της αποτυχίας του λόγου για τον οποίο εφευρέθηκε αυτός ο τρόπος διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με ακριβό αντάλλαγμα το Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης (1997) και το Κείμενο Συμπερασμάτων στο Ελσίνκι (1999). Τέλος, ας θυμόμαστε ότι η ουσιαστική αποτυχία συνήθως παράγει διαδικαστική επιτυχία, δηλαδή μόνο προσχήματα και προθέσεις, που όμως μπορεί να εκμεταλλευθεί η αναθεωρητική πλευρά για να δημιουργήσει τετελεσμένα.


Η πρόσφατη Navtex που εξέδωσε η υδρογραφική υπηρεσία της Τουρκίας, για το ερευνητικό πλοίο “Τσεσμέ”, και μάλιστα στη μέση του Αιγαίου, τι σηματοδοτεί θα λέγατε ως προς τις προθέσεις της;
Η Τουρκία συνήθως επιδιώκει να παίζει το παιχνίδι των προκλήσεων στις γκρίζες γραμμές της νομιμότητας. Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι, όσο έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και δεν αντιμετωπίζει εξίσου δυναμικές απαντήσεις, όπως συνέβη πριν έναν χρόνο περίπου στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο. Έτσι, η πρόσφατη αγγελία προς ναυτιλλόμενους που εξέδωσε ο υδρογραφικός σταθμός της Σμύρνης είναι από μόνη της πρόκληση, διότι δεν είναι αρμόδιος για την έκδοσή της.
Η παρουσία του ερευνητικού σκάφους «Τσεσμέ» στο Κεντρικό Αιγαίο δεν παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, διότι παρά το γεγονός ό,τι οι συντεταγμένες που εκδόθηκαν ορίζουν έναν θαλάσσιο χώρο πίσω από τον Άγιο Ευστράτιο και καλύπτουν μια περιοχή από τα νότια της Λήμνου ως την Σκύρο στα ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, πρόκειται για διεθνή ύδατα. Ωστόσο, αν το «Τσεσμέ» ποντίσει καλώδια προκειμένου να διεξάγει σεισμικές έρευνες παρόμοιες με εκείνες που διεξήγαγε πρόσφατα το «Ορούτς Ρέις» στην Ανατολική Μεσόγειο, τότε προφανώς υπάρχει παραβίαση των ελληνικών αποκλειστικών δικαιωμάτων έρευνας στην υφαλοκρηπίδα. Εννοείται, ότι ακόμα κι αν το συγκεκριμένο σκάφος δεν έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά η Άγκυρα ισχυριστεί επίσημα ότι διεξάγει έρευνες στην υφαλοκρηπίδα, τότε μάλλον θα υπάρξει κλιμάκωση, τουλάχιστον ανάλογη με αυτή «των ημερών του Καστελλορίζου».
• Πάντως κύριε Σαρηγιαννίδη, με την νέα Navtex, που θυμίζει «ημέρες Καστελλορίζου», δείχνει για μια ακόμη φορά ότι η Τουρκία «ψάχνεται» για θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο.
Ανεξάρτητα από την επιθυμία της Άγκυρας να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, κάτι που θα μπορούσε να την ωφελήσει γιατί ως αναθεωρητικό κράτος θα της προσφέρει την ευκαιρία να επιδιώξει τετελεσμένα, η νέα αγγελία προς ναυτιλλόμενους προωθεί τις πάγιες διεκδικήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο. Οι συντεταγμένες αυτής της Navtex αφορούν σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας που διεκδικεί η Τουρκία. Επομένως, οι συντεταγμένες που αναρμόδια εκδόθηκαν από τον υδρογραφικό σταθμό της Σμύρνης, μεταφράζουν σε επιχειρησιακό επίπεδο το τουρκικό επιχείρημα, ότι τα νησιά στο Αιγαίο διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα και στερούνται υφαλοκρηπίδας.
Για την Άγκυρα λοιπόν, το υδρογραφικό σκάφος θα πλέει σε μια περιοχή του Αιγαίου, που θεωρεί ότι είναι τουρκική υφαλοκρηπίδα και έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης. Συνεπώς, αν το «Τσεσμέ» δεν διεξάγει έρευνες στην υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία θα έχει κάνει απλά επίδειξη σημαίας στα διεθνή ύδατα του Κεντρικού Αιγαίου και θα έχει κινητοποιήσει το ελληνικό πολεμικό ναυτικό χωρίς να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα. Αν όμως υπάρξει ανακοίνωση σχετικά με τη διεξαγωγή έρευνας στην υφαλοκρηπίδα, τότε σίγουρα θα προσπαθήσει να μοχλεύσει τη διεθνή διπλωματική πίεση προς την Ελλάδα προκειμένου η Αθήνα να αναβαθμίσει τη συμμετοχή της στις διερευνητικές επαφές σε επίπεδο γ.γ. ΥΠΕΞ ή υφυπουργού ΥΠΕΞ, ώστε να υπάρξει μια μετατόπιση σε πιο τυπικές επαφές που βρίσκονται εγγύτερα στη λογική των διαπραγματεύσεων. Θα επιχειρήσει δηλαδή, με αφορμή τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, να ρυμουλκήσει την Αθήνα σε μια διαδικασία συζήτησης εφ’ όλης της ύλης, που θα μπορούσε να εμπλέκει και τρίτους μεσολαβητές, όπως για παράδειγμα το Βερολίνο και το Παρίσι. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα φυσιολογικά επιδιώκει να δημιουργεί και να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για να προβάλλει διεθνώς τις διεκδικήσεις της. Περαιτέρω όμως, εφόσον υπάρξει στρατικοποίηση της κρίσης, όπως συνέβη με το «Ορούτς Ρέις», τότε ίσως δεν θα πρόκειται απλά για «ημέρες Καστελλόριζου», αλλά για ημέρες του «Χόρα/Σισμίκ» πίσω στον Αύγουστο του 1976 και ειδικά στην Κρίση του Μαρτίου του 1987.
Με αφορμή αυτό, θα ήθελα την άποψή σας για το τι πραγματικά επιθυμεί η Τουρκία στοχοποιώντας επανειλημμένως το Καστελλόριζο, παρά την -πρόσκαιρη προφανώς- ηρεμία που επικρατεί στην περιοχή αυτή την περίοδο.
Το σύμπλεγμα της Μεγίστης είναι διαρκής πονοκέφαλος για την Τουρκία, διότι αποκόπτει την πρόσβαση σε ευρύτερες θαλάσσιες ζώνες, όπου θα μπορούσε να ανακαλύψει κοιτάσματα φυσικού αερίου, όπως έχουν ήδη κάνει στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Κύπρος. Η ηρεμία που επικρατεί είναι μόνο πρόσκαιρη και σχετίζεται με τη διαδικασία των διερευνητικών συνομιλιών και την επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Η Άγκυρα αναδιπλώθηκε πρόσκαιρα, και καλλιεργεί την εικόνα του καλόπιστου συνομιλητή και όχι αυτή του επίμονου ταραξία της περιοχής. Ωστόσο, η γεωγραφία είναι αμείλικτη, και το σύμπλεγμα της Μεγίστης αναιρεί το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και υποβαθμίζει γεωπολιτικά την Τουρκία καθώς την αποκλείει από ενδεχόμενους ενεργειακούς πόρους. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Άγκυρα θα επανέλθει στην περιοχή. Τα ερευνητικά σκάφη και τα γεωτρύπανα αγοράστηκαν για να προωθήσει τις ενεργειακές φιλοδοξίες της και να αυξήσει την ήπια/μαλακή ισχύ της, ώστε να μπορεί να κινείται στα όρια της νομιμότητας, προωθώντας παράλληλα τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της. Άλλωστε, όπως γίνεται κατανοητό, με τη διπλωματία των γεωτρύπανων μπορεί να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα των ελληνικών νησιών να παράγουν υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όπως προβλέπει το Άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Θα ήθελα το σχόλιό σας για την εξοργιστική πρόκληση της Τουρκίας που πρόσφατα παρουσίασε χάρτη που απεικονίζει εδάφη που θα τεθούν υπό τουρκική επιρροή έως το 2050 με τον κατάλογο να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τον Λίβανο!
Τα περίφημα σύνορα της καρδιάς στα οποία επανειλημμένα αναφέρεται ο Τούρκος Πρόεδρος αποτυπώνονται σε λόγια και σε χάρτες. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, διότι μια αναθεωρητική πολιτική χρειάζεται λόγια που παρακινούν, όπως οι «τρελοί Τούρκοι» και χάρτες που χαρίζουν προοπτική και επαναφέρουν στο προσκήνιο θεωρίες που σφυρηλάτησαν την τουρκική ταυτότητα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20 αιώνα, όπως ο παντουρανισμός και ο παντουρκισμός. Η νέο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν θέλει να παρουσιάζεται και να υπολογίζεται ως αυτοκρατορία, και σε αυτό το πλαίσιο αναζητά εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές ταυτότητες που μπορούν να στηρίξουν την αναγέννηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
• Η αλήθεια κύριε Σαρηγιαννίδη είναι πως η Ελλάδα, φαίνεται να περιμένει περισσότερα από τον νέο Πρόεδρο της Αμερικής Τζο Μπάιντεν, ως προς τις ισορροπίες σε σχέση με την Τουρκία σε σχέση με τον προκάτοχό του. Δικαίως θα λέγατε;
Δεν είναι θέμα δίκαιων προσδοκιών, αλλά επιστροφής σε μια κανονικότητα. Είναι λογικό και ανακουφιστικό να περιμένουμε την αντικατάσταση της προσωπικής διπλωματίας που ασκούσε ο Πρόεδρος Τράμπ με τα αρμόδια θεσμικά όργανα των ΗΠΑ, όπως το State Department. Όσο κι αν προσπάθησε να την αντισταθμίσει ο ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο, η θητεία Τράμπ σημαδεύτηκε από την προσωπική σχέση του Αμερικανού Προέδρου με τον Πρόεδρο Ερντογάν και την ανοχή που έδειξε απέναντι στις προκλήσεις και την αντι-συμμαχική συμπεριφορά της Τουρκίας. Συνεπώς, εύλογα περιμένουμε περισσότερο θεσμική και προβλέψιμη στάση από τις ΗΠΑ, και φυσικά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο κανόνων, αρχών και αξιών που δεν εφαρμόστηκαν απέναντι στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια.
• Και με τη Γερμανία; Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το κλίμα; Φαίνεται πως δεν έχουμε και πολλά να περιμένουμε για στήριξη της χώρας μας απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας, με την Καγκελάριο Μέρκελ να συσπειρώνει γύρω της κι άλλες χώρες που θα λέγαμε διατηρούν μια «χλιαρή» θέση απέναντι σε όσα αξιώνει η Τουρκία έναντι της χώρας μας.
Η διπλωματική ιστορία, από την ίδρυση του γερμανικού κράτους, δείχνει μια σαφή προτίμηση του Βερολίνου προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια την Τουρκία, απέναντι στον άξονα Παρίσι-Αθήνα. Αυτή η πραγματικότητα δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά ούτε στο πλαίσιο της ΕΕ, όπου εξακολουθούν να κυριαρχούν τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα και όχι η αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Επιπλέον, η Γερμανία -και η Ρωσία- αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως έναν κρίσιμο γεωπολιτικό χώρο που τους προσφέρει προνομιακή πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Συνεπώς, είτε η Τουρκία εφαρμόζει αναθεωρητικές πολιτικές σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, είτε παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της φυλακίζοντας και βασανίζοντας κάθε αντίθετη ή απλά διαφορετική φωνή, πάντα υπάρχουν εκείνες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που προτιμούν τον ρόλο του παρατηρητή, και γι’ αυτό θα αναζητούν τους αστερίσκους και τη δημιουργική ασάφεια σε κάθε κοινή δήλωση ή κείμενο συμπερασμάτων για να προστατέψουν τα δικά τους συμφέροντα.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου