Η μείωση αυτή δεν αποτελεί ένδειξη υποβάθμισης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος αλλά αποτέλεσμα της μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής αλλά και της αύξησης των επισκεπτών από χώρες με μειωμένη οικονομική δύναμη όπως είναι αυτές των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης.
Η μεταβολή στα μερίδια των αγορών μας -δηλαδή, η αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών- δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών (υψηλότερης δαπάνης) αγορών από νέες (χαμηλότερης δαπάνης) αγορές, αλλά στην ανάπτυξη των νέων αγορών (+137%, από 3,2 εκατ. το 2012 σε 7,6 εκατ. το 2018) με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές (+82%, από 6,3 εκατ. το 2012 σε 11,5 εκατ. το 2018), αναφέρει το ΙΝΣΕΤΕ.
Προσθέτει πως αν ο υπολογισμός γίνει μόνο σε όσους διανυκτέρευσαν, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη διαμορφώνεται σε 546,3 ευρώ και υπολείπεται 53,7 ευρώ της Ισπανίας, όπου η μέση δαπάνη το 2018 ήταν 600 ευρώ.
Η διαφορά αυτή οφείλεται στο ότι ο αριθμός των επισκεπτών από Γερμανία, Βρετανία και Γαλλία υποχώρησε στην Ελλάδα και αυξήθηκε στην Ισπανία. Το κόστος του αεροπορικού εισιτηρίου από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές προς την Ισπανία είναι σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο προς την Ελλάδα, μεταξύ άλλων λόγω εγγύτητας και φορολογικών επιβαρύνσεων, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ. Αυτό αφενός δίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Ισπανία, αφετέρου -βάσει της παρόμοιας Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης για δαπάνες στην κάθε χώρα- είναι πολύ πιθανόν το συνολικό κόστος για τον Ευρωπαίο τουρίστα να είναι υψηλότερο για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, απ’ ό,τι για ένα ταξίδι στην Ισπανία.
Με αφορμή τη μελέτη, ο Ηλίας Κικίλιας, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, σημείωσε: «Όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για την αξιολόγηση του τουριστικού brand “Ελλάδα”, η στόχευση σε υψηλότερη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη, είτε μέσω της αύξησης της Μέσης Ημερήσιας Δαπάνης, είτε μέσω της Μέσης Διάρκειας Παραμονής, προϋποθέτει τη δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναβαθμίζει τη συνολική εμπειρία του επισκέπτη και αφορά σε όλους τους επιμέρους κρίκους της αλυσίδας αξίας που συνθέτουν το τουριστικό προϊόν.
Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίσιμο στοιχείο είναι, επίσης, η αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών με συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, συνένωση δυνάμεων και ευρύτερες συνεργασίες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο.
Παράλληλα, είναι αναγκαίο να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των υποδομών για ενεργειακή επάρκεια, καθαριότητα, επαρκή αστυνόμευση, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας, κλπ., ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες, τόσο των τουριστών όσο και των κατοίκων της χώρας. Μόνο έτσι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει τη δυναμική του και θα σταθεροποιηθεί σε μια νέα, πιο ώριμη και μακροχρόνια φάση ανάπτυξης».