Εισαγωγή
Η πρωτοβουλία που έλαβε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης να προσκαλέσει στην Αθήνα τους ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων για να συζητήσουν την ευρωπαϊκή προοπτική αυτής της περιοχής μέσω της πολιτικής της διεύρυνσης, είκοσι χρόνια από τη « Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, αποτελεί μια σημαντική διπλωματική κίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Μια πρωτοβουλία που ενισχύει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας, ως κράτος μέλος της ΕΕ, και σηματοδοτεί τον ηγετικό ρόλο που διαδραματίζει τόσο ως πυλώνας σταθερότητας, ειρήνης και ενεργειακής ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όσο και ως στρατηγικός εταίρος στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων που επιθυμεί την ενταξιακή προοπτική αυτών των χωρών- σαφώς με την πλήρη εκπλήρωση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης. Μια διαδικασία που έχει ως αφετηρία τη Σύνοδο ΕΕ-Δ.Βαλκανίων που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Ιουνίου του 2003 και αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο στις σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, καθώς τότε ξεκίνησε η συζήτηση για τους τρόπους με τους οποίους η Ένωση προτίθεται να στηρίξει τις χώρες αυτές στην πορεία τους προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Þ Ποιο είναι το καθεστώς των χωρών των Δ.Βαλκανίων
Η διεύρυνση της ΕΕ αποτελεί μια διαδικασία με την οποία ένα κράτος προσχωρεί στην Ένωση, αφού έχει εκπληρώσει ένα σύνολο πολιτικών και οικονομικών προϋποθέσεων, όπου κάθε ευρωπαϊκό κράτος που σέβεται τις δημοκρατικές αξίες της Ένωσης και δεσμεύεται να τις προάγει μπορεί να υποβάλει αίτηση προσχώρησης στην ΕΕ. Ένας από τους βασικούς στόχους της διεύρυνσης είναι η οικοδόμηση μιας ολοένα μεγαλύτερης κα ισχυρότερης Ένωσης με κριτήρια που σχετίζονται με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά αναφέρονται απερίφραστα στη δήλωση της Κοπεγχάγης (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 1993).
Ακολουθήθηκαν διάφορες φάσεις αυτής της διαδικασίας από τη δημιουργία των Ε.Κ. (1957) έως και σήμερα, όπου οι υποψήφιες χώρες και εν δυνάμει υποψήφιες χώρες είναι οι εξής:
α) Αναφορικά με τα Δ.Βαλκάνια, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία είναι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο βρίσκονται στο καθεστώς των “εν δυνάμει υποψήφιων χωρών καθώς υπάρχουν ακόμα σοβαρά ζητήματα ως προς τις εθνοτικές τους συγκρούσεις, που πρέπει να επιλυθούν στο κράτη αυτά για να μπορέσουν να λάβουν την ιδιότητα των υποψήφιων χωρών.
β) Στις υποψήφιες χώρες παραμένει η Τουρκία, μια διαδικασία μέσα στο χρόνο που θυμίζει το παιδικό παιχνίδι΄΄γιο-γιο΄’, λόγω των σκαμπανεβασμάτων που περνά η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, αρχόμενη από το 1959, όπου και κατατέθηκε αίτημα από την Τουρκική δημοκρατία, έως τον Οκτώβρη του 2005, και ξεκινούν επίσημα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μετά το πράσινο φως που έδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Νοέμβριο 2004). Σημειωτέων, η Τουρκία αποτελεί στρατηγικό εταίρο και όχι ευρωπαϊκό έθνος όπως συμβαίνει με τα κράτη της ΚΑΕ και των Δ.Βαλκανίων και οι αιτιάσεις για τη Διεύρυνση είναι διαφορετικές καθώς η βάση για την εισδοχή της Τουρκίας συνδέεται ρητά με όρους ασφάλειας για μια σταθερή και προσανατολισμένη στην Ευρώπη Τουρκία. Όμως, αυτή η διαδικασία αποδεικνύεται ιδιαίτερα ακανθώδης καθώς η Τουρκία δεν δείχνει καλή θέληση να
εναρμονιστεί με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης σε όλα τα προβλεπόμενα κεφάλαια (συνολικά 35). Με τη σειρά της η Ένωση, οδηγήθηκε τον Ιούνιο του 2018 να παγώσει τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, ενώ το 2019 υιοθέτησε ένα πλαίσιο στοχευμένων μέτρων κατά της Τουρκίας για τις παράνομες γεωτρήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η στάση της Ένωσης δεν είναι ευέλικτη και αναθεωρητέα.
Τέλος, στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, προστίθενται, η Ουκρανία και η Μολδαβία, οι οποίες έλαβαν από την ΕΕ το 2022 το καθεστώς των υποψήφιων χωρών, ως ένδειξη αλληλεγγύης και απάντησης στη ρωσική επιθετικότητα. Μια απόφαση που εγείρει πολλούς προβληματισμούς ως προς το βαθμό ετοιμότητας αυτών των χωρών καθώς οι ενταξιακές διαδικασίες θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν διαδικασίες εξπρές, παρακάμπτοντας τα προβλεπόμενα προ-ενταξιακά στάδια.
Þ Η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια είκοσι (20) χρόνια μετά
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ολοκλήρωση της ΕΕ βρίσκεται στο επίκεντρο τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της αμερικανικής πολιτικής προς τα Δυτικά Βαλκάνια καθώς θεωρούν την ένταξη στην ΕΕ διαδικασία ως εργαλείο για την προώθηση οικονομικών, νομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και σταθεροποίησης της περιοχής. Ένας από τους βασικούς στόχους της διεύρυνσης είναι η οικοδόμηση μιας ολοένα μεγαλύτερης κα ισχυρότερης Ένωσης με κριτήρια που σχετίζονται με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά αναφέρονται απερίφραστα στη δήλωση της Κοπεγχάγης και επαναλαμβάνονται αργότερα συστηματικά (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 1993).
Οι πρώτοι νομικοί και πολιτικοί δεσμοί μεταξύ της ΕΕ και των χωρών αυτών ξεκίνησε το 1999, με την ένταξη τους στη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (ΔΣΣ), μια πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την συνεργασία σε όλους τους τομείς με τις χώρες αυτές και την προώθηση της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή καθώς ας μην ξεχνάμε πως η δεκαετία του 1990 με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έφερε μεγάλη αστάθεια και την πιο αιματηρή σύγκρουση στην Ευρώπης μετά τον Β’ ΠΠ.
Στις 21 Ιουνίου 2003, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, καθώς και των τότε προσχωρούντων και υποψήφιων χωρών, μαζί με τους ηγέτες της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της ΠΓΔΜ, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, υιοθέτησαν τη «Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης», η οποία για πρώτη φορά επιβεβαίωσε απερίφραστα την ευρωπαϊκή προοπτική για όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και διατύπωνε μια σαφέστερη προοπτική ένταξης αυτών των χωρών, διαβεβαιώνοντας πως το μέλλον των Βαλκανίων βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έκτοτε, η Ένωση προσπάθησε να επιβεβαιώσει αυτή τη δέσμευση προς τα Δυτικά Βαλκάνια σε διάφορες περιπτώσεις, όμως και με μεγάλες διακυμάνσεις ως προς την συστηματική ενασχόληση με τις χώρες αυτές. Με τη Στρατηγική Διεύρυνσης του 2018, όπου αναφέρθηκε στη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια ως “Γεωστρατηγική Επένδυση σε μια Σταθερή, Ισχυρή και Ενωμένη Ευρώπη” και εισήγαγε έξι (6) εμβληματικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων στα Δυτικά Βαλκάνια, ιδίως για την ανάγκη θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων και σχέσεις «Καλής Γειτονίας» καθώς και σημαντικές αναθεωρήσεις ως προς τη μεθοδολογία της διεύρυνσης , η Ένωση έδειξε πλέον τον σταθερό προσανατολισμό της στα κράτη αυτά.
Η ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή εξωτερικής βοήθειας προς την περιοχή μέσω της προενταξιακής βοήθειας καθώς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν συμφωνήσει να χορηγήσουν 14,2 εκατ.δισ. ευρώ σε προενταξιακή βοήθεια στο πλαίσιο του προϋπολογισμού 2021-2027, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προς την Τουρκία. Επιπλέον, ένας νέος μηχανισμός εγγυήσεων για τα Δυτικά Βαλκάνια προορίζεται να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους έως και 20 δισ. ευρώ (24,2 δισ. δολάρια) κατά την επόμενη δεκαετία.
Þ Ποια είναι η σημερινή κατάσταση των ενταξιακών διαδικασιών των χωρών των Δ.Βαλκανίων;
Αν και οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι οικονομίες της περιοχής έχουν επιδόσεις χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το μέσο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), για παράδειγμα, είναι περίπου το μισό από εκείνο των κρατών μελών της ΕΕ της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) και περίπου το ένα τέταρτο από εκείνο των πιο ευημερούντων κρατών μελών. Ορισμένες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι μέρη διμερών διαφορών, η πιο δύσκολη από τις οποίες είναι μεταξύ του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας. Επίσης, άλλες πηγές περιφερειακής έντασης αφορούν την οριοθέτηση των συνόρων, την κυριότητα περιουσιακών στοιχείων από την γιουγκοσλαβική εποχή, τα σύμβολα της κρατικής και εθνικής ταυτότητας, τις μειονότητες, κα.
Ο ανολοκλήρωτος εκδημοκρατισμός, η παρατεταμένη «κρατοκρατία» και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών των Δυτικών Βαλκανίων, οδηγούν σε παρατεταμένη περιφερειακή αποσύνθεση και μειωμένη προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Βέβαια, η διαφθορά και η υποταγή των δημόσιων θεσμών σε προσωπικά ή ομαδικά συμφέροντα, αμβλύνει τον μετασχηματιστικό αντίκτυπο της ΕΕ, προσφέροντας ευκαιρίες σε άλλους διεθνείς παράγοντες (όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία) να συνεταιριστούν με τους κρατικούς παράγοντες και υπονομεύει την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.
Κανείς δεν αμφισβητεί πως η διεύρυνση της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια αντιμετωπίζει προκλήσεις που απορρέουν από τις συνθήκες στην περιοχή και στην ίδια την ΕΕ, η οποία αντιμετώπισε διάφορες κρίσεις κατά το παρελθόν. Όμως, από την άλλη, η μακρόχρονη διαδικασία της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια υποδηλώνει πως ήταν επί μακρόν χαμηλά στην ατζέντα της ΕΕ καθώς η διαδικασία προσχώρησης των Δ.Βαλκανίων είναι μακρύτερη και αναμφισβήτητα πιο απαιτητική από ό,τι για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) που αντιμετωπίστηκαν εξαρχής από την Ένωση με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και στρατηγική.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί η «κόπωση της διεύρυνσης» («enlargement fatigue») που εμφανίζεται και στις δυο πλευρές αυτής της διαδικασίας. Αφενός, η στάση ορισμένων ευρωπαίων ηγετών να παραμένουν επιφυλακτικοί στην περαιτέρω επέκταση της Ένωσης, και αφετέρου η απροθυμία ορισμένων κρατών των Δ.Βαλκανίων να εφαρμόσουν τα πρότυπα της ΕΕ, ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα μέτρα κατά της διαφθοράς, οδήγησαν αυτή τη διαδικασία σε μια ομολογουμένως μεγάλη καθυστέρηση, που άρχισε να ενεργοποιείται και πάλι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία και τη Γεωργία και ενδυναμώθηκε με την εισβολή της στην Ουκρανία, καθώς πλέον οι γεωπολιτικές συνθήκες άλλαξαν και η ευρωπαϊκή ασφάλεια μπήκε σε άλλη φάση.
Þ Ποιο το μέλλον της ενταξιακής διαδικασίας των Δ.Βαλκανίων;
Στους βαλκανικούς διαδρόμους εξουσίας, υπάρχουν πολλά λόγια για τη διεύρυνση, αλλά πόσοι είναι αυτοί που πιστεύουν πραγματικά σε αυτή τη διαδικασία; Η ένταξη στην ΕΕ είναι και ήταν πάντα μια διαδικασία που καθοδηγείται από την ελίτ στις χώρες αυτές. Οι πολιτικοί ηγέτες διαμορφώνουν πολιτική και προωθούν μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΕ με την ελπίδα να ανταμειφθούν από τις Βρυξέλλες και τελικά από τους ψηφοφόρους τους. Ωστόσο, από τότε που η ΕΕ το 2009-2010 κατάργησε την υποχρέωση θεώρησης για τους πολίτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων (εκτός από το Κοσσυφοπέδιο) προκειμένου να ταξιδέψουν στην ΕΕ, δεν έχει πλέον άμεσα κίνητρα να προσφέρει στις χώρες αυτές. Η πρόσθετη οικονομική βοήθεια που μπορεί να λάβει κάποιος επειδή είναι «καλός μαθητής» δεν αποτελεί επαρκή λόγο για μια κυβέρνηση να ξεκινήσει δαπανηρές μεταρρυθμίσεις, όπως η διασφάλιση ότι η δικαιοσύνη είναι απαλλαγμένη από πολιτικές παρεμβάσεις ή ότι τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να ερευνούν τους επιχειρηματικούς εταίρους κάποιου.
Επομένως, η Ένωση σε αυτή τη φάση της διεύρυνσης καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά χωρίς να ματώσει. Μια δύσκολη διαδικασία καθώς είναι αντιμέτωπη με τη ρωσική προκλητικότητα μετά την εισβολή στην Ουκρανία, και ως εκ τούτου πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εδραιώσει τη θέση της και να αποτρέψει κάθε μορφή αστάθειας και οπισθοδρόμησης στην περιοχή των Δ.Βαλκανίων. Μια γεωπολιτικά σκεπτόμενη ΕΕ που θα υποδεχθεί στις τάξεις της μία ή περισσότερες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων την ερχόμενη δεκαετία θα μπορούσε να φέρει την πολυαναμενόμενη αλλαγή στην περιοχή. Όμως, η ένταξη στην ΕΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να προωθηθεί αυτό που η ίδια η Ένωση θεωρεί βασική αποστολή της: τη διάδοση των αξιών και των αρχών της προς όφελος της πολιτικής σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης και σαφώς η δημοκρατία, η ευημερία και το κράτος δικαίου δεν θα προκύψουν αυτόματα από την ένταξη και πολλά θα εξαρτηθούν από τις εγχώριες συνθήκες και δυναμικές.
Þ Ο Στρατηγικός ρόλος της Ελλάδας
Σε αυτή τη χρονική συγκυρία, όπου οι γεωπολιτικές εξελίξεις απαιτούν μια ολοκληρωμένη στρατηγική στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, η Ελληνική κυβέρνηση ακολουθώντας από το 2019 μια εξωστρεφή εξωτερική πολιτική αλλά και μια ενεργή παρουσία στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας, προωθεί το στρατηγικό της ρόλο στη Ν.Α. Ευρώπης, τα Βαλκάνια έως την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτόν τον ηγετικό ρόλο που επιτελεί η Ελλάδα για τη προώθηση της ειρήνης και της ευημερίας στο τόξο ΝΑ Ευρώπη- Βαλκάνια- Ν.Α. Μεσόγειος, έχει αναφερθεί και η αμερικανική κυβέρνηση, αποκαλώντας την Ελλάδα στρατηγικό της εταίρο στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που ενδυναμώνει ακόμα περισσότερο το νέο status quo της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Μια στρατηγική που στοχεύει στην ενδυνάμωση του ρόλου της Ελλάδας , τόσο στα ευρωπαϊκά δρώμενα, όσο και στις σχέσεις της με τις γείτονες χώρες, όπως είναι τα Δ.Βαλκάνια, την Τουρκία, κα., στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και δεν διστάζει να θέσει σε επισφάλεια υποψήφια χώρα λόγω της καταπάτησης του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως συμβαίνει με την Αλβανική δημοκρατία λόγω της γνωστής υπόθεσης Μπελέρη, ή προωθεί μέσω του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ ξεκάθαρες θέσεις για το πάγωμα των ενταξιακών διαδικασιών, όπως συμβαίνει με την Τουρκία, λόγω της συστηματικής παραβίασης των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των ενταξιακών κριτηρίων της ΕΕ.
Εν κατακλείδι, ο συμβολικός εορτασμός της Διακήρυξης της Θεσσαλονίκης από την ελληνική κυβέρνηση με την παρουσία των Δυτικών Βαλκανικών χωρών, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας αλλά και της θεσμικής εκπροσώπησης της ΕΕ, μέσω της Πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, αποτελεί μια εξέχουσα διπλωματική κίνηση από την ελληνική κυβέρνηση, αναβαθμίζοντας το ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, τόσο ως κυρίαρχο κράτος, όσο και ως ένα κράτος μέλος της ΕΕ που επιθυμεί και εργάζεται στρατηγικά για την σταθερότητα, ασφάλεια και τις καλές σχέσεις γειτονίας με τις χώρες των Βαλκανίων με απώτερο στόχο την ευρωπαϊκή προοπτική τους, σε μια εποχή που εύκολα ανατρέπονται οι ισορροπίες δυνάμεων λόγω του ενδιαφέροντος της Ρωσίας, Τουρκίας και Κίνας για την περιοχή.
Δρ Ελευθερία Φτακλάκη, Διεθνολόγος/Πολιτικός Επιστήμων/ Διδάκτωρ ευρωπαϊκών σπουδών και διεθνών σχέσεων/ μεταδιδακτορική ερευνήτρια. Διδάσκουσα στο τμ. Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, όπου μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων διδάσκει Πολιτικές Διεύρυνσης, με έμφαση στα Δυτικά Βαλκάνια (JMM)