Στη σκιά που δημιουργεί ένα πλαγιασμένο αρμυρίκι, ο Γιάννης Καρύδης φτιάχνει παραγάδι. Ανάμεσα στα δάχτυλά του η πετονιά τρέχει σαν ανοιγμένη σερπαντίνα που ηρεμεί μόνο όταν στη μια άκρη της μπαίνει ένας γάντζος και στην άλλη δόλωμα. Εχει ξυπνήσει από τις τρεις το πρωί, όταν βγήκε για ψάρεμα με τη γερόντισσα βάρκα που του κληροδότησε πριν από χρόνια ο πατέρας του. Γύρισε στις 9 με τέσσερα κιλά ψάρια –μικρά φαγκριά, χάνους, σκαθάρια, μία δράκαινα– τα οποία θα πουλήσει σε ιχθυοπωλεία στην Πάτμο. Δεν είναι πολλά – είναι μια τυπική ψαριά των τελευταίων μηνών, κατά τους οποίους η αυξημένη τιμή του πετρελαίου, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, δεν του επιτρέπει να πηγαίνει πολύ στ’ ανοιχτά με τη βάρκα του. Δεν έχει ανέβει μόνο το πετρέλαιο – «όλα αυξήθηκαν», λέει στην «Κ» ο κ. Καρύδης, ο οποίος φτιάχνει μόνος του και τα δίχτυα που χρησιμοποιεί. «Τα έτοιμα είναι πιο ακριβά», τονίζει.
Τόσο τον κ. Καρύδη όσο και τους άλλους τέσσερις ψαράδες που κάθονται μαζί του στον κόλπο του Καθολικού, ένα ψαροχώρι στο ακριτικό Αγαθονήσι, το βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων, τα έξοδα της καθημερινότητας τους απασχολούν πολύ περισσότερο από τις ελληνοτουρκικές εντάσεις. «Τους Τούρκους δεν τους φοβόμαστε», λέει ο κ. Καρύδης, «αν μπορούν, ας έρθουν». Κάποιες φορές, τους ενοχλούν οι τουρκικές ανεμότρατες που ψαρεύουν στα νερά τους. Αλλες, τα μαχητικά αεροπλάνα που πετάνε πολύ χαμηλά – «μπορεί να πέσει κανένας σοβάς από κάποιο σπίτι», λέει στην «Κ» ο Μανώλης Σανδαλής, ο νεότερος εκ των πέντε ψαράδων και ανιψιός του κ. Καρύδη.
Από το 1994, όταν επέστρεψε στο Αγαθονήσι έχοντας ζήσει για χρόνια στη Ρόδο, ο κ. Καρύδης έγινε εθνοφύλακας. «Σχεδόν όλο το νησί είναι εθνοφύλακες, μας έχουν δώσει όπλο, το σακίδιο, τα άρβυλα, τα ρούχα», αναφέρει – έτσι νιώθει την υπόστασή του ως ακρίτας, δηλώνει, αλλά στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται απειλή. Την ένταση των τελευταίων εβδομάδων οι ίδιοι δεν τη βιώνουν – «δεν το βλέπουμε, δεν έχει παραπάνω κινητικότητα τώρα», σημειώνει ο Μάρκος Σανδαλής, πατέρας του Μανώλη, «αλλά οι παππούδες μας μάς έλεγαν “την ησυχία να φοβάσαι”».
Οι περισσότεροι ψαράδες του Αγαθονησίου περνούν τη µέρα τους στο ψαροχώρι Καθολικό, όπου ο Μάρκος Σανδαλής το πρωί της Πέµπτης έψηνε φαγκριά.
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έχουμε παραβιάσεις με F-16»
Αν το Καθολικό ονομάστηκε έτσι επειδή όλοι ήθελαν να κάθονται εκεί, όπως λένε στην «Κ» χαριτολογώντας οι ψαράδες, το Αγαθονήσι πήρε το όνομά του από το γεγονός ότι είχε όλα τα αγαθά – πέρα από ψαράδες, οι περισσότεροι ντόπιοι ήσαν κτηνοτρόφοι και γεωργοί και πάνω από όλα αυτάρκεις.
Ο Γιάννης Γιαμαίος, 52χρονος κάτοικος, θυμάται πως μέχρι τα 14 χρόνια του στο νησί δεν υπήρχε ρεύμα ή εμφιαλωμένο νερό. Το λιμάνι φτιάχτηκε το 1984. Αλλά τα κατάφερναν, όπως τα καταφέρνουν και τώρα. Το βασικό εισόδημα των κατοίκων ακόμα δεν προκύπτει από τον τουρισμό –πολλοί απασχολούνται στις ιχθυοκαλλιέργειες, άλλοι στη ΔΕΔΔΗΕ, κάποιοι ψαρεύουν, άλλοι έχουν ζώα–, καθώς εδώ, σε αντίθεση με άλλα νησιά, η τουριστική σεζόν διαρκεί γύρω στους δύο μήνες. «10 με 15 Ιουλίου ξεκινάει και 18 Αυγούστου το νησί αδειάζει», λέει στην «Κ» η Ελένη Κόττορα, η οποία διατηρεί μαζί με τον σύζυγό της καφέ σε κεντρικό σημείο του μικρού λιμανιού του Αγαθονησίου.
Το ότι αυτό το ακριτικό νησί βρίσκεται πολύ μακριά τόσο από τα κέρδη όσο και από τις προκλήσεις του υπερτουρισμού που βιώνουν άλλα ελληνικά νησιά, του αποδίδει μια ειδυλλιακή διάσταση που δεν έχει να κάνει μόνο με την πυκνή χλωρίδα του, τη διάχυτη μυρωδιά φασκόμηλου στους μικρούς του δρόμους ή τα κρυστάλλινα, καταγάλανα νερά που το περιβάλλουν. Παρ’ όλο που πλέον στο Αγαθονήσι έχει νερό, ρεύμα, WiFi, ενοικιαζόμενα δωμάτια με κλιματισμό, ταβέρνες, δύο μίνι μάρκετ, ένα μαγαζί με ρούχα και άλλα πολλά τεκμήρια εξέλιξης, στο νησί επικρατεί μια αναζωογονητική γαλήνη. Ο χρόνος εδώ έχει άλλη διάσταση, δεν σπανίζει όσο στις πόλεις, δεν ξεφεύγει με την ίδια ευκολία.
Ανθρωποι ακόμα ρεμβάζουν για ώρες στις βεράντες τους. Τα, ομολογουμένως λιγοστά, παιδιά περνούν όλη την ημέρα στη θάλασσα. Ολοι κοιμούνται με τις πόρτες τους ξεκλείδωτες, τα παράθυρα ανοιχτά, είναι άλλωστε μεταξύ τους είτε συγγενείς είτε απλά γνωστοί, πράγμα αυτονόητο σε ένα νησί με περίπου 180 μόνιμους κατοίκους. Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο άφθαρτος ελληνικός παράδεισος σπάνια απασχολεί την επικαιρότητα χάρη στην ομορφιά του – το Αγαθονήσι είναι κυρίως γνωστό για τη θέση του στα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας και τη βαρύτητα που αυτή υποδηλώνει.
Παρότι λέει πως δεν βλέπει περισσότερες παραβιάσεις –από το σύνηθες…– αυτές τις εβδομάδες, η Ελένη Κόττορα τονίζει στην «Κ» πως αυτή είναι μια κατάσταση που έχουν όλοι συνηθίσει – οι τουρκικές παραβιάσεις είναι για εκείνους… ρουτίνα. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έχουμε παραβιάσεις με F-16, με ανεμότρατες», λέει στην «Κ» μια 25χρονη κάτοικος του νησιού. «Αυτά για εμάς είναι καθημερινότητα», λέει η Πόπη, σύζυγος του ιερέα του νησιού, της οποίας η καταγωγή είναι από τη Σάμο. «Η μαμά μου την πρώτη χρονιά που ήρθαμε μου έλεγε να φύγουμε, ότι θα έρθουν οι Τούρκοι, αλλά αυτά γίνονται συνεχώς εδώ, για εμάς δεν πιστεύω ότι αλλάζει κάτι», συμπληρώνει.
Η Αναστασία Κοττόρου, η οποία έλειπε από το νησί για 20 χρόνια και ξαναγύρισε τον Σεπτέμβριο, όταν έγινε διευθύντρια του γυμνασίου και του λυκείου του τοπικού σχολείου –στο οποίο από του χρόνου θα φοιτούν έξι παιδιά, μαζί με το δημοτικό και το νηπιαγωγείο– τονίζει στην «Κ» πως οι τουρκικές παραβιάσεις είχαν γίνει βίωμά της σε βαθμό που όταν μετακόμισε στην Πάτρα και άκουγε μαχητικά αεροπλάνα, νόμιζε πως ήταν των Τούρκων.
Οσοι κάτοικοι μίλησαν στην «Κ» δήλωσαν ότι όντως τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά είναι συχνά πιο έντονα. Ενα βράδυ πριν από περίπου τρία χρόνια η κ. Κοττόρου έκλεινε το μαγαζί όταν πλησίασε το λιμάνι μια τουρκική βάρκα. Ο βαρκάρης έβαλε στη διαπασών αμανέδες και μέχρι η ίδια να ειδοποιήσει το Λιμενικό, είχε ήδη φύγει. «Ηταν καθαρά προκλητικό», σημειώνει, «αν ήθελαν να κάνουν κάτι άλλο, θα το είχαν κάνει». Πριν από δύο χρόνια, η Πόπη έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα όταν είδε μια σκιά να περνάει από το παράθυρο – ήταν ένα τουρκικό μαχητικό αεροπλάνο. «Δεν το είχα ξαναζήσει από τόσο κοντά, είπα δεν είμαστε τίποτα, θα μας ρίξουν μια βόμβα και θα εξαφανιστούμε».
«Το τουρκικό λιμενικό έρχεται πολλές φορές κοντά στο νησί, περισσότερο τα τελευταία χρόνια», λέει ο κ. Σανδάλης. Παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας Γεώργιος αναφέρει πως στο νησί δεν υπάρχει φόβος, ακριβώς επειδή για τους ίδιους οι παραβιάσεις δεν παύουν να είναι μια καθημερινότητα με διακυμάνσεις σε ένταση, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. «Θα ακούσουμε τα αεροπλάνα που περνάνε, θα δούμε τις τουρκικές ανεμότρατες, αλλά αυτά γίνονται συνέχεια, όσα χρόνια είμαι εδώ δεν έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε κάτι», τονίζει στην «Κ». «Είναι συνηθισμένο για εμάς», λέει η Θεολογία Γιαμαίου, «τώρα φαίνεται να είναι πιο δύσκολα, αλλά ελπίζουμε να ξεπεραστεί», συμπληρώνει, λέγοντας πως την εκτίμηση περί της αυξημένης δυσκολίας δεν τη νιώθει ακριβώς η ίδια – τη μαθαίνει από την τηλεόραση.
Ο Λευτέρης Καρύδης, ο µόνος πλέον κάτοικος του Καθολικού στο Αγαθονήσι, βάφει το καΐκι του. «Εδώ βγάζουµε καρνάγιο», λέει στην «Κ».
Μετά σχεδόν δύο χρόνια, τα καθηµερινά τουριστικά δροµολόγια µεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών παραλίων έχουν αρχίσει ξανά.
Ο πατήρ Γεώργιος, ο παπάς του νησιού, µέσα στον Ναό Αγίων Γεωργίου και Νεκταρίου, που ανακαινίστηκε µε δωρεά του Θανάση Μαρτίνου.
«Αν αδειάσει ο τόπος, τότε θα έρθει ο Τούρκος»
Μεταξύ των λιγοστών μόνιμων κατοίκων, πραγματική ανησυχία φαίνεται να έχουν μόνο οι μεγαλύτεροι. «Ανησυχούμε πολύ», αναφέρει ο Γιώργος Καμίτσης, ιδιοκτήτης ταβέρνας στο νησί, «έτσι δεν έκανε και ο Ρώσος και μετά κατέστρεψε την Ουκρανία;». Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει εντείνει την ανησυχία και του Σταύρου Γιαμαίου, ο οποίος σημειώνει πως 91 χρόνια στο νησί ποτέ δεν είχε νιώσει απειλή. «Τώρα βλέπουμε τα παραδείγματα της Ουκρανίας, τι τραβάει ο κόσμος», δηλώνει, «όσο να ’ναι λιγάκι ανησυχούμε». Ο ίδιος ζει στο Μικρό Χωριό, έναν από τους τρεις κατοικήσιμους οικισμούς του νησιού, αν εξαιρέσουμε το Καθολικό στο οποίο μένει πλέον μόνο ο Λευτέρης Καρύδης. Κάποτε, στο Μικρό Χωριό ζούσαν πέντε οικογένειες με 60 παιδιά συνολικά, θυμάται ο κ. Γιαμαίος – τώρα εδώ μένουν μόνο πέντε άνθρωποι, όλοι ηλικιωμένοι.
«Είμαι μόνη τώρα εδώ», λέει στην «Κ» η 91χρονη Βαγγελιώ Μιχελή, «να αντισταθείς, να κάνεις τι;» ρωτάει, τονίζοντας κι εκείνη πως μέχρι πρόσφατα, ούτε που σκεφτόταν το ενδεχόμενο της τουρκικής απειλής. Αλλά ακόμα και τώρα, η μεγαλύτερη έγνοια τόσο για την κ. Μιχελή όσο και για τους υπόλοιπους Αγαθονησιώτες, δεν είναι οι Τούρκοι. «Από την πείνα θα πεθάνουμε», λέει η ίδια. Η σύνταξή της είναι 430 ευρώ, στο σπίτι μένει μόνη της, αλλά τα έξοδα έχουν γίνει πλέον αβάσταχτα. «Χθες μου ήρθε το ρεύμα 900 ευρώ», αναφέρει, «το νερό το έχω ακόμα απλήρωτο, έχω να πάρω και τα φάρμακά μου – τι να πρωτοπληρώσω;». Αντιστοίχως, κι άλλοι κάτοικοι τονίζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο ακριτικό νησί, εξαιτίας της ακρίβειας και της παραμεθόριας γεωγραφικής θέσης του τόπου τους.
Σε ένα από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της Θεολογίας Γιαμαίου, την Τετάρτη το απόγευμα χάλασε το air-condition. «Πρέπει να έρθει μάστορας από αλλού για να το φτιάξει, και δεν θα έρθει μόνο για ένα air-condition», δηλώνει στην «Κ». Ο κ. Καμίτσης, ο οποίος είναι και κτηνοτρόφος, αναφέρει πως πετάνε πολλά φαγητά που φτιάχνουν στην ταβέρνα γιατί δεν έχει αρκετή κατανάλωση, και ότι, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, έχει ανέβει η τροφή των ζώων – «την παίρναμε 11 ευρώ και έχει φτάσει 22», τονίζει. «Αναγκαζόμαστε και σφάζουμε ζώα, τα πουλάμε όσο όσο, δεν τα έχουμε ξανακάνει ποτέ αυτά», τονίζει στην «Κ».
Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μιλούν για τον υψηλό ΦΠΑ, αλλά και την κακή συνδεσιμότητα με την υπόλοιπη Ελλάδα, επισημαίνοντας πως δεν έχουν απευθείας σύνδεση με τον Πειραιά. «Το θέμα μας δεν είναι οι Τούρκοι», λέει ο Μανόλης Κατσουλιέρης, ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου, «είναι ο ΦΠΑ, είναι τι κάνουμε για να μείνουμε, να κρατήσουμε αυτό το νησί ελληνικό – τον χειμώνα είναι δύσκολα, ξέρεις τι είναι να μένεις από καράβι δύο μήνες; Ξέρεις τι είναι να μην έχεις να δώσεις ένα πορτοκάλι στο παιδί σου; Να μην μπορείς να πουλήσεις εδώ ψάρια, να μη μένουν οι νέοι;». Πολλοί κάτοικοι είναι της άποψης πως θα πρέπει η πολιτεία να βοηθήσει το νησί, ούτως ώστε ο πληθυσμός του να έχει κίνητρα να μείνει και να ανανεώνεται. «Αν αδειάσουν οι τόποι αυτοί», αναφέρει στην «Κ» ο Γιάννης Γιαμαίος, «τότε θα έρθει ο Τούρκος».
Παρ’ όλα αυτά, δεν βλέπουν τον γειτονικό λαό με εχθρική διάθεση – το ακριβώς αντίθετο. «Είναι οι πιο καλοί τουρίστες», δηλώνει στην «Κ» ο Κώστας Κόττορος, γιος του δημάρχου του νησιού και προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών του δήμου, «δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε μεταξύ μας, μοιάζουμε σε αρκετά πράγματα». Ο κ. Καμίτσης σημειώνει πως, πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, το μαγαζί ήταν γεμάτο με Τούρκους – «είναι πολύ καλοί πελάτες», αναφέρει – πράγμα με το οποίο συμφωνεί και ο κ. Κατσουλιέρης. «Οι Τούρκοι ήταν αναπνοή», συμπληρώνει, «γιατί είναι σαν εμάς τους Ελληνες, ίδιοι».
Λίγο πριν από την είσοδο στο Μεγάλο Χωριό, έναν από τους τρεις κατοικηµένους οικισµούς του Αγαθονησίου, η γαλανόλευκη κυµατίζει.
«Μόνο η γλώσσα διαφέρει»
Δεν έχουν μόνο οι Ελληνες αυτή την άποψη. Σε ένα ψητοπωλείο στο Πυθαγόρειο της Σάμου, ο Μπουρχάν και η σύζυγός του γευματίζουν μέχρι να έρθει το καραβάκι τους. Ζουν σχεδόν απέναντι, στο Κουσάντασι, στα τουρκικά παράλια, και τώρα που, μετά σχεδόν δύο χρόνια, άρχισαν ξανά τα δρομολόγια μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο Μπουρχάν ήρθε για μονοήμερη εκδρομή. «Είμαστε ίδιοι με τους Ελληνες», λέει στην «Κ», «στην κουλτούρα, στο φαγητό, σε όλα εκτός από τη γλώσσα – μεταξύ των γειτόνων, όλα είναι εντάξει, μόνο οι κυβερνήσεις μας έχουν πρόβλημα, όχι οι άνθρωποι μεταξύ τους».
Βέβαια, το εθνικό φρόνημα δεν λείπει από τους ακρίτες του Αγαθονησίου – οι ιστορικές πληγές που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά δεν έχουν κλείσει εντελώς ακόμα. Η διευθύντρια του σχολείου κ. Κοττόρου, λέει στην «Κ» πως στο Αγαθονήσι, τις εθνικές γιορτές και τις παρελάσεις τις βιώνει κανείς διαφορετικά από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας. «Συνειδητοποιείς πού βρίσκεσαι», αναφέρει, «και σταματάει να είναι κάτι τυπικό, αισθάνεσαι δίπλα σου τους Τούρκους και παίρνει άλλη αξία, τονώνεται το εθνικό φρόνημα και για κάποιον που είναι αδιάφορος».
«Βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε κάπως την έχθρα που έχουμε», δηλώνει η Πόπη, «μαθαίνεις στην ιστορία, στο σχολείο ότι οι Ελληνες ήταν οι καλοί, οι Τούρκοι οι κακοί, αλλά στην καθημερινότητα, όταν έρχονται με τα καραβάκια κάθε καλοκαίρι, τους γνωρίζεις και αυτό φεύγει από μέσα σου». Ο πατέρας Γεώργιος τονίζει πως ποτέ σε κήρυγμά του δεν θα αναφερθεί στους Τούρκους – «κι εκείνοι άνθρωποι του Θεού είναι», δηλώνει. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει, πάντα υπάρχει στην άκρη του μυαλού του πως αν γίνει οτιδήποτε, «θα υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, τη θρησκεία μας».
Η Αναστασία Κοττόρου επέστρεψε στο Αγαθονήσι πέρυσι, ύστερα από 20 χρόνια. «Ηταν όνειρό µου να γυρίσω», λέει στην «Κ».
«Ελπίζουμε να μη γίνει πόλεμος αυτόν τον μήνα»
Στο πλοίο από το Πυθαγόρειο για το Αγαθονήσι, επιβιβάζονται τρεις φαντάροι. Υπηρετούν τη θητεία τους στη Σάμο, αλλά αυτή είναι η τέταρτη φορά που πηγαίνουν στο Αγαθονήσι, όπου θα μείνουν πάλι για 2-3 εβδομάδες. Σε ένα μήνα απολύονται – «ελπίζουμε να μη γίνει πόλεμος αυτό τον μήνα», λέει ένας, σχεδόν χιουμοριστικά, «αλλά όπως και να έχει, όλες τις καταστάσεις τις διαχειριζόμαστε».
«Ο Ερντογάν είναι επικίνδυνα ασυνεπής», λέει στην «Κ» ο Κέβιν Φέδερστοουν, διευθυντής του Hellenic Observatory του LSE, μιλώντας για την πιο επιθετική τουρκική εξωτερική πολιτική των τελευταίων εβδομάδων. «Ως ηπιότερος (ή faux) Πούτιν, πιστεύει πως αυτή είναι έξυπνη εξωτερική πολιτική, που παίζει καλά στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά αυτό ισχύει μόνον αν η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ τού το επιτρέπουν», αναφέρει, τονίζοντας πως ο Τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ έστειλε την Παρασκευή πιο ήπια σήματα. «Αυτό πρέπει να ενθαρρύνουμε, αλλά και να είμαστε πιο σκληροί στην απάντησή μας όταν οι τόνοι χειροτερεύουν, γιατί το ρίσκο των ατυχημάτων είναι αληθινό και μπορούν στρατιωτικά να ξεφύγουν», υπογραμμίζει, σημειώνοντας πως τα όρια της ανεκτικότητας έχουν αλλάξει μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Το καφέ που υποδέχεται τους επισκέπτες είναι και το µοναδικό που παραµένει ανοιχτό τον χειµώνα.
Υπηρεσιακές πηγές του Βορείου Αιγαίου αναφέρουν στην «Κ» πως βλέπουν τη συνήθη, και όχι αυξημένη, κινητικότητα από την απέναντι πλευρά και, παρόλο που τα ατυχήματα είναι πάντα πιθανό να συμβούν όταν υπάρχουν διαμάχες, αν εξαιρεθεί το «θεαθήναι», ο σκοπός αυτής της έντασης είναι μια διαπραγμάτευση που αφορά τα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ. «Η Τουρκία δεν θέλει να κατακτήσει τα νησιά», λένε οι ίδιες πηγές, τονίζοντας παράλληλα πως «η πρώτη γραμμή άμυνας της χώρας είναι τα νησιά». Οσον αφορά τους Τούρκους ψαράδες στα ελληνικά χωρικά ύδατα, επισημαίνουν πως αυτό είναι ένα φαινόμενο που αντιμετωπίζεται κυρίως σε σημεία που θεωρούνται από την Τουρκία αμφισβητήσιμα – «ψαρεύουν παρανόμως εντός ελληνικών χωρικών υδάτων, είναι ένας έμμεσος τρόπος να τα αμφισβητήσουν», λένε στην «Κ».
Ο Σπύρος, ψαράς από τη Σάμο, σχολιάζει πως παλαιότερα Ελληνες και Τούρκοι ψαράδες είχαν πολύ φιλικές σχέσεις, αλλά πρόσφατα οι δεύτεροι άρχισαν να είναι πολύ συχνά στα ελληνικά χωρικά ύδατα, και η τουρκική ακταιωρός έγινε «πολύ νευρική» με τους Ελληνες ψαράδες. «Ξεκίνησε από πρόπερσι σιγά σιγά», δηλώνει στην «Κ», «οι τουρκικές μηχανότρατες πλησίαζαν συνέχεια τα ελληνικά χωρικά ύδατα, γκρινιάξαμε κι εμείς γιατί μας έπαιρναν τα παραγάδια και τα εργαλεία μας, μετά το Λιμενικό μας άρχισε να τους διώχνει από εδώ, και τώρα και λίγο να ξεφύγεις από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, υπάρχει πρόβλημα με τις τουρκικές ακταιωρούς».
Ο Γιάννης Καρύδης έχει διατηρήσει το σπίτι στο οποίο έζησαν οι γονείς του.
Ενας καπετάνιος από τη Λέρο σημειώνει στην «Κ» πως εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια, η τουρκική ακτοφυλακή δεν αφήνει να πλησιάσει κανείς τα Ιμια – «δεν είναι γκρίζα ζώνη», αναφέρει. Την Πέμπτη, η «Κ» έγινε το πρώτο δημοσιογραφικό μέσο, το τελευταίο διάστημα τουλάχιστον, στο οποίο επιτράπηκε να φτάσει στο Φαρμακονήσι, το ακριτικό νησί που βρίσκεται σε απόσταση 5,5 ναυτικών μιλίων από τα τουρκικά παράλια και το οποίο, πέραν της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού, δεν κατοικείται. Περίπου 2 ναυτικά μίλια μακριά από το Φαρμακονήσι, έπλεε το λευκό σκάφος του τουρκικού Λιμενικού.
Πίσω στο Αγαθονήσι, στον κόλπο του Καθολικού, ένας ψαράς βάφει το καΐκι του – «εδώ βγάζουμε καρνάγιο», λέει στην «Κ». Οι υπόλοιποι γεμίζουν σφηνοπότηρα με σούμα και αρχίζουν το ψήσιμο. Δεν είναι 11 το πρωί ακόμη, αλλά για εκείνους έχει φτάσει μεσημέρι. Εχει μέρες να κάνει μπουνάτσα, αλλά οι ψαράδες είναι ήρεμοι, γαλήνιοι και πρόσχαροι, όπως και οι υπόλοιποι Αγαθονησιώτες. Είναι μια καλή μέρα, μια μέρα σαν όλες τις άλλες, που περνάει αργά κάτω από τα αρμυρίκια σε αυτό το ακριτικό νησί.
Πηγή kathimerini.gr
Ηλιάνα Μάγρα