Οι πολίτες λένε ένα καθαρό ηχηρό «ναι» στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, η οποία «βάδισε με βάση την αρχή της προφύλαξης και όχι του συμψηφισμού της ανθρώπινης ζωής με άλλα συμφέροντα» και δηλώνουν την αμέριστη εμπιστοσύνη τους στην επιστημονική κοινότητα και στους επαγγελματίες υγείας πρώτης γραμμής, αποκαλύπτει έρευνα του Eργαστηρίου Μελέτης Συμπεριφορών Υγείας και Οδικής Ασφάλειας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ). Το 90% κρίνει τα μέτρα θετικά και το 86% ικανούς τους αρμόδιους να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού. Το 82% θεωρεί ότι ο Σωτήρης Τσιόδρας και οι επαγγελματίες πρώτης γραμμής διαχειρίζονται με ρεαλισμό την κρίση.
«Στη διαχείριση της επικινδυνότητας οδηγός μας πρέπει να είναι η αρχή της προστασίας των ανθρώπων. Οι επικεφαλής της χώρας μας, μιας χώρας πολλά χρόνια σε κρίση, αναδεικνύονται αντάξιοι των προσδοκιών της κοινωνίας για προστασία και ασφάλεια, αφού από πολύ νωρίς κατανόησαν την επερχόμενη απειλή και σταθερά και αποφασιστικά μετέτρεψαν την αδυναμία σε ισχυρό όπλο λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα, όπως αποδεικνύεται από την ήπια έως τώρα αύξηση της διασποράς του ιού», σημειώνει στην «Κ» ο Γιάννης Χλιαουτάκης, ομότιμος καθηγητής του ΕΛΜΕΠΑ. «Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι συμμετέχοντες στη μελέτη μας βαθμολόγησαν με άριστα τις αρχές –κυβέρνηση, επιστήμονες– και δήλωσαν σε υψηλό βαθμό την εμπιστοσύνη τους σε αυτούς».
Η έρευνα, η οποία διεξήχθη στις αρχές Απριλίου με τη χρήση e-ερωτηματολογίου σε πανελλαδικό δείγμα 1.078 ατόμων, εμβαθύνει στην καθημερινή ζωή των πολιτών, που παραμένουν σπίτι και θα το κάνουν για όσο χρειαστεί, και καταγράφει συναισθήματα, στάσεις ζωής, αντιδράσεις, νέες συνήθειες. Το πιο κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φόβος, η πιο δυνατή τους συνήθεια, η πολύ συχνή επικοινωνία –πολύ συχνότερη από άλλοτε– με οικείους και γνωστούς. Η κρίση –γιατί «κρίση» την ονομάζουν και όχι απλά ένα «σοβαρό πρόβλημα»– τους τρομάζει (71% δήλωσαν φόβο) και κάνει στενότερες τις διαπροσωπικές τους σχέσεις (55%) και μακρύτερο τον χρόνο συζήτησης με τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους. Δεν κρύβουν ότι δεν κοιμούνται τα βράδια καλά (59%) και ότι αισθάνονται συχνά ή μερικές φορές μοναξιά (52%). Ομως γενικά νιώθουν μάλλον ήρεμοι (86%), καθώς αισιοδοξούν για την ικανότητα της κυβέρνησης (77%) και της επιστημονικής κοινότητας (87%) να χειριστούν την εξάπλωση του ιού, ενώ θέλουν να ελπίζουν ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά (84%).
Την έλλειψη εμπιστοσύνης και τη δυσπιστία τους οι συμμετέχοντες στην έρευνα την εκδηλώνουν απέναντι στους γνωστούς «ενόχους». Το σύστημα υγείας, τα ΜΜΕ, τις τοπικές αρχές, αλλά και τους συμπολίτες τους ως προς τη διάθεσή τους να ακολουθήσουν τις οδηγίες των Αρχών. Οπως αναφέρουν οι ερευνητές του εργαστηρίου, του οποίου ηγείται η επίκουρος καθηγήτρια Μαρία Παπαδακάκη, άνω του 55% των συμμετεχόντων δηλώνουν απαισιόδοξοι για την ικανότητα του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί στην κρίση. «Πιθανόν, την κοινή γνώμη να έχουν επηρεάσει οι ελλείψεις σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό και η έντονη δημόσια συζήτηση σχετικά με την περιορισμένη δυναμική των νοσοκομειακών μονάδων να καλύψουν τις ανάγκες μιας έξαρσης κρουσμάτων». Οσο για τα ΜΜΕ, μεγάλο ποσοστό των συμμετεχόντων (79%) θεωρεί ότι αντιδρούν με υπερβολές και έλλειψη σοβαρότητας. «Στην υποτίμηση της σοβαρής προσπάθειας που γίνεται από πολλά ΜΜΕ φαίνεται να συνέβαλαν τα συνεχή fake news», λένε οι ερευνητές. Επίσης οι πολίτες θεωρούν ότι οι τοπικές αρχές δεν συμμετέχουν όσο θα έπρεπε στη διαχείριση της κρίσης. «Ενδεχομένως η τηλεοπτική έμφαση που δίδεται στην προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης από το ΕΣΥ να υποβάθμισε την προσπάθεια που καταβάλλεται από τους δήμους για τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων με τα προγράμματα “Βοήθεια στο σπίτι” και να μην έγιναν γνωστά σε ανθρώπους που έχουν την ανάγκη κατ’ οίκον υποστήριξης», εξηγούν οι ερευνητές. Αντίστοιχη δυσπιστία εκφράζουν (60%) για την ικανότητα τόσο του στενού συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, όσο και του γενικού πληθυσμού να τηρήσουν τα μέτρα της κυβέρνησης.
Πάντως, οι πολίτες τηρούν τις οδηγίες των αρχών και μένουν σπίτι πάντα (73,4%) ή πολύ συχνά (23%), δηλώνουν διατεθειμένοι να συνεχίσουν τον αυτοπεριορισμό αν χρειαστεί (61%), υιοθετούν τα μέτρα ατομικής προστασίας (86%), φροντίζουν περισσότερο την ατομική τους υγιεινή, όμως «δηλώνουν σε σημαντικό ποσοστό (49%) ανεπαρκείς ως προς τις ικανότητές τους να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν μια πιθανή έκθεσή τους στον ιό. Παρά την καθημερινή ενημέρωση, πιθανόν να υπάρχει σύγχυση, π.χ. ως προς τη χρήση προστατευτικής μάσκας, γαντιών κ.λπ.», εξηγούν οι ερευνητές και καταλήγουν: «Επειδή οι επαγγελματίες υγείας της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας εξακολουθούν να λειτουργούν ως το πρώτο σημείο πρόσβασης των πολιτών, θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει υποστήριξή τους προκειμένου να ανταποκριθούν στον σημαντικό ρόλο που έχουν στη φροντίδα υγείας στην κοινότητα».
Η παραμονή στο σπίτι
Οι τρεις στους δέκα παρακολουθούν συχνότερα από πριν την πολιτική κατάσταση της χώρας, ενώ εντυπωσιακά υψηλότερη, για το 66% των συμμετεχόντων, είναι η χρήση των νέων τεχνολογιών, εξαιτίας της τηλεργασίας, «της δυνατότητας ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης των πολιτών σε καθημερινές συναλλαγές τους με το Δημόσιο και της υποχρεωτικής τηλεσυνεργασίας στην εκπαίδευση των παιδιών». Κατά τα άλλα, λιγότερο σεξ (το 47% δήλωσε μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας, το 37% διατήρηση στα ίδια επίπεδα και μόνο το 9% αύξηση), λιγότερη προσευχή, γιόγκα, τεχνικές χαλάρωσης (μόνο το 15% δήλωσε αύξηση) και μεγαλύτερη κατανάλωση τροφίμων (μόνο το 13% δήλωσε μείωση). Ενα εξαιρετικά θετικό εύρημα είναι η καλή συμβίωση με τα άτομα που ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Στην κλίμακα αξιολόγησης από το 1 έως το 10, η μέση βαθμολογία ήταν 8. «Η παρούσα έρευνα δεν έδειξε χαμηλή ικανοποίηση από τη συμβίωση, ωστόσο σημαντικό είναι να μεταφέρουμε την αγωνία μας για τις οικογένειες που βιώνουν κακοποιητικές σχέσεις και που αυτές τις ημέρες αναγκάζονται να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη. Είναι γνωστό ότι οι περιπτώσεις αυτές αποσιωπώνται», σημειώνουν οι ερευνητές, οι οποίοι αναδεικνύουν και μιαν άλλη πτυχή. «Ο περιορισμός της σεξουαλικής δραστηριότητας και η αύξηση των συνδιαλλαγών με φίλους δείχνει ότι επικρατεί μια αποξένωση μεταξύ των μελών της οικογένειας, που αντλούν ικανοποίηση από διαφορετικές πηγές και ενασχολήσεις».