Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
«…Ποτέ όμως μη φαντασθήτε ότι η κίνησις ψηφοφόρων που βλέπετε των κομμάτων ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρόκειται πάντοτε για τους ίδιους ανθρώπους που δεν έχουν καμμιά δουλειά στη ζωή τους και περιμένουν τις εκλογές για να βρούν κι’ αυτοί μια ασχολία. Γυρίζουν λοιπόν από το ένα εκλογικό κέντρο στο άλλο, υπόσχονται την ψήφο τους σε όλους, και ζητωκραυγάζουν για όλους».
Με τα λόγια αυτά ο νομικός και δημοσιογράφος Νίκος Ρούτσος περιέγραφε στο έτος 1936, στην εφημερίδα “Νέον Φως” το προεκλογικό κλίμα της εποχής. Από τότε έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας και η εικόνα αυτή δεν έχει αλλάξει. Ούτε για τους ψηφοφόρους, αλλά ούτε και για τους υποψήφιους.
Το απόσπασμα, περιέχεται στο βιβλίο του Θωμά Σιταρά «Καλό βόλι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας. «Θέλησα να δείξω το πόσο αμετάβλητο παραμένει στο προεκλογικό σκηνικό στην Ελλάδα στο πέρασμα των δεκαετιών» περιέγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας Θωμάς Σιταράς σε συνομιλία του με τη “δημοκρατική”. Το βιβλίο τού ανατρέχει στις κάλπες και τα τερτίπια των εκλογών από το 1864 έως το 1940. Στις σελίδες του περιλαμβάνονται επιλεγμένα χρονογραφήματα γεμάτα χιούμορ που υπογράφονται από σημαντικές προσωπικότητες του Τύπου εκείνης της περιόδου.
«Επειδή τη Δευτέρα θα τιμήσουμε τη γιορτή της εθνικής μας παλιγγενεσίας και τον Μάιο εκλογές σε Δήμους και Περιφέρειες, θα σας θυμίσω την έκφραση ‘καλό βόλι’. Είναι μια φράση που αρχικά χρησιμοποιούσαν στην επανάσταση του 1821 για εύστοχη βολή κατά του τυράννου, όμως από το έτος 1864 κι έπειτα χρησιμοποιούνταν μεταφορικά για την πολιτική επιλογή μπροστά στις κάλπες. Τότε, και για τα επόμενα τουλάχιστον πενήντα χρόνια, οι κάλπες ήταν κουτιά χωρισμένα στα δύο που βάφονταν με άσπρο – μαύρο αντίστοιχα για το ναι ή το όχι στην επιλογή του υποψηφίου. Οι εκλογείς έριχναν μικρά σφαιρίδια που έμοιαζαν με κυνηγητικά σκάγια δεξιά ή αριστερά».
Ο κ. Θωμάς Σιταράς είναι συνιδρυτής του κολλεγίου BCA και από το 1970 μέχρι σήμερα είναι ταγμένος στην επαγγελματική εκπαίδευση των νέων. Μιλώντας προς τη ‘δημοκρατική’ επεσήμανε τη σπουδαιότητα της Ιστορίας «που αν τη μελετήσουμε όσο πρέπει τότε θα δούμε πως όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, συνέβαιναν τα ίδια και στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πολλά λάθη που μπορούμε να αποφύγουμε».
Ποιος είναι τελικά εκείνος που χρειάζεται περισσότερο αυτό το βιβλίο; Ο υποψήφιος ή ο ψηφοφόρος; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντήσει ούτε ο ίδιος ο κ. Σιταράς, όμως μια καλή απάντηση δίνει “Ο Κυριακάτικος”, της εφημερίδας “Κυριακάτικη Βραδυνή”, του 1926. Σε αυτή ένας υποτιθέμενος υποψήφιος παραχωρεί συνέντευξη και στο ερώτημα ποιος θα χάσει τα περισσότερα από την εκλογή του, απαντά (το κείμενο είναι δοσμένο με την ορθογραφία εκείνης της εποχής):
«Ούτε κι αυτοί θα χάσουν τίποτε. Ό, τι είχαν να χάσουν το έχασαν. Μήπως ξέρουν τι ψηφίζουν; Μήπως οπωσδήποτε δεν θα μετανοήσουν έπειτα και δεν θα βλασφημούν την ώρα που έδωσαν την ψήφον των; Ούτε να καταστρέψω την Ελλάδα μπορώ, ούτε και να την σώσω. Ιδού λοιπόν γιατί δεν πρέπει να εκπλήττεσαι διότι απεφάσισα να εκτεθώ… Δεν υπόσχομαι εις τους εκλογείς μου τίποτε. Τους λέω: «Ψηφίστε με! Εκεί που θα ψηφίσετε άλλους γιατί όχι εμένα!». Φυσικά το κόμμα μας έχει και πρόγραμμα, α) Βαρυτάτη φορολογία του κεφαλαίου, β) απόλυση όλων των αχρήστων υπαλλήλων και διορισμός νέων τοιούτων. …Έφαγαν μερικοί ας φάγουν και άλλοι. Αυτό απαιτεί η κοινωνική ισορροπία».
Ο ίδιος υποψήφιος μιλάει για την κατάσταση που επεκράτησε σε προεκλογική συγκέντρωση:
«Προχθές εμίλησα εις μίαν συνοικίαν. Άρχισα να λέω το πρόγραμμά μας. Αφού ανέφερα το πρώτον σημείον και έφθασα εις το δεύτερον, οι εκλογείς εσήκωσαν τα χέρια των και ανέκραξαν «Φθάνει! Φθάνει! Τα ξέρουμε!». Ξέρουν κι’ αυτοί βλέπεις , οτι είνε χαμένος καιρός να τους λες προγράμματα. Κι’ έτσι, αντί να χάνουμε την ώρα μας με λόγια κενά, εκαθήσαμε και ήπιαμε μερικά ποτηράκια».
Το ημερολόγιο
ενός υποψηφίου
Στο ‘Καλό βόλι’ υπάρχουν αρκετές αναφορές στις στιγμές προσωπικής περίσκεψης των υποψηφίων. Μία από αυτές φέρει την υπογραφή του Κεφαλονίτη συγγραφέα Θέμου Ποταμιάνου και είχε δημοσιευτεί στην “Εξέλσιορ” το 1928 (διατηρείται η ορθογραφία της εποχής).
«… Η ειρωνία να χάσω την εκλογή από είκοσι ψήφους. Ναι, ναι, αυτό ήτανε. Είκοσι μαύρα όλα-όλα. Εξ αιτίας αυτών των είκοσι ψήφων δεν είμαι σήμερα βουλευτής, δεν έχω θέσιν εις την Βουλήν, δεν θα ανέβω στο βήμα, αλλά θα περιορισθώ εις τους διαδρόμους και εις το λαϊκόν θεωρείον! Και οι συνέπειες; Αφάνταστες!
Η Λέα, από την επομένη της εκλογής, με κυττάζει με μάτι ψυχρό και αλλάζει ομιλίαν όταν κάνω κανένα υπαινιγμό για την μέλλουσαν ευτυχίαν, δηλαδή για τον γάμον μας. Οι δανεισταί μου αρχίζουν να γίνωνται πολύ ενοχλητικοί. Η προσκλήσεις στους χορούς και στα τσάγια αραιώνονται κι’ η εφημερίδες δεν δέχονται της δηλώσεις μου. Και όλ’ αυτά γιατί ευρέθησαν είκοσι άνθρωποι νε με καταψηφίσουν.
Αν εγνώριζαν αυτοί οι άνθρωποι το κακό που έκαμαν, είμαι βέβαιος πως θα μετανοούσαν και θα ζητούσαν να το επανορθώσουν».
Ο Ρωμηός ψηφοφόρος
Ο Νίκος Ρούτσος ως νομικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας υπήρξε πολυγραφότατος και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό της πρωτεύουσας. Το κείμενό του για το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής ξεχωρίζει στο “Καλό βόλι” (διατηρείται η ιστορική ορθογραφία):
«Ο Ρωμηός (ως ψηφορόφος) είνε κατεργάρης και καλόκαρδος. Τους κοροϊδεύει όλους, αλλά δεν θέλει να στενοχωρήση κανέναν. Οι υποψήφιοι το ξέρουν αυτό, αλλά τι να κάνουν; Μήπως κι’ αυτοί δεν κάνουν το ίδιο όταν έλθουν στην Αρχή; Μας κοροϊδεύουν όλους αλλά δεν στενοχωρούν κανένα. Μας πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα και τις ίδιες… υποσχέσεις.
Οι εκλογές όμως με το αναλογικό σύστημα έχουν ένα θέλγητρο που δεν το έχουν οι άλλες. Πρόκειται για τους “σταυρούς” προτιμήσεως.
Σήμερα ο ψηφοφόρος έχει δύο πολύτιμα πράγματα στη διάθεσί του: την ψήφο του και το σταυρό του.
Οι υποψήφιοι του αυτού συνδυασμού και του αυτού ψηφοδελτίου γίνονται μοιραίως άσπονδοι εχθροί. Ο ένας προσπαθεί να πάρη τους σταυρούς του άλλου. Πολλές φορές η αντιζηλία τους κάνει να πιαστούν και στα χέρια… για να εξασφαλίση ο υποψήφιος τους σταυρούς αυτούς, αναγκάζεται να… σταυρώνη κυριολεκτικά τους φίλους του και τους οπαδούς του».
Τα αγαθά των εκλογών
Το κείμενο υπογράφει ο “Μαικήνας” και είχε αρχικά δημοσιευτεί στη “Νέα Ημέρα Τεργέστης”, το 1926 και το σκηνικό των προεκλογικών έργων ήταν ακριβώς ίδιο και τότε:
«…συνέβη και το εξής θαύμα εις τον Πειραιά. Την προχθεσινήν νύκτα του Σαββάτου ενεφανίσθη αυτοκίνητον καταβρεκτήριον εις τας παρά τον λιμένα οδούς και ήρχισε το κατάβρεγμα. Όπισθέν του ήρχοντο δώδεκα οδοκαθαρισταί με σκούπας, οι οποίοι έπλεναν τας οδούς, αλλά και αλλήλους καθώς εβάδιζον οι μεν όπισθεν των δε.
Οι διαβάται έσπευδον περίτρομοι να σώσουν τα ενδύματά των εκ της εκτινάξεως του ύδατος, αλλά και την μύτην των, διότι το του λιμένος ύδωρ ήτο βρωμερώτερον των οδών.
Οπωσδήποτε διηρώτουν οι αφελέστεροι:
– Προς τι η τόση εκπληκτική αυτή πολυτέλεια;
Φαίνεται ότι υπάρχουν και σοφοί ακόμη εις τον κόσμον διότι εδόθη ορθή απάντησις:
– Αλλά, λησμονείτε, λοιπόν, τας εκλογάς;
Ιδού ότι και οι απέχοντες κατ’ αρχήν εκ των καλπών οφείλουν να ομολογήσουν ότι έχουν και αι εκλογαί τα αγαθά των. ‘Όταν φιλοτιμούνται τόσον αι αρχαί, ώστε να φροντίζουν δια την καθαριότητα των οδών μόνον κατά τας εκλογάς, θα έπρεπε να είχομεν τουλάχιστον άπαξ του μηνός τοιαύτας. Μάλιστα αν ανελάμβανον και την επιδιόρθωσιν των οδών, την βελτίωσιν του φωτισμού των, ποιος θα είχε αντίρρησιν να εγίνοντο εκλογαί έστω και ανα δεκαπενθήμερον».